14 σημεία

του Βασίλη Ασημακόπουλου

1. Ορισμένα αριθμητικά δεδομένα: Εκλογές στην Ελλάδα, 21 Μαΐου 2023: Εγγεγραμμένοι: 9.919.115. Ψήφισαν: 6.061.040, ποσοστό συμμετοχής: 61,1%. Εγγεγραμμένοι νέοι ψηφοφόροι: 430.000.

Εκλογές στην Τουρκία, 14 Μαΐου 2023: Ψήφισαν 64.145.504, ποσοστό συμμετοχής: 87,04%, 5.200.000 νέοι ψηφοφόροι.

Σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις: Συμμετοχή: Εκλογές Μαΐου 2023: 61,1%, Εκλογές Ιουλίου 2019: 57,78%, εκλογές Σεπτεμβρίου 2015: 56,16%, εκλογές Ιανουαρίου 2015: 63,94%, εκλογές Ιουνίου 2012: 62,49%, εκλογές Μαΐου 2012: 65,12%, εκλογές Οκτωβρίου 2009: 70,95%, εκλογές Σεπτεμβρίου 2007: 74,25%, εκλογές Μαρτίου 2004: 76,50%, εκλογές Απριλίου 2000: 74,97%.

Ένα βασικό συμπέρασμα είναι η σταθερά μειωμένη συμμετοχή, σε σχέση με την μέχρι το 2009 κατάσταση, από την έναρξη δηλαδή της μνημονιακής περιόδου. Η μειωμένη συμμετοχή είναι ένδειξη χαμηλού βαθμού νομιμοποίησης του συστήματος, μειωμένου βαθμού πολιτικής ταύτισης, αύξηση ρευστότητας, δημογραφικά σημάδια στασιμότητας-γήρανσης, μετανάστευση πληθυσμού.

Εκλογές 21ης Μαΐου 2023

2. Νικητές κατά σειρά είναι: Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση, Νίκη, Πλεύση Ελευθερίας. Στους ηττημένους είναι : ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΜέΡΑ25-Συμμαχία για την Ρήξη.

3. Στις εκλογές της 21η Μαΐου 2023, σημειώθηκε εκλογική κατάρρευση κόμματος μη αναμενόμενων διαστάσεων. Αντίστοιχη εκλογική κατάρρευση κόμματος είχε σημειωθεί με το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012. Μια κρίσιμη διαφορά είναι ότι το ΠΑΣΟΚ τότε ήταν κυβερνών (ΠΘ ο Γ. Παπανδρέου) ή συγκεβερνών κόμμα (ΠΘ ο Λ. Παπαδήμος), έχοντας κάνει την επιλογή των μνημονίων (είχε ήδη ψηφίσει 2 μνημόνια) και τη διαχείριση αυτών, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2019-2023 βρισκόταν στην αντιπολίτευση.

4. Το αποτέλεσμα εκφράζει προφανώς την επιβεβαίωση της πλειοψηφίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Περισσότερο όμως εκφράζει τη μαζική απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα της ΣΥΡΙΖΑϊκής αριστεράς. Η άνοδος της ΝΔ είναι σημαντική (150.000 ψήφους), δεδομένης της σχετικά αυξημένης συμμετοχής σε σχέση με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019. Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εντυπωσιακή, της τάξεως των 600.000 ψήφων, γι’ αυτό γίνεται λόγος για κατάρρευση. Οι ψήφοι που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, τροφοδότησαν ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ΝΔ, ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας.

5. Το ζήτημα του στρατηγικού χαρακτήρα των εκλογών της 21η Μαΐου. Στα χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, δύο ήταν οι εκλογικές αναμετρήσεις που αποδείχθηκαν στρατηγικής σημασίας σε σχέση με τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού που επιβεβαιώθηκε στις επόμενες αναμετρήσεις.

Της 20ης Νοεμβρίου 1977 και της 6ης Μαΐου 2012. Οι εκλογές του 1977 οδήγησαν στο σχηματισμό 7κομματικής Βουλής. Οι εκλογές του 2012 οδήγησαν επίσης σε 7κομματική Βουλή.

Και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις είχαμε αλλαγή του 2ου με το 3ο κόμμα, στη θέση του έτερου πυλώνα του δικομματισμού. Από την ΕΔΗΚ στο ΠΑΣΟΚ το 1977 και από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ το 2012.

Στις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023, αναδείχθηκε 5κομματική Βουλή με ορατό το ενδεχόμενο να γίνει 7κομματική στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Ένα κοινό με τις εκλογές του Μαΐου 2012 ήταν το υψηλό ποσοστό των κομμάτων εκτός Βουλής. Στις εκλογές του Ιουνίου 2012 δεν επαναλήφθηκε κάτι τέτοιο. Το ίδιο κατά πάσα πιθανότητα θα συμβεί στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023.

Στις εκλογές της 21ης Μαϊου 2023 δεν υπήρξε αντιστροφή στη θέση 2ου και 3ου κόμματος, όπως στις διπλές εκλογές του λεγόμενου «σεισμού», το 2012. Υπάρχει όμως ως ενδεχόμενο. Εκείνο που καταγράφηκε ήταν μια σαφής πλειοψηφία της Δεξιάς/Κεντροδεξιάς σε σχέση με την Αριστερά/Κεντροαριστερά, μιλώντας με όρους παραδοσιακής διάκρισης Αριστεράς-Δεξιάς. Αν αυτό επιβεβαιωθεί και στη συνέχεια, θα πρόκειται όντως για στρατηγικής σημασίας πολιτική μετατόπιση της χώρας, από μια ιστορικά κεντρο-αριστερόστροφη πλειοψηφική κλίση, σε κεντρο-δεξιόστροφη.

