Η παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον από την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος (και «εν ευθέτω χρόνω» από την πρωθυπουργία) ήταν κάτι που μεθοδευόταν από καιρό. Θα μπορούσε να ειπωθεί μάλιστα ότι είναι εντυπωσιακή η μέχρι τώρα ανθεκτικότητά του, αν ληφθεί υπόψη το ποιες και πόσες πτέρυγες του βρετανικού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου στράφηκαν σταδιακά εναντίον του. Προχθές πάντως, με την ανακοίνωση της παραίτησής του, γράφτηκε το τελευταίο –για την ώρα– κεφάλαιο της ταραχώδους πολιτικής σταδιοδρομίας του «υπηρεσιακού», πλέον, Βρετανού πρωθυπουργού. Βουλευτής των Συντηρητικών από το 2001, δήμαρχος του Λονδίνου από το 2008 ως το 2016, έπειτα υπουργός Εξωτερικών (2016-18), ο 58χρονος σήμερα Μπόρις Τζόνσον είδε τη δημοφιλία του να εκτινάσσεται όταν συμμετείχε ενεργητικά στην καμπάνια υπέρ του Brexit. Η απόπειρα «στρογγυλέματος» της απόφασης του δημοψηφίσματος τον οδήγησε στην έξοδο από την κυβέρνηση της Τερέζα Μέι, και η υπόσχεσή του ότι θα την υλοποιήσει τον επέβαλε στην ηγεσία των Συντηρητικών και στην πρωθυπουργία.

Εάν κάτι μοιάζει εξόφθαλμα επιφανειακό, έως και αστείο, στην υπόθεση της παραίτησης του Τζόνσον, είναι οι εξηγήσεις που προβάλλονται γι’ αυτήν από όλα σχεδόν τα βρετανικά και διεθνή ΜΜΕ. Ότι δηλαδή εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από κύματα αλλεπάλληλων παραιτήσεων κυβερνητικών και κομματικών στελεχών εξαιτίας σκανδάλων στα οποία αναμίχθηκε (όπως τα πάρτι στην πρωθυπουργική κατοικία εν μέσω λοκντάουν) ή τα οποία αγνόησε (όπως οι κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση κατά του Συντηρητικού Κρις Πίντσερ, τον οποίο υπουργοποίησε). Τέτοιου είδους «εξηγήσεις» μπορεί να αποτελούν βούτυρο στο ψωμί των σκανδαλοθηρικών ταμπλόιντς, αλλά όταν με ευκολία προβάλλονται και από «βαριά ονόματα» της βρετανικής δημοσιογραφίας απλά επιχειρούν να συσκοτίσουν τους πραγματικούς λόγους του νέου εμφυλιοπολεμικού επεισοδίου στους κόλπους της βρετανικής ελίτ.

Οι ευθείες βολές κατά του έως προχθές ηγέτη των Συντηρητικών ξεκίνησαν καιρό πριν, καθώς η κυβέρνησή του είχε εμπλακεί σε διελκυστίνδα με τις Βρυξέλλες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της συμφωνίας για το Brexit

