Αρχική πολιτική Τον δρόμο τον ανοίγεις περπατώντας

Τον δρόμο τον ανοίγεις περπατώντας

Πάρτε μέρος στο Ανοιχτό Πανελλαδικό Σώμα της ΚΟΕ

Στις 11-12 Μαρτίου θα ολοκληρωθούν οι διαδικασίες στην Αθήνα

Ολοκληρώνονται μέσα στις επόμενες μέρες οι συζητήσεις και οι διαδικασίες της ΚΟΕ για το Ανοιχτό Πανελλαδικό Σώμα που θα διεξαχθεί στις 11-12 Μαρτίου, στην Αθήνα. Όλη η συζήτηση αλλά και οι αποφάσεις του σώματος θα παρθούν μέσα σε ένα ιδιαίτερο πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον. Η χώρα βυθίζεται πιο βαθιά στο καθεστώς της αποικίας χρέους και ο γεωπολιτικός ορίζοντας συννεφιάζει, ενώ μεγάλες αλλαγές σημειώνονται σε παγκόσμια κλίμακα.

Η ΚΟΕ φιλοδοξεί να προχωρήσει σε μια διαδικασία που να μην χαρακτηρίζεται από «αυτοαναφορικότητα» και εσωστρέφεια. Σκοπεύει έτσι να οργανώσει μια ανοιχτή συζήτηση που να ακουμπά τους προβληματισμούς ευρύτερου κόσμου, ο οποίος πασχίζει για έναν σύγχρονο προσανατολισμό μπροστά στα νέα δεδομένα.

Η ΚΟΕ καλεί όποιον ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει και να πάρει μέρος στο Ανοιχτό Πανελλαδικό Σώμα να στείλει τα στοιχεία επικοινωνίας του και την ηλεκτρονική του διεύθυνση στο dialogos@koel.gr ή να επικοινωνήσει στο τηλέφωνο 210-3845870.

 

Ακολουθούν δύο κείμενα για τις υπερβάσεις που είναι σήμερα αναγκαίες προκειμένου να χαραχθεί ένας νέος και ελπιδοφόρος δρόμος.

Κείμενα: Γιώργος Παπαϊωάννου, Νίκος Ταυρής

17022032_10155064039700908_3111438622637195476_n

 

Στο δικό μας χέρι…

Πέρα από την ανάθεση και τις ευκολίες

 

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι τα πράγματα διαρκώς θα χειροτερεύουν. Και είναι επίσης δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων ζουν σε αυτή τη χώρα το γνωρίζει καλά. Βιωματικά και με παρατήρηση, τα ζόρια κάθε είδους αυξάνονται και οι αυταπάτες είναι πια δύσκολο να παγιδεύουν. Πολλές οι «ψυχούλες» των ανθρώπων. Όπως το γενικό σκηνικό, ούτε και αυτές έχουν ισορροπήσει. Από τη μοιρολατρία τού «δεν υπάρχει σωτηρία» μέχρι την ηθελημένη λοβοτομή τού «δε θέλω να βλέπω ειδήσεις». Από την αδιαφορία του «εγώ τη δουλίτσα μου» και τον κυνισμό τού «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε» μέχρι την προετοιμασία μιας ολότελα διαφορετικής προοπτικής τύπου «φύγαμε για έξω». Σε γενικές γραμμές, είναι η καθήλωση και η παθητικότητα που χαρακτηρίζουν την τωρινή περίοδο. Όχι ότι δεν υπάρχει σκέψη, αναζήτηση, ανησυχία, ευαισθησίες αλλά και δράση χιλιάδων ανθρώπων. Αυτά όμως παραμένουν σε πιο μοριακό επίπεδο, πιο διάχυτα και σκορπισμένα, σε μη εμφανή σύνδεση με την ανάγκη να δοθεί μια διέξοδος για τη χώρα. Και κυρίως, με λιγότερα δυναμικά και καύσιμα ελπίδας από ό,τι λίγα χρόνια πριν.