Η Δεξιά παράταξη

6. Η Δεξιά παράταξη, εμφανίζεται να έχει πετύχει την ενσωμάτωση των δύο ψυχών της, τη (νεο)φιλελεύθερη και τη συντηρητική, με όρους ηγεμονίας. Ένας βασικός σύμμαχος στην κατεύθυνση αυτής της κυριαρχίας με όρους ηγεμονίας, πέραν της αδυναμίας των εγχώριων πολιτικών ανταγωνιστών, αφορά και την ευρύτερη αδυναμία της Αριστεράς και σε διεθνές επίπεδο.

Η δεξιά μέσα στη μνημονιακή κρίση έδειξε ότι έχει τα χαρακτηριστικά παράταξης. Όπως και το ΚΚΕ. Αυτό έχει σημασία. Παρά το γεγονός ότι τον Μάιο 2012, έφτασε στο ιστορικό χαμηλό του 18%, εντούτοις εκλογικά ανέκαμψε. Αυτό δείχνει κοινωνική ρίζα, ιστορικότητα, συμπερίληψη των «ψυχών» της. Η καταθλιπτική κυριαρχία της στους μηχανισμούς (ΜΜΕ, κράτος κλπ) συμβάλει στην επικράτηση, αλλά δεν αποτελεί κατά τη γνώμη μου τον βασικό, πολύ περισσότερο τον αποκλειστικό παράγοντα, όπως μια βολική ερμηνεία που διακινεί η πολιτική ηγεσία της αριστεράς, μαζί με αυτή της «συντηρητικοποίησης» της ελληνικής κοινωνίας. Τάση συντηρητικοποίησης υπάρχει αλλά συνδέεται με τη δημογραφική γήρανση και είναι διαδικασία μακρού ιστορικού χρόνου και όχι εκλογικού κύκλου όπως θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για δύο αυτοαθωωτικές εκδοχές μιας πολιτικής τάξης, που σκοπό έχουν τη δημιουργία άλλοθι για την διαιώνιση της ύπαρξής της. Δεν εξηγούν την ουσία της διαφαινόμενης ηγεμονίας της ΝΔ. Αυτή έχει ιστορικό βάθος. Η πορεία αυτή έχει ξεκινήσει σταδιακά από το 89-90 και μετά, αφορά τόσο διεθνείς εξελίξεις, όσο και τους εγχώριους πολιτικούς ανταγωνιστές. Θα μείνω σε δύο στοιχεία.

Η Ν.Δ. είχε λάβει το 1974 ποσοστό 54% και 220 βουλευτές. Το κλίμα όμως, η ηγεμονία ήταν αριστερόστροφη, με την έννοια της κοινωνικής διάστασης των πραγμάτων και μια τάση ανάκτησης βαθμών εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας. Αυτό σήμαινε αριστερόστροφη ηγεμονία σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου διεθνοπολιτικά, για μια χώρα της ημιπεριφέρειας, κυρίαρχη-κυριαρχούμενη, αλλά και καπιταλισμό του κοινωνικού κράτους, της παραδοσιακής μη μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας, μιλώντας με μεταπολεμικούς δυτικοευρωπαϊκούς όρους.

Γι’ αυτό λχ το Σύνταγμα του 1975 έχει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και τώρα η ριζική αναθεώρησή του τίθεται στο επίκεντρο από τη σημερινή ΝΔ. Αυτό είναι το νόημα του στόχου που διατυπώθηκε για 180 βουλευτές. Αν ανατρέξει κάποιος στο σχέδιο ενός λεγόμενου καινοτόμου Συντάγματος που δημοσιεύθηκε από την εφημερίδα Καθημερινή το 2016, θα πάρει μια ιδέα της γενικής κατεύθυνσης.

Άλλο στοιχείο είναι ότι στις εκλογές του Μαΐου 2023, η ΝΔ καταγράφει σχετικά χαμηλά ποσοστά (για συνολικά νικηφόρα αποτελέσματα) στην Μακεδονία. Η αμφισβήτησή της όμως προέρχεται από τα Δεξιά (Ελληνική Λύση και Νίκη). Επίσης στις εκλογικές περιφέρειες της Μακεδονίας, μαζί με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου καταγράφεται χαμηλή συμμετοχή. Αυτά έχουν να κάνουν με το εθνικό και τα ζητήματα οικονομίας/ανάπτυξης, όπου και τα δύο στοιχεία εμφανίζουν εγκατάλειψη από τις δυνάμεις της Αριστεράς για λόγους γνωστούς και θα αναφερθώ στη συνέχεια.

7. Η λεγόμενη δημοκρατική παράταξη-η αριστερά/κεντροαριστερά με την ευρεία έννοια. Δύο εισαγωγικές παρατηρήσεις:

α) Ο ελληνικός 20ος αιώνας έχει τρεις μεγάλες διαιρετικές τομές που δόμησαν το πολιτικό σύστημα. Εθνικός Διχασμός/Βενιζελικοί-Αντιβενιζελικοί, ΕΑΜ/Εμφύλιος, Δεξιά/Αντιδεξιά δεκαετία του ‘60. Σηματοδοτούν και ιστορικές ήττες για τον Ελληνισμό. Το 1920 γεννά το 1922, το 1944 γεννά το 1946-1949, το 1967 γεννά το 1974. Τις διαιρετικές αυτές τομές μορφοποιεί σε πολιτικό κίνημα ο Ανδρέας Παπανδρέου με τη συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ και ηγεμονεύει πολιτικο-εκλογικά. Αυτό που ονομάστηκε στο ΠΑΣΟΚ στρατηγική της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, το 1978. Υπήρχε ένας κοινός χώρος, οι κοινές εμπειρίες, εθνικοί, δημοκρατικοί, κοινωνικοί αγώνες από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και μετά, που επέτρεπαν αυτές τις πολιτικές θεωρήσεις και ερμηνείες της ιστορίας. Το ΠΑΣΟΚ όμως δεν εξελίσσει, δεν εκσυγχρονίζει την αντιδεξιά ταυτότητα, αλλά καταναλώνει «την ιστορική πρόσοδο», όπως δεν εκσυγχρόνισε την οικονομία και πολλά άλλα ή συνέχισε τελικά – παρά την αντίθετη αφετηρία του- στην μεταπρατική εκδοχή της άρχουσας τάξης, του κράτους, της παραγωγής, των ιδεών και λοιπά και αυτή ήταν η ήττα του, που ήταν τελικά και ήττα της χώρας το 2010. Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν ακόμα, αλλά είμαστε σε άλλη εποχή.

Στον 21ο αιώνα η τομή μνημόνιο-αντιμνημόνιο την περίοδο 2010-2015 συνιστά μια διαιρετική τομή, με την έννοια ότι δόμησε το πολιτικό σύστημα. Πλην όμως ήταν ατελής, δεν ολοκληρώθηκε καθώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, υποχώρησε και υπόγραψε το 3ο μνημόνιο. Η ήττα συνεπώς του 2015 εξακολουθεί να επηρεάζει αλλά με τρόπο ιδιόμορφο, ενισχύοντας ιδίως την παθητική στάση και τη ρευστότητα.

β) Το γεγονός ότι είμαστε σε άλλη εποχή, άλλη ιστορική περίοδο, το δηλώνει και μια διαφορετική συγκριτική – μακροϊστορική κάπως οπτική, που αφορά όμως τις εφαρμοσμένες κυβερνητικές εμπειρίες του δημοκρατικού αριστερού χώρου. Εξαιρώντας την περίοδο του ΕΑΜ για διάφορους λόγους, δύο ήταν οι στιγμές κατά τον 20ο αιώνα, που επιχειρήθηκαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, ως αποτέλεσμα μιας μαζικής κοινωνικής-πλατιάς πανεθνικού χαρακτήρα κινητοποίησης.

Η περίοδος 1910-1920 και η δεκαετία του 80. Και στις δύο, πέραν από τις ειδικότερες εθνικές και κοινωνικές ιδιομορφίες, υπήρχε ένα διεθνές παράδειγμα της αριστεράς, είτε αναφερόμαστε για την αριστερά πριν την περίοδο του εργατικού κινήματος, όπως είναι η περίπτωση Ελευθερίου Βενιζέλου- Κόμματος Φιλελευθέρων και διεθνώς η προοδευτική-ριζοσπαστική τάση του αστικού-φιλελεύθερου ή και ρεπουμπλικανικού ρεύματος, αυτό που χαρακτηρίστηκε κοινωνικός φιλελευθερισμός, είτε για την αριστερά με υπαρκτό και δρών το μαζικό εργατικό κίνημα, όπως είναι η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου-ΠΑΣΟΚ, νεομαρξισμός/δεκαετία του ‘60, αλλά και μεταπολεμική εφαρμοσμένη σοσιαλδημοκρατία, παρά τις κριτικές του ΠΑΣΟΚ στην αρχική του περίοδο.

Στην εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρχε διεθνές αριστερό υπόδειγμα, στη συγκυρία μετά το 1989-1990. Η περίπτωση της νέας σοσιαλδημοκρατίας της δεκαετίας του ’90, που επηρέασε καταλυτικά και την εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ, καθώς ο Κώστας Σημίτης ήταν εκφραστής αυτού διεθνούς ρεύματος στην Ελλάδα, δεν παρήγαγε κάτι στιβαρό και πάντως ήταν πλήρως εναρμονισμένο με το κυρίαρχο παγκοσμιοποιητικό ρεύμα του Ατλαντισμού και του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς.

Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης ή για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση που επηρέασε την εξέλιξη-διαμόρφωση του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν ολοκληρώθηκε, ούτε απέκτησε την δυναμική των προηγούμενων διεθνών εμπειριών. Απεναντίας η κυρίαρχη τάση εσωτερίκευσής του, μορφοποίησε ρεύματα που προοπτικά αποτέλεσαν μάλλον πτέρυγα του ιμπεριαλισμού και του φιλελευθερισμού ιδίως σε πολιτισμικό επίπεδο. Αυτά ως απαραίτητες εισαγωγικές αναφορές.