Πιθανές αιτίες της εκπαραθύρωσης

Το σίγουρο είναι πως η παραίτηση Τζόνσον είναι προφανώς η κορυφή του παγόβουνου της συνεχιζόμενης συγκρουσιακής αναταραχής που χρόνια τώρα καθιστά ασταθές το βρετανικό πολιτικό σύστημα. Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι υπάρχουν πτέρυγες της βρετανικής ελίτ, κυρίως αυτές που κυριαρχούν στο Σίτι, οι οποίες έχουν ισχύ και επιρροή πολύ σημαντικότερη από την «ονομαστική» ισχύ της Βρετανίας στο διεθνές γίγνεσθαι. Αντίθετα, ήδη από την εποχή της Θάτσερ, οι εκπρόσωποι του βιομηχανικού κεφαλαίου της Βρετανίας (ικανό τμήμα των οποίων υποστήριξε το Brexit) έχουν μπει σε καθοδική πορεία – κι αυτή είναι μια αντίθεση που ήδη από τη δεκαετία του 1980 ταλανίζει το στρατόπεδο των Συντηρητικών, ιδίως όσον αφορά το βαθμό «σύγκλισης» με τα σχέδια της λεγόμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η αντίθεση αυτή εκφράστηκε ανοιχτά πριν και μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, διχάζοντας λιγότερο τη βάση και περισσότερο την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος. Και φτάνει σήμερα να εκδηλώνεται εκ νέου με την «υπό όρους» εκπαραθύρωση του Τζόνσον, πιθανά στα πλαίσια αναζήτησης μιας νέας ισορροπίας, με καθοριστικό τον ρόλο του πανίσχυρου Σίτι. Οι ευθείες βολές κατά του έως προχθές ηγέτη των Συντηρητικών, πρώτα-πρώτα μέσα από το ίδιο του το κόμμα, ξεκίνησαν καιρό πριν, καθώς η κυβέρνησή του είχε εμπλακεί σε διελκυστίνδα με τις Βρυξέλλες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της συμφωνίας για το Brexit. Και εντάθηκαν καθώς η ευρωβρετανική αντιπαράθεση χρωματιζόταν από τη διαρκή προσπάθεια του Λονδίνου να διεισδύσει με πολλούς τρόπους (όχι μόνο οικονομικούς, αλλά και διπλωματικούς και στρατιωτικούς), για λογαριασμό και της Ουάσιγκτον, σε χωράφια που διεκδικεί το Βερολίνο: από την Πολωνία ως τη Βαλτική κι ακόμη βορειότερα. Αυτή η «αντιγερμανική» τροχιά του Τζόνσον συνάντησε αντίθεση από ισχυρές πτέρυγες της βρετανικής ελίτ, σε μεγάλο βαθμό ταυτόσημες με αυτές που είχαν επιχειρήσει να ακυρώσουν (ή στην καλύτερη περίπτωση να αλλοιώσουν) τη σαφή εντολή του επάρατου δημοψηφίσματος του 2016.

Σκίτσο του Tom Bachtell

Πρόσθετοι λόγοι για την «έξοδο» του Τζόνσον

Μια ακόμη συμπληρωματική των παραπάνω εξήγηση για την εκπαραθύρωση του Τζόνσον θα μπορούσε να σχετίζεται με τους ενισχυόμενους κλυδωνισμούς που αντιμετωπίζει η προεδρία του Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Το διαφαινόμενο περαιτέρω αδυνάτισμα του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος –ιδίως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία– συνεργαζόταν αρμονικά με τον Συντηρητικό Τζόνσον για την επιβολή μιας σκληρής αγγλοσαξονικής γραμμής στη Γηραιά Ήπειρο, ίσως συνέβαλε στον τρέχοντα εσωτερικό πολιτικό αναδασμό.

Προειδοποιητικό καμπανάκι χτύπησε, εξάλλου, και η ανακοίνωση της σκοτσέζικης κυβέρνησης στις 28 Ιουνίου, δηλαδή λίγες μέρες πριν κορυφωθεί η βρετανική κυβερνητική κρίση, ότι θα επιδιώξει νέο δημοψήφισμα για την απόσχιση από το Ηνωμένο Βασίλειο, ανακοινώνοντας μάλιστα και την ημερομηνία: 19 Οκτωβρίου 2023. Η ανακοίνωση αυτή, την οποία απέρριψε και καταδίκασε ο Τζόνσον, αυξάνει την πίεση προς το βρετανικό κατεστημένο για μια νέα «διευθέτηση» των αντιφάσεών του, προκειμένου να αποφύγει την ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων.