Αν κάτι μπορεί να σταματήσει αυτή την πορεία δεν είναι ούτε η αφηρημένη επίκληση στο να αλλάξει ο καθένας μας ατομική στάση, ούτε το φάρμακο για πάσα νόσο δηλαδή οι «αγώνες» γενικώς κι αορίστως. Η μαγική λέξη είναι η υπέρβαση και το πεδίο που θα αναζητηθεί το πολιτικό. (Με την έννοια που δώσαμε και στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου). Μόνο εδώ μπορούν να δοκιμαστούν επιλογές, αναλογιζόμενοι μάλιστα και τον επείγοντα χαρακτήρα των προβλημάτων. Η συνείδηση της αδύναμης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα, θα πρέπει να δημιουργήσει την πεποίθηση ότι το όποιο φρένο, σωτηρία, διέξοδος κ.ό.κ. είναι αποκλειστικά στο δικό μας χέρι. Η ανάθεση σε κάποια από τις εκδοχές του πολιτικού συστήματος είναι συνταγή αποτυχίας.

 

Μια σημαντική παρακαταθήκη

Ας θυμηθούμε τον κύκλο της προηγούμενης περιόδου από τη σκοπιά της κοινωνίας και του αγωνιζόμενου λαού και τις διαδοχικές φάσεις του: Γενικές απεργίες, Πλατείες και ανάδειξη ενός μαζικού και γνήσιου λαϊκού ριζοσπαστισμού που έβαζε τη σφραγίδα του στις πολιτικές εξελίξεις. Αναζήτηση πολιτικής αλλαγής και στήριξη της ελπίδας σε ένα κόμμα της αριστεράς. Κυριαρχία ενός πνεύματος ανάθεσης και αναμονή της εκλογικής νίκης. Ευφορία ότι οι αγώνες έπιασαν τόπο και ότι κάτι επιτέλους θα αλλάξει. ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, αποφασιστικότητα και στήριξη της κυβέρνησης στο βαθμό που αυτή έδειχνε ότι συγκρούεται με το διεθνές κατεστημένο. Αμηχανία και αγωνία όταν άρχισαν οι πρώτοι μεγάλοι συμβιβασμοί. Πίστωση χρόνου με τη συνείδηση ότι τα πράγματα είναι δύσκολα, οριακά και ότι το ιερατείο της Ε.Ε τεντώνει το σκοινί. Πάγωμα με το εμφανές πέρασμα της κυβέρνησης στο αντίπαλο στρατόπεδο μαζί με διατήρηση κάποιων αυταπατών ότι κάτι έστω και ελάχιστα διαφορετικό από τους προηγούμενους θα προωθηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Σήμερα, ελάχιστοι πια ελπίζουν ότι κάποιοι από το υπαρκτό πολιτικό προσωπικό της χώρας μπορούν να σταματήσουν την καταστροφή και να ανοίξουν άλλους δρόμους.

Δεν είναι μικρή όλη αυτή η πείρα. Και αν εδώ την υπενθυμίζουμε, είναι για να εκτιμήσουμε στις χοντρές γραμμές τους συνειδητούς όρους με τους οποίους θα υπάρξουμε στο νέο κύκλο. Στο πως εμείς θα συναντήσουμε και θα εμπλακούμε με τις διαμορφούμενες τάσεις της νέας αυτής περιόδου. Το ερώτημα όμως παραμένει: Τι πρέπει ν’ αλλάξει στη σκέψη και τη δράση του λεγόμενου «λαϊκού παράγοντα» στον τρόπο με τον οποίο αυτός επηρεάζει και καταγράφεται στις εξελίξεις; Ποιες είναι οι αναγκαίες υπερβάσεις;

 

 

Βαθιές, πολλαπλές, αναγκαίες υπερβάσεις

Για μια ολότελα διαφορετική ματιά σε ανοιχτά και φλέγοντα ζητήματα

 