Για τη δυναμική σχέση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Μια κατ’ αρχάς εκλογική παρατήρηση. Στον εκλογικό κύκλο από το μνημόνιο και μετά, στις διπλές εκλογές του 2012 και του Ιανουαρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εκτινάσσεται και στη συνέχεια ενισχύεται εκλογικά. Ενώ από Σεπτέμβριο 2015, στον Ιούλιο 2019 και στον Μάιο 2023 καταγράφεται διαρκής υποχώρηση. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ πέφτει διαρκώς στις εκλογές του 2012 και τον Ιανουάριο 2015 φτάνει στο ιστορικό χαμηλό του 4%. Από το σημείο αυτό και μετά σε όλες τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις Σεπτεμβρίου 2015, Ιουλίου 2019 και Μαΐου 2023 σημειώνει σταδιακή άνοδο. Στην πορεία αυτή είναι νομίζω σημαντική η στιγμή του 2018, όταν η τότε η Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Φώφη Γεννηματά, κόντρα στη θέση όλων των υπολοίπων συνιστωσών και παραγόντων του συνασπισμού αυτού, επέβαλε ουσιαστικά θέση ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό που μπορεί να τραυμάτισε σοβαρά εκείνη τη συμμαχία πλην όμως διέσωσε το συγκεκριμένο χώρο από την ταύτισή του με μια κυβερνητική επιλογή που είχε προκαλέσει ισχυρές λαϊκές κινητοποιήσεις. Αν είχε πάει ακόμα παραπέρα και είχε υιοθετήσει σ’ εκείνη τη συγκυρία η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το δημοκρατικό αίτημα για δημοψήφισμα, θα είχε ίσως ακόμα καλύτερα αποτελέσματα. Η άνοδος του δεν έχει εκρηκτικά και δυναμικά χαρακτηριστικά, είναι όμως σταθερή και επαναλαμβανόμενη. Αυτό κατά τη γνώμη μου και σε σύγκριση με την περίοδο 2010-2012 και την εκρηκτική τότε άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται πρώτον ότι τότε υπήρξε μία μείζονα οικονομική κρίση που τώρα δεν υφίσταται, δεύτερον υπήρχε μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση και ένταση κοινωνικών αγώνων, τρίτον ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια μέση πλατιά αντίληψη δεν ήταν «χρεωμένος» σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ.

Εστιάζοντας στις εκλογές της 21ης Μαϊου 2023, ο μπλε χάρτης – με την εξαίρεση του νομού Ροδόπης, λόγω της εκλογικής συμπεριφοράς της μουσουλμανικής μειονότητας – καταδεικνύει ακριβώς τη διαίρεση σε δύο μεγάλα τμήματα του κόσμου της λεγόμενης δημοκρατικής-προοδευτικής παράταξης, με αποτέλεσμα η ΝΔ να κυριαρχήσει και στα παραδοσιακά κάστρα της δημοκρατικής παράταξης (Κρήτη, Αχαΐα). Στοιχείο που είχε αποτυπωθεί ήδη στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 σ’ ένα άλλο παραδοσιακό κάστρο (Ηλεία), προοικονομώντας ουσιαστικά μια εξέλιξη που έλαβε χώρα σε διευρυμένη-καθολική κλίμακα στις εκλογές. Βέβαια η Ν.Δ. καταγράφει πολύ σημαντικά ποσοστά και σε περιοχές παραδοσιακά εκλογικά μη φιλικές που όμως είχαν σημαντικό μερίδιο στα έσοδα από τουρισμό (Δωδεκάνησα), αλλά και σε λαϊκές περιοχές που επίσης παραδοσιακά υστερούσε (Β΄ Πειραιά, Δυτική Αθήνα). Το θέμα αυτό, της παρουσίας δύο κομματικών σχηματισμών που διεκδικούν την ηγεμονία στο πλαίσιο της αντιδεξιάς-δημοκρατικής παράταξης, θέτει το ζήτημα, που σχετίζεται με το ενδεχόμενο ή όχι της ανατροπής του πολιτικού συσχετισμού μεταξύ 2ου και 3ου κόμματος.

Αν στις προσεχείς εκλογές το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σημειώσει σημαντική άνοδο και πλησιάσει ή ακόμα και ανατρέψει τη σειρά των κομμάτων σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τότε θα έχουμε ανατροπή του αποτελέσματος των διπλών εκλογών του 2012. Αν όμως στις προσεχείς εκλογές η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων παραμείνει σταθερή και με την ίδια σειρά, τότε τα κόμματα αυτά ενδεχομένως να εξετάσουν διαφορετικά τη μεταξύ τους σχέση απέναντι στη ΝΔ που εμφανίζει ισχυρές τάσεις κυριαρχίας-ηγεμονίας.

Και εδώ όμως το κρίσιμο στοιχείο είναι τα περιεχόμενα, οι προσανατολισμοί. Μιλώντας με όρους ελληνικής πολιτικής ιστορίας, για τη σχέση Κέντρου – Αριστεράς, της περιόδου 1953-1956, ένας υπαρκτός χώρος εκφράστηκε και πολιτικά, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, μέσα από πρωτοβουλίες σημαντικών πολιτικά μορφών όπως του Γεωργίου Καρτάλη, Αλέξανδρου Σβώλου, Ιωάννη Πασαλίδη, του Μιλτιάδη Πορφυρογένη και οδήγησαν στα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 1954 και των βουλευτικών του 1956, όπου η Δημοκρατική Ένωση χάνει λόγω του καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος, του λεγόμενου και «τριφασικού». Σήμερα κοινός χώρος-τόπος δεν υπάρχει ή έχει κατά πολύ αδυνατήσει για λόγους πολιτικούς.

Η τάση αυτή όμως, της σύγκλισης των δυνάμεων της λεγόμενης δημοκρατικής-προοδευτικής παράταξης, μπορεί να λάβει προσανατολισμούς και περιεχόμενα που θα έχουν να κάνουν με αριστερά (ριζοσπαστικής/ανανεωτικής προέλευσης) ή κεντροαριστερά (ψευτοεκσυγχρονιστικά ή φιλελεύθερα) χαρακτηριστικά της περιόδου από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά. Μια δηλαδή «γιωργακικού» προσανατολισμού σύγκλιση. Ακούγονται διάφορα τις τελευταίες μέρες προς αυτήν την κατεύθυνση. Πρόκειται για ανταγωνιστικές και αντίθετες προοπτικές.

8. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, είχε ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα, εντός του πλαισίου των στόχων του. Κυρίως λόγω της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Τροφοδότησε τη ΝΔ και η άνοδος του τροφοδοτήθηκε από την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έγκειται στο ότι η γραμμή του πολιτικά εκπέμπει περισσότερο προς τα τμήματα του χώρου που έφυγαν την προηγούμενη περίοδο προς τη Ν.Δ. (εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, ακροκεντρώοι κλπ), παρά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό έχει να κάνει με το σημερινό στελεχικό δυναμικό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, την πορεία του, αλλά και με την κοινωνική του βάση. Η διάκριση των μερίδων του προ του 2012 ΠΑΣΟΚ δεν είναι μόνον πολιτική, αλλά και κοινωνικο/ταξική. Γι’ αυτό έχει και βάθος.

Επειδή όμως η κρίση αφορά το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και άρα το τμήμα του πάλαι-ποτέ ΠΑΣΟΚ που διέρρηξε τις σχέσεις εκπροσώπησης με τον κομματικό φορέα από το 2011-2012 και μετά, θα πρέπει ο λόγος του να αγγίξει αυτά τα τμήματα. Εκεί θα κριθεί το ζήτημα της κυριαρχίας στο χώρο της λεγόμενης δημοκρατικής-προοδευτικής παράταξης. Άρα πρέπει να φύγει από τη γραμμή αυτοδικαίωσης της επιλογής του «2010-2012» και να αναζητήσει μια άλλη προσέγγιση, στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης εκείνης της διαφοράς/σύγκρουσης, η οποία έχει επιρροή στο σήμερα. Συνεπώς και άλλη θεώρηση λχ του φαινομένου των Πλατειών το 2011, δηλαδή της λαϊκής κινητοποίησης-παρουσίας στον πολιτικό ανταγωνισμό και όχι ενοχοποίησή του όπως κάνουν διαρκώς τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Η παρουσία του Νίκου Χριστοδουλάκη ως υπεύθυνου προγράμματος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έδειχνε να παρέχει μια τέτοια δυνατότητα, καθώς ο Ν.Χ. είχε σαφώς διαφοροποιηθεί, με αρθρογραφία, συνεντεύξεις, ακόμα και συγγραφή βιβλίου (2011), στην επιλογή του μνημονίου και της τρόικα το 2010-2012, με κριτική στις κυβερνήσεις Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου, χωρίς κατά κανένα τρόπο να αμφισβητεί τον ευρωπαϊκό δρόμο της χώρας.

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μέχρι σήμερα επιλέγει να μην κινείται σ’ αυτή τη γραμμή, αλλά σ’ εκείνη της αυτοδικαίωσης. Αυτό το αποξενώνει ή πάντως το δυσκολεύει να επικοινωνήσει με παραδοσιακά του ακροατήρια. Νομίζω ότι η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, λόγω συγκεκριμένης ιστορικής διαμόρφωσης-συγκρότησης, ως τμήμα της γραφειοκρατίας του χώρου, επιλέγει την εκδοχή της συνέχειας- του ενιαίου αφηγήματος, όχι της τομής, ρήξης, ασυνέχειας, αλλά της ωρίμανσης-αντικατάστασης ρόλου και γενεών. Αυτό θέτει πολλά ζητήματα και εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Ένα παράδειγμα είναι ο δυισμός που φαίνεται να εκδηλώνεται στο λόγο περί τα εθνικά. Μια «σκλήρυνση» στο λόγου του Νίκου Ανδρουλάκη και την ίδια στιγμή μη αναπαραγωγή της γραμμής, μη συμπερίληψη στο προεκλογικό πρόγραμμα ενότητας για την εξωτερική πολιτική. Ως εκ τούτου «η σκλήρυνση της γραμμής» απέναντι στην Τουρκία δεν λαμβάνει τα χαρακτηριστικά του βάθους που απαιτεί μια αναθεώρηση της γραμμής ΠΑΣΟΚ στο θέμα αυτό από το 1996 και μετά. Άρα ανακαλείται ή τροποποιείται ή και αλλάζει εύκολα ή σχετικά εύκολα. Δεν δεσμεύει.

9. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πέραν των ιδεολογικο-πολιτικών ζητημάτων στις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια έχει και πολιτικο-οργανωτικές αδυναμίες. Στις διπλές εκλογές του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, κόμμα κυβερνητικής κλίσης και προοπτικής, κυρίαρχο εκλογικά στον αντιδεξιό χώρο. Δεν κατόρθωσε μια δεκαετία να αναπτυχθεί πολιτικο-οργανωτικά στους μαζικούς χώρους, στα συνδικάτα, στην αυτοδιοίκηση. Ουσιαστικά ένα γραφειοκρατικό κομματικό σώμα με διαφορετική ιστορικά προέλευση και διαμόρφωση, επικάθεται σε ένα κοινωνικο-εκλογικό μπλοκ διαφορετικής προέλευσης. Η συλλογική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο η εσωκομματικά συμπολιτευόμενη, όσο και η εσωκομματικά αντιπολιτευόμενη κινήθηκαν με αντιλήψεις και πρακτικές επιβολής και όχι συνδιαμόρφωσης με το ευρύτερο κοινωνικό-εκλογικό μπλοκ.

Αυτό που αποτυπώθηκε επιγραμματικά σε μια φράση ιστορικού στελέχους του χώρου σε συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ το α’ εξάμηνο του 2013, στην αρχή δηλαδή αυτού του κομματικού προτσές «Το 27 % ανήκει στο 4% και όχι το 4% στο 27%». Μια εσφαλμένη και αντιδημοκρατική αντίληψη «ελιτίστικης πρωτοπορίας». Η συνέπεια ήταν η διαπιστωμένη και επαναλαμβανόμενη δεκαετής και πλέον αδυναμία κοινωνικής και οργανωτικής γείωσης του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος μαζικού με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει στη σύγχρονη εποχή. Αυτό καταγράφεται στο εκλογικό αποτέλεσμα ιδίως στην περιφέρεια σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το οποίο με τη σειρά του καταγράφει τον αντίστροφο δυισμό μεταξύ περιφέρειας και Αττικής.

