Αρχική πολιτισμός «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε»

«Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε»

Για το νέο βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Σταματίου

του Κώστα Γκιώνη

«Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε», έτσι τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου πού κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος. Έχω την τιμή να διαθέτω το βιβλίο δακτυλογραφημένο, στο στάδιο των διορθώσεων, περισσότερο από τρεις μήνες. Η κυκλοφορία του νέου βιβλίου του Μήτσου χρονικά συμπίπτει με την επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που δεν θα μπορούσε να τον αφήσει αδιάφορο… Για πρώτη φορά μιλάει στα γραπτά του για τις 4 τελευταίες ώρες, την έξοδο, αλλά και την επόμενη μέρα. Αυτό από μόνο του είναι ομολογουμένως ένα συγκλονιστικό γεγονός, που καταγράφεται σε μόλις 15 σελίδες του βιβλίου. «Προτιμάω το χάος της τρέλας μου παρά τη σκλαβιά της λογικής μου» λέει, και το εννοεί. Δεν θα είχε κάνει αυτά που έχει κάνει αν δεν το πίστευε.

«Εδώ Πολυτεχνείο»

Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στις 9 Νοέμβρη, ώρα 6:30 μ.μ., στην Πρυτανεία του Ε.Μ.Πολυτεχνείου (κτίριο Αβέρωφ).

«Οι σφαίρες δεν ήταν πλαστικές. Σκοτώνανε, πυροβολούσαν οι ελεύθεροι σκοπευτές από το Ακροπόλ. Στις 11 το βράδυ έπρεπε να ανακοινώσουμε πως έχουμε δύο νεκρούς. Δεν το έκρυψα: φοβήθηκα. Να μη φοβίσουμε το λαό, που είχε γίνει ασπίδα προστασίας μας». Είχε επίγνωση πως το τίμημα της ελευθερίας είναι ο θάνατος! Πολύ βαρύ φορτίο στις πλάτες ενός 23χρονου παιδιού. Με το «αδέλφια μας στρατιώτες» απευθύνεται στα νιάτα καταργώντας τη στρατιωτική ιεραρχία και, όταν απαγγέλλει τον εθνικό ύμνο με τη σπαρακτική φωνή του, τον τραβά από τα δόντια των εθνοκάπηλων και τον ξανακάνει Ύμνο προς την Ελευθερία.

Μιλά για τις τελευταίες στιγμές μπροστά από το μικρόφωνο του σταθμού του Πολυτεχνείου: «Δεν ξέρω, η φωνή μου ήταν η φωνή και η δύναμη όλων των εξεγερμένων, δεν ήταν η δικιά μου. Είπα πως ο αγώνας συνεχίζεται με τα όπλα που διαθέτει ο καθένας από εδώ και πέρα. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια να πάω να δω με τα μάτια μου… Βγήκα στο προαύλιο μέσα από τους καπνούς των δακρυγόνων. Έφτασα στη πύλη». Και λίγο πιο κάτω: «Η Ιωάννα ανήσυχη έρχεται προς το μέρος μου. Βλέπω τον Κυριάκο πάνω στην κολόνα. Ένα παλικάρι κρατάει την ελληνική σημαία, στην πύλη ο Κηρύκος. Πάνω στα κάγκελα γαντζωμένα παιδιά να φωνάζουν συνθήματα. Τα κορίτσια να προτάσσουν τα στήθια τους στους μπάτσους. Είχαν σκυλιάσει. Οι φαντάροι παρατεταγμένοι πίσω τους έντρομοι, κρατούσαν τα όπλα τους σαν να είχε πέσει το πουλί τους». Συγκλονιστική η στιγμή που περιγράφει την πτώση της πύλης, τα παιδιά που πέφτουν από τις κολόνες, την Πέπη Ρηγοπούλου που τα κάγκελα της τσακίζουν τα πόδια, και πώς ακουμπάνε τα χέρια τους στις ερπύστριες, νομίζοντας πως θα σταματήσουν το τανκς!

Αυτά τα 50 χρόνια ο Δημήτρης Παπαχρήστος έχει γίνει ο ιεροκήρυκας της εξέγερσης. Γυρνάει σε σχολεία, πανεπιστήμια, χώρους εργασίας, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, προσπαθώντας να κρατήσει το φως άσβεστο στο καντήλι αυτών που έφυγαν, και να το μετατρέψει σε ζώσα μνήμη.

Με το «αδέλφια μου στρατιώτες» απευθύνεται στα νιάτα καταργώντας τη στρατιωτική ιεραρχία, και όταν ψέλνει τον εθνικό ύμνο με τη σπαρακτική φωνή του τον τραβά από τα δόντια των εθνοκάπηλων και τον ξανακάνει Ύμνο προς την Ελευθερία

Οι ήρωες του

Όσοι τυγχάνει να είμαστε κοντά στον Δημήτρη Παπαχρήστο, καταλαβαίνουμε καλά ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές του αφηγήματός του. Είναι όλοι υπαρκτά πρόσωπα.
Ο Παπαχρήστος είναι ένας «ψαράς» ιστοριών. Πάει στα καφενεία εντός και πέριξ των Εξαρχείων (στη Μουριά, στον Λάμπρο, στη Μόκα, στου Φώντα κ.λπ.) και αλιεύει ρόλους μέσα από καφενοκουβέντες. Φίλοι και ομοτράπεζοι είναι οι πρωταγωνιστές στα βιβλία του. Με μεγάλη αγάπη, τους ταιριάζει με ιστορικά γεγονότα που ο ίδιος έζησε ή του έχουν αφηγηθεί, και δημιουργεί με ένα μοναδικό τρόπο τα ποιητικολογογραφήματα του. Επειδή πάνω απ’ όλα τον τρώει το ιερό σαράκι της ποίησης: «Τα φτερά είναι ταξίδι, το πέταγμα στην ελευθερία, εκεί που οι άγγελοι αγγίζουν την καρδιά του απείρου, με μια ουδέτερη αγνότητα που πέφτει χορεύοντας σαν χιόνι από τον ουρανό»… ή σε άλλο σημείο: «Κι έπεσε πάνω μας η σιωπή σαν κατακάθι»!