Το πρώτο και βασικό είναι η πεποίθηση ότι αυτό που χρειάζεται να οικοδομηθεί είναι ένα πολιτικό κίνημα. Μια νέα μορφή αναφοράς, ριζοσπαστισμού, αγώνα, ζυμώσεων και συνευρέσεων. Όχι ένα ακόμα κόμμα για να μπει στη Bουλή, όχι μια συσπείρωση της Aριστεράς που παρέμεινε αγωνιστική και δεν ξεπουλήθηκε, όχι ένα μέτωπο στη βάση μιας πλατφόρμας που κάποια επιτελεία έχουν συμφωνήσει και διακηρύξει. Δεν μπορούμε όμως και να επενδύουμε αποκλειστικά στην ανακάλυψη κάποιων μετώπων δράσης ή κινηματικών μαχών. Ειδικά όταν αυτές δίνονται με έναν τρόπο παρωχημένο, συνδικαλιστικό, ακτιβίστικο. Ούτε να μένουμε στο «κάτι κάνει ο καθένας» ή κάθε συλλογικότητα, ο κάθε χώρος και ότι κάπως μέσα απ’ όλα αυτά κάτι καλύτερο θα προκύψει.

Μια διπλή αντίληψη πρέπει λοιπόν να αποφευχθεί: Πρώτα, η υποτίμηση του πραγματικού κινήματος. Η αδιαφορία για αγώνες και για χώρους και η εστίαση στο «κεντρικό πολιτικό». Υποτίμηση βέβαια μπορεί κάλλιστα να σημαίνει και μια σκέτη μαχητικότητα ή οι επαναστατικές δηλώσεις για ανατροπές και αγώνες. Δεύτερον, ένας αυθορμητισμός που αναμένει καλύτερες μέρες μόνο μέσα από κάποιες επιμέρους μάχες που μπορεί να έρθουν ή να μην έρθουν. Σε αυτή την περίπτωση, η χρεοκοπία της πολιτικής τύπου ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε στην άρνηση κάθε τύπου πολιτικής παρέμβασης, πράγμα που όμως που δεν οδηγεί πουθενά.

 

Σχηματοποιήσεις και προτεραιότητες

Απαιτείται μια ολότελα διαφορετική ματιά περί συμμετοχής, σεβασμού και δημοκρατίας. Καμιά διεργασία που δεν θα αναγνωρίζει αυτές τις απαιτήσεις, που δεν θα αντιλαμβάνεται την πολλαπλή δύναμη που αυτές προσφέρουν, δεν πρόκειται να έχει αποτέλεσμα. Δεν έχουμε ανάγκη μικρόκοσμους (επαναστατικούς ή μη), στρατηγούς δίχως στρατούς (ούτε στρατούς γενικότερα), ιδρύσεις φορέων (πόσο μάλλον επικοινωνιακές). Πρέπει να ανοιχτούν χώροι συνεύρεσης, διαφορετικών προελεύσεων, φυσιογνωμίας και συνηθειών. Εδώ δεν χωρούν εγκεφαλικές σχηματοποιήσεις, ούτε άγχος για μορφές, σύμβολα και σφραγίδες. Αυτό που προέχει είναι η ζωντανή και ενεργός συμμετοχή και κυρίως ένας τρόπος που να αποδέχεται και να εγκολπώνει τους διαφορετικούς βαθμούς και τα ποικίλα πεδία συμβολής κάθε συλλογικότητας ή ανθρώπου. Άλλωστε, μετά και την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ βρισκόμαστε σε μια φάση στρατηγικού πλουραλισμού. Η ανοιχτότητα, η ευρύτητα πνεύματος, η ειλικρίνεια, η διάθεση δοκιμασίας, ο αμοιβαίος σεβασμός σε αντιπαράθεση με τον ξερολισμό, τον ακραίο υποκειμενισμό, την ανετιά ή το ψώνιο του αριστερού, δεν είναι κάποιες απολίτικες επικλήσεις αλλά ιδεολογικά, φυσιογνωμικά στοιχεία της όποιας νέας προσπάθειας.