10. Η απόρριψη της συριζαϊκής αριστεράς, καταγράφεται και στην σημαντική εκλογική αποτυχία του βασικού σχήματος που αντλούσε από τη συριζαϊκή αριστερά του «2015», επικαιροποιώντας στις εκλογές του Μαΐου 2023 εκείνη την εμπειρία με το λεγόμενο «πρόγραμμα Δήμητρα» (ΜέΡΑ25-Συμμαχία για την Ρήξη), σε μια λογική καθήλωσης-παλινδρόμησης. Η συριζαϊκή αριστερά, αρνείται να μιλήσει για την χώρα, την ιστορία της και την προοπτική της. Βλέπει μόνον το επιμέρους και μόνο στη διάσταση της διανομής. Τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα, από έναν στενό οικονομισμό ή δικαιωματισμό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το σχήμα που προέρχεται από τη συριζαϊκή παράδοση, αλλά που έχει τη μικρότερη σχέση με τα credo της συριζαϊκής αριστεράς, πήγε καλύτερα στις εκλογές και κατατάσσεται στους κερδισμένους. Είναι το σχήμα Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ο λόγος της οποίας επιχειρεί να υπερβεί το συριζικό αριστερά-δεξιά, προσπαθώντας παράλληλα να υπερβεί την καθήλωση στο τραύμα του 2015, με όλες τις αδυναμίες που έχει αυτό το σχήμα και που αφορούν τη «μονοπρόσωπη» λειτουργία και πρακτική του. Έχει ίσως ένα ενδιαφέρον ότι η Πλεύση Ελευθερίας και το σχήμα Νίκη αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικά παραδείγματα δραστηριοποίησης σε σχέση με τα ΜΜΕ.

Ένα επίσης στοιχείο σε σχέση με το «εθνικό» είναι η περίπτωση της Ελληνικής Λύσης. Ένα σχήμα της συντηρητικής δεξιάς, που όμως «έπαιξε» κεντρικά το αντι-εξαρτησιακό με όρους χώρας και όχι με όρους ενός δυστυχώς ανεύρετου πανευρωπαϊκού διεθνισμού τύπου ΜέΡΑ-DIEM 25. Αυτό ήταν πολύ σαφές στο λόγο-γραμμή της Ελληνικής Λύσης από το ντιμπέιτ και μετά, στο λόγο των στελεχών στα τηλεοπτικά πάνελ, στις προεκλογικές αφίσες κλπ. Τώρα σ’ αυτές τις εκλογές παρατηρώ ότι διολισθαίνει περισσότερο σε μια πιο εθνικιστικού χαρακτήρα προσέγγιση με όρους παραδοσιακούς.

11. Τα δύο βασικά στοιχεία της κυβερνητικής εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ, που προκάλεσαν τις μαζικότερες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, δηλαδή το ασφαλιστικό (2016) και το Μακεδονικό-Πρέσπες (2018-2019), οι οποίες είχαν συνοδευτεί με έντονα απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς προς τους χιλιάδες πολίτες που διαδήλωναν (‘κίνημα της γραβάτας’, ‘μεσαιοταξίτες’ ‘κυρ Παντελήδες κλπ ή περιφερόμενος όχλος, εθνικιστές κλπ) και οι οποίες δεν αναθεωρήθηκαν την περίοδο της αντιπολίτευσης, αλλά επιβεβαιώθηκαν κομματικά, εμφανίστηκαν στην προεκλογική περίοδο, «εκδικούμενα» τους εκφραστές, είτε με τη μετωνυμία «Πρέσπες του Αιγαίου» ως επαπειλούμενη γραμμή, είτε με την επαναφορά του ασφαλιστικού στην αρχική του εκδοχή. Και συνέβαλαν στην τελική διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος.

Κεντρικό ζήτημα το εθνικό φαινόμενο

12. Τα ζητήματα αυτά, αποτελούν επιμέρους εκφράσεις- εφαρμοσμένες πολιτικές, κεντρικών θεωρήσεων της συριζαϊκής αριστεράς, σε όλες της τις εκδοχές, που απορρέουν από μια συγκεκριμένη θεώρηση του εθνικού φαινομένου, αλλά και του κοινωνικού ζητήματος στη χώρα. Μια θεώρηση, που αφορά συνολικά την κυρίαρχη εκδοχή της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς σε διεθνές επίπεδο, αλλά στη χώρα μας, λόγω των ιδιόμορφων στοιχείων της όπως κυρίαρχη-κυριαρχούμενη, μικροϊδιοκτητική κοινωνική δομή, τουρκικός επεκτατισμός, λαμβάνει ειδικότερα χαρακτηριστικά και που κατά τη γνώμη μου, εκτός από θεωρητικά εσφαλμένη είναι και ακατάλληλη για την ελληνική περίπτωση. Ζητήματα όπως το υπερταμείο που ολοκληρώθηκε με νόμο το 2016 και λειτουργεί ως μηχανισμός αποεθνικοποίησης του συνολικού οικονομικού συστήματος της χώρας και των υποδομών της ή των νόμων για τα εργασιακά του 2019 και 2021 που αποσυλλογικοποιούν το εργατικό δίκαιο και το εξατομικεύουν, θεσμοποιώντας τον εργαζόμενο ως απομονωμένο άτομο, χτυπώντας την ταξική διάσταση και κατ’ επέκταση συνείδηση, είναι πολύ σημαντικά. Επειδή όμως θεωρώ το εθνικό ως κεντρικό ζήτημα στην εξέλιξη του χώρου της συριζαϊκής αριστεράς, ή καλύτερα της επίσημης θεσμικής ή κινηματικής αριστεράς με την ευρεία έννοια από τις αρχές ή μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά θα θέσω 1-2 ζητήματα και παραδείγματα.