Ο Ντεβίτο

Ο κεντρικός ήρωας του, ο Νικόλας, ο Κοκόλας, ο Ντεβίτο (λόγω ύψους) είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Όταν το έγραφε ο Μήτσος και μου εξιστορούσε περίπου τι γράφει, αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω ήταν πώς θα ταίριαζε τον Ντεβίτο με το Πολυτεχνείο. Ο τρόπος που το κάνει είναι εξαιρετικά ευρηματικός και συγκλονιστικός, ίσως από τις κορυφαίες λογοτεχνικές εμπνεύσεις:

«Πρώτα Έλληνας και μετά κομμουνιστής, ακούστηκε η φωνή του Κοκόλα. Έλα πες μας τις τελευταίες στιγμές της εξόδου… Τώρα θα σε μαγνητοφωνήσω, μέσα από τον τάφο μου, για να τα ακούνε και οι αποθαμένοι». Και σε άλλο σημείο λέει: «Ζήτω ο θάνατος, όταν γίνεται πυξίδα ζωής, κι άρχισα να γράφω με το μελάνι της μνήμης μου»!

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Σταματίου

«Ζούμε στη σκιά της αόρατης αλλά εκλεγμένης δικτατορίας»

Ο Παπαχρήστος δεν μένει προσκολλημένος στο παρελθόν, δεν θεωρεί ότι όλα τέλειωσαν το 1973, οπότε μπορεί να κάθεται επαναπαυμένος στις δάφνες του παρελθόντος και να καλεί το πλήθος να τον δοξάσει. Έχει την ίδια άποψη με το σύνθημα που λένε τα νέα παιδιά, ότι η χούντα δεν τελείωσε το ’73: «Ζούμε στη σκιά της αόρατης αλλά εκλεγμένης δικτατορίας, την ανεχόμαστε και τη νομιμοποιούμε και γινόμαστε συνένοχοι» λέει στο καινούριο του βιβλίο, χωρίς καμία διάθεση να χαϊδέψει κανένα αυτί…

Αν και γεννημένος στον Άη-Γιώργη Ιστιαίας, μπορεί να θεωρείται και Εξαρχειώτης, αφού ζει και κινείται εκεί πάνω από 50 χρόνια. Γι’ αυτό έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για το τι συμβαίνει με τον λόφο του Στρέφη, για το κλείσιμο της πλατείας με τις πεντάμετρες λαμαρίνες, αλλά και με τον στρατό των κρανοφόρων που περιφρουρούν «τα έργα». Μια συνοικία υπό κατοχή! Γι’ αυτό τα παιδιά σηκώνουν το πανό με το σύνθημα «Πλατεία, Στρέφη, Πολυτεχνείο, τα Εξάρχεια δεν μπαίνουν σε μουσείο».

Μέσα απ’ αυτό το ομολογουμένως μικρό σε έκταση βιβλίο (μόλις 115 σελίδες) για τα δεδομένα του Παπαχρήστου, καταφέρνει να συμπυκνώσει όλα αυτά που ήθελε να περάσει στον αναγνώστη. Μιλάει για τις μέρες και τα έργα του απερχόμενου δημάρχου, την Ουκρανία, τις συνακροάσεις, τα καμένα δάση που στη θέση των δένδρων φυτρώνουν ανεμογεννήτριες, υπερκαταναλωτισμό, κ.ά.

«Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν υφαίνονται στον αέρα, στον αργαλειό της ζωής υφαίνονται». Και αφού οι ιστορίες του αλλά και οι ανθρώπινες σχέσεις υφαίνονται στα καφενεία, δεν θα μπορούσε να λείπει ο συνδετικός κρίκος, που είναι το τσίπουρο. Ο Δημήτρης τσιπουροποιεί φιλοσοφώντας: «Η αρρώστια που δεν περνάει με το τσίπουρο είναι ανίατη», λέει!

Τα όνειρα

Παλεύει με τα όνειρα, όχι αυτά τα ανεξήγητα του ύπνου, μα τα άλλα, που δίνουν χρώμα στη μουντάδα των καιρών. Κάποιος το είπε «η πραγματική μας ζωή είναι τα όνειρα μας» κι ένας ποιητής πριν από αυτόν λέει: «Είμαστε πλασμένοι από σκιές ονείρων», και συνεχίζει σ’ άλλο σημείο, δίνοντας μια πιο αναλυτική μετάφραση του carpe diem του Οράτιου: «Για μένα είναι ονειρικό το ότι είμαστε ακόμα εδώ. Μαζεύω τα ψίχουλα από τις κουβέντες μας και φεύγω χορτάτος και επιστρέφω πεινασμένος. Ξέρω πως μπορεί ανά πάσα στιγμή να μην επιστρέψω, γι’ αυτό χρειάζεται να ζούμε κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία».

Αυτό το τελευταίο είναι το χαρακτηριστικό του: ζει τη ζωή του με πάθος, τα βράδια παλεύει με τις ιστορίες του, νοιώθει πάντα πεινασμένος για τη ζωή, για τη ποίηση, την λογοτεχνία, για τα ανεκπλήρωτα όνειρά του, εραστής μιας διαρκούς επανάστασης που επιτέλους θα δημιουργήσει τις συνθήκες για τον κόσμο που ονειρεύεται-όμαστε!

Σχόλια

Exit mobile version