Τέλος, έπαιξε ρόλο και η αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεγάλου τμήματος των λαϊκών στρωμάτων, που εκδηλώθηκε καταρχήν εναντίον του τρόπου διαχείρισης της πανδημίας, και κλιμακώθηκε εξαιτίας της ακρίβειας και άλλων επιπτώσεων της κρίσης, οι οποίες παροξύνθηκαν λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Είναι χαρακτηριστικός από αυτήν την άποψη ο πολλαπλασιασμός των μαζικών απεργιών σε σημαντικούς κλάδους (σιδηροδρομικοί, υγειονομικοί κ.ά.), με αποκορύφωμα την πρόσφατη επιβλητική διαδήλωση των εργατικών συνδικάτων στο Λονδίνο και το κλίμα που έχει διαμορφωθεί υπέρ της συνέχισης των αντικυβερνητικών κινητοποιήσεων.


Τι μέλλει γενέσθαι;

Ακόμη είναι ασαφές για πόσο θα παραμείνει «υπηρεσιακός» πρωθυπουργός ο Μπόρις Τζόνσον. Έχει εκδηλώσει την πρόθεση να κρατήσει το τιμόνι μέχρι το φθινόπωρο αλλά, έτσι όπως τρέχουν οι εξελίξεις, αυτό το όριο φαίνεται επικίνδυνα μακρινό στους αντιπάλους του. Είναι πιθανό να επιδιωχθεί ένα «μεταβατικό» σχήμα υπό τον Ντόμινικ Ράαμπ, νυν αναπληρωτή πρωθυπουργό και υπουργό Δικαιοσύνης. Την ίδια στιγμή, ουρά κάνουν οι υποψήφιοι για την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος. Επικρατέστεροι μέχρι στιγμής θεωρούνται: ο ινδικής καταγωγής Ρίσι Σούνακ (παραιτηθείς υπουργός Οικονομικών), η Πένι Μόρντοντ (πρώην υπουργός Άμυνας), ο νυν υπουργός Άμυνας Μπεν Γουάλας, η υπουργός Εξωτερικών Λιζ Τρας, ο «μετριοπαθής» Τζέρεμι Χαντ (που είχε ηττηθεί από τον Τζόνσον στις εσωκομματικές εκλογές του 2019), o πακιστανικής καταγωγής Σάτζιντ Τζαβίντ (παραιτηθείς υπουργός Υγείας), ο ιρακινής καταγωγής Ναντίμ Ζαχάουι (υπουργός Οικονομικών στη θέση του παραιτηθέντος Σούνακ) κ.ά.

Οπωσδήποτε, θα είναι δύσκολη η επιχείρηση πολιτικού αναδασμού, και δεν πρέπει να θεωρείται επικείμενη η ανεύρεση μιας νέας ισορροπίας στους κόλπους του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, αλλά και γενικότερα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Αντίθετα, το πιθανότερο είναι να ανακύψουν νέες εντάσεις και ανταγωνισμοί που θα βαθύνουν την βρετανική ενδόρρηξη, δεδομένης και μιας κοινωνικής δυσαρέσκειας που εδώ και χρόνια εκφράζεται με αντιφατικούς τρόπους. Στις παρενέργειες της τρέχουσας κρίσης πρέπει να σημειωθεί και η αναθέρμανση των ελπίδων της σημερινής ηγεσίας του απαξιωμένου (και απαλλαγμένου από τον «ακραίο» Τζέρεμι Κόρμπιν) Εργατικού Κόμματος. Ο επικεφαλής του Κιρ Στάρμερ, φανατικός οπαδός του ΝΑΤΟ, προσδοκά κέρδη από τον Συντηρητικό εμφύλιο. Για να δρέψει όμως τους καρπούς θα πρέπει να υπερνικήσει την πλατιά διαδεδομένη σε λαϊκά στρώματα πεποίθηση ότι είναι ένας ψυχρός υπηρέτης των ελίτ με «εργατική» προβιά…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!