Δεν διαλέγουμε τους εχθρούς μας, δεν βάζουμε μόνοι μας τα μέτωπα και τα επίδικα της αντιπαράθεσης, δεν έχουμε την πολυτέλεια να ξεχάσουμε ή να καθυστερήσουμε. Εκ των πραγμάτων, χρειάζεται ν’ αποδεχτούμε κάποιες προτεραιότητες και ιεραρχήσεις. Αυτά που θα καθορίσουν την πορεία της χώρας οφείλουν να τεθούν στο επίκεντρο της δραστηριότητάς μας. Χρειαζόμαστε δηλαδή πολιτικές ουσίας, προσανατολιστικές ιδέες και κατευθύνσεις μεγάλης εμβέλειας. Είναι τέτοια η τάξη του προβλήματος που δεν επιτρέπει να κοιτάμε το δέντρο και όχι το δάσος. Ούτε μπορούμε να στεκόμαστε σε «ιδεολογικές στέγες» χωρίς να εμπλεκόμαστε με τα σύγχρονα ζητήματα που απαιτούν προτάσεις και επιλύσεις. Στην πραγματικότητα, είναι αυτές που θα ορίσουν τις νέες ιδεολογικές και πολιτικές διαιρέσεις –να μην τις φοβηθούμε– και όχι οι καταγραφές του παρελθόντος ή το «είσαι ό,τι δηλώσεις». Αν για παράδειγμα μια Αριστερά επιμένει να μην αναγνωρίζει ή να αξιολογεί την κρισιμότητα του εθνικού ζητήματος στη χώρα μας, είναι ένα ερώτημα για το ποια είναι η «χρησιμότητά» της. Αν πάλι μια άλλη Αριστερά την αναγνωρίζει αλλά δεν αναρωτιέται με ποιον τρόπο τα υποκείμενα κατακτούν τις θέσεις τους, συμμετέχουν και διεξάγουν τον πολιτικό αγώνα στο 2017, πάλι υπάρχει πρόβλημα.

Είναι σήμερα πολλά τα ανοιχτά ζητήματα τα οποία απαιτούν μελέτη και στάση. Ο λαϊκισμός  και ο αντιλαϊκισμός, οι νέες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και συμμαχίες, το ζήτημα του πολέμου, ο χαρακτήρας της κυριαρχίας μέσα σε συνθήκες διεθνοποίησης, ο ευρωπαϊσμός και η εξέλιξή του, η κρατικότητα και οι αγορές, οι χώρες και η αυτοδύναμη ανάπτυξη, η σχέση της παραγωγής στη νέα οικονομία, οι νέες τεχνολογίες, το μεταδημοκρατικό καθεστώς, οι τρόποι εκδήλωσης και έκφρασης των κινημάτων, η πολιτική και ο χαρακτήρας της αντιπροσώπευσης, το εθνικό γεγονός και οι νέες ταυτότητες, τα ανθρωπολογικά πρότυπα, η σχέση του συλλογικού με το ατομικό, η μετανάστευση και οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες και πάρα πολλά ακόμη. Φιλοσοφικά, θεωρητικά, ιδεολογικά, πολιτικά, κινηματικά –αν και αυτά δεν διαχωρίζονται ακριβώς– υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει. Εκτός αν κάποιοι πιστεύουν ότι οι απαντήσεις είναι κάπου γραμμένες, επαρκείς και πρέπει απλά να φωναχτούν δυνατότερα. Μια υπέρβαση λοιπόν θα ήταν να αναγνωρίσουμε αυτά τα κενά και να σκύψουμε πιο σοβαρά και πιο βαθιά στα δύσκολα αυτά θέματα.

Σχόλια