Το εθνικό αφορά την κύρια αντίθεση στη χώρα. Έχει να κάνει με τους όρους κίνησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στην ιστορική του εξέλιξη. Και με αυτή την έννοια η κεντρικότητα του φαινομένου και η εσφαλμένη κατά τη γνώμη μου θεώρησή του, οδηγεί τα οικοδομήματα της ελληνικής αριστεράς, κομματικά και διανοητικά και επόμενα τις μορφές και τα περιεχόμενα της πολιτικής πρακτικής σε λάθη εκ θεμελίων. Όλο το σχήμα έχει χτιστεί σε λάθος κατεύθυνση. Είναι με δυο λόγια εκτός τόπου και χρόνου. Ή είναι μόνον για συνδικαλιστικό αγώνα, ριζοσπαστικό ή μεταρρυθμιστικό.

Η θεωρία του μοντερνισμού για το έθνος που κυριάρχησε πλήρως και αποκλειστικά στους χώρους αυτούς (ανατρέποντας την παράδοση του χώρου), μια θεωρία με πολλά προβλήματα κατά τη γνώμη μου, εισαγόμενη από τα αγγλοσαξονικά κυρίως Πανεπιστήμια όπου αναπτύχθηκε κυρίως την περίοδο 1964-1989 και στα αναλυτικά σχήματα της οποίας έχει ασκηθεί διεθνώς πειστική κριτική και σε κάθε περίπτωση συνιστά ακατάλληλη θεωρία για την ελληνική περίπτωση και όχι μόνον την ελληνική, μετατρέπει την ελληνική αριστερά σε πτέρυγα του κυρίαρχου συστήματος, απολύτως ενσωματωμένη και ηγεμονευόμενη απ’ αυτό.

Δείτε ας πούμε τα σχήματα του Νίκου Σβορώνου και του Κωστή Μοσκώφ στην ιστορία ή του Γιάννη Μαρκόπουλου στη μουσική, βρίσκονται τελείως εκτός από το πλαίσιο που κινείται η συριζαϊκή αριστερά. Η θεώρηση αυτή έχει πολλές συνέπειες στην καθημερινότητα και στην πολιτική πρακτική.

Από τον θεώρηση των ελληνοτουρκικών, του τουρκικού κοινωνικού και κρατικού σχηματισμού ειδικότερα, την αδυναμία παρέμβασης στη δημόσια συζήτηση στη χώρα με αφορμή τις επετείους των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση το 2021 ή των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή το 2022, την ανιστόρητη προσπάθεια που καταντά εμμονή στην υπονόμευση της 28ης Οκτωβρίου, με το απίθανο επιχείρημα ότι «είμαστε η μόνη χώρα που εορτάζουμε την έναρξη και όχι τη λήξη του πολέμου».

Αυτό πέραν και του τυπικού σφάλματος, καθώς εορτάζεται και η 9η Μαϊου ως ημέρα λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αντιφασιστικής νίκης με νόμο ψηφισμένο ήδη από το 1999 και που ανταποκρίνεται και σε μια ιστορική αλήθεια καθώς τότε αποχωρούν οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες από εθνικό έδαφος (Κρήτη), πέραν της καταστρατήγησης του ιστορικού νόμου του Οκτωβρίου 1944 που καθιέρωσε την 28η Οκτωβρίου, αλλά και αδιαφορίας για το γεγονός των κινητοποιήσεων των δυνάμεων της εθνικής αντίστασης που ουσιαστικά την επέβαλαν μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, θέτει και πολλά άλλα ζητήματα. Σκεφτόμουνα αυτές τις μέρες και με αφορμή την είδηση του θανάτου του Γιάννη Μαρκόπουλου, έχουν άραγε τελείως λησμονήσει όλοι εκείνοι και όλες εκείνες στο ΣΥΡΙΖΑ που διακινούσαν τέτοιες ανιστόρητες θεωρίες, το Χρονικό των Μαρκόπουλου-Γεωργουσόπουλου (1970) το «1940-Πόσα χρόνια δίσεκτα» και το «1944-Ήταν ο τόπος μου» που ανεπανάληπτα τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης ;

Η θεώρηση που έχουν για το εθνικό φαινόμενο τους επηρεάζει καταλυτικά στην υποβάθμιση του ρόλου του ιμπεριαλισμού, πολιτικού-οικονομικού και πολιτισμικού, στην απόρριψη της έννοιας της εξάρτησης, το χαρακτήρα της εκπαίδευσης στα ζητήματα διαμόρφωσης εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, στη σχέση οικογένειας και έθνους όπως αναφέρεται στο Σύνταγμα και στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ το 2018 για αναθεώρηση του άρθρου 21, το ρόλο της χώρας στην Ευρώπη, μέχρι το Μακεδονικό, τη θέση για το Κυπριακό, το Αιγαίο, τη θρησκευτική μειονότητα στη Θράκη.

Η πολύ γνωστή στους παριστάμενους στην αίθουσα περιπέτεια της υποψηφιότητας της μουσουλμάνας Ρομά από το Δροσερό Ξάνθης Σουλεϊμάν Σαμπιχά στις ευρωεκλογές του 2014, που επανήλθε αυτές τις μέρες στην επικαιρότητα ή η τροπολογία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τον Οκτώβριο 2017, που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (την οποία υπερψήφισαν τότε τόσο η ΝΔ, όσο και οι ΑΝΕΛ) που έδινε τη δυνατότητα ουσιαστικά για διαφορετική δικαστική ερμηνεία της Συνθήκης της Λωζάνης ύστερα από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για το ζήτημα των λεγόμενων «τουρκικών σωματείων» και που μόνον η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίνα Κασιμάτη καταψήφισε.

Ακόμα και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα που έχει προκύψει – και το οποίο με τρόπο παλαιοκομματικό και επικίνδυνο αναπαράγει η ΝΔ- με το ζήτημα του εκλογικού αποτελέσματος στη Ροδόπη, απαντά με όρους Ψυχρού Πολέμου, δεξιάς εθνικοφρόνων κλπ, ενώ το ζήτημα αφορά τη θέση της χώρας και των πολιτών της σε έναν σύγχρονο πολυκεντρικό κόσμο, με δεδομένο τον ρόλο-πίεση του τουρκικού παράγοντα, το ζήτημα της οικονομικής υπανάπτυξης της Θράκης, που δεν υπάρχει στη σχετική συζήτηση, την ιστορική καθυστέρηση της περιοχής, αλλά και της βόρειας Ελλάδας συνολικά σε σχέση με τις δυνατότητες που έδινε η γεωπολιτική αλλαγή του 89-90, αλλά το αθηνοκεντρικό κράτος ασχολιόταν με το χρηματιστήριο και τους ολυμπιακούς αγώνες, προπαγανδίζοντας ότι «εκσυγχρόνιζε» τη χώρα, ενώ τη βύθιζε στην ιστορική υποχώρηση-καθυστέρηση, διαμορφώνοντας τους όρους για την ιστορική ήττα του 2010. Τα έλεγε στο 4ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο 1996, ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης με ανατριχιαστική προβλεπτικότητα. Σήμερα όχι μόνον δεν υπάρχει τρένο Αλεξανδρούπολη-Μπουργκάς-Οδησσός, που έλεγε τότε ο Μιχάλης ότι πρέπει να γίνει στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ισότιμης διεθνούς ενσωμάτωσης της χώρας και ανάδειξης της γεω-οικονομικής κεντρικότητάς της, για να αναφερθώ έμμεσα και στο τραγικό γεγονός του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών που αποτυπώνει την ιστορική καθυστέρηση της χώρας, αλλά δεν λειτουργεί το τρένο καθημερινά μεταξύ Κομοτηνής-Αλεξανδρούπολης. Και τα κενά, τα καλύπτουν άλλοι. Ο ρόλος των ΗΠΑ στην περιοχή είναι χαρακτηριστικός.

13. Όπως το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εμφανίζει έναν δυισμό στο εθνικό και μια μάλλον επιλογή «ρηχής» προσέγγισης, ενώ η εμβάθυνση προϋποθέτει ρήξη και ασυνέχεια με την μετά το 1996 γραμμή, έτσι και η επίκληση από τον Αλέξη Τσίπρα του Ανδρέα Παπανδρέου είναι εργαλειακή, πάντα προεκλογικού χαρακτήρα, επαναλαμβανόμενη από το 2012 και μετά και τελικά ψευδής και μετωνυμική. Για να δει κάποιος/α πώς διαμορφώνεται το θέμα της σχέσης εθνικού- κοινωνικού στην ενότητά του, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και τη θεώρηση του εθνικού-δημοκρατικού-κοινωνικού ζητήματος απέναντι στο ΔΝΤ ή τον τουρκικό επεκτατισμό, από θέσεις κυβερνητικής ευθύνης, έχει ενδιαφέρον να διαβάσει το διάγγελμα του Α.Π. στις 12-10-1985 για το πρόγραμμα οικονομικής σταθεροποίησης, όπως επίσης αξίζει να μελετηθεί και η ύστερη ανδρεϊκή περίοδος 1989-1995, όχι επιφανειακά και εύκολα.

14. Κλείνοντας. Το εθνικό, το παραγωγικό, το κοινωνικό και το δημογραφικό είναι τα κεντρικά ζητήματα. Αυτά κατανοούνται ως βαθύτερες ανάγκες, υπαρξιακού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας. Τα περιεχόμενα που δίνει ή δεν δίνει η επίσημη Αριστερά δίνουν το μεγάλο πλεονέκτημα με όρους ηγεμονίας στη Δεξιά. Το γεγονός ότι η επίσημη αριστερά εμφανίζεται ως δύναμη αυτοαναφερόμενη, χωρίς να στοχάζεται στις συγκεκριμένες ανάγκες, σε τόπο και χρόνο, την οδηγεί σε πολιτική συρρίκνωση, αποξένωση από τις λαϊκές τάξεις και σε ήττα. Είναι νομίζω ένα τέλος εποχής για μια αριστερά με αυτά τα χαρακτηριστικά. Το κενό είναι εδώ και η ανάγκη για κάτι άλλο φωνάζει. Και ας έχουμε κατά νου την κλασική φράση του Μαρξ στην Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα «Κάθε βήμα πραγματικού κινήματος, αξίζει περισσότερο από μα ντουζίνα προγράμματα».

* Ομιλία στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Δρόμος της Αριστεράς με θέμα Εκλογές 2023: Το νέο πολιτικό τοπίο και οι βαθύτερες ανάγκες

Σχόλια

Exit mobile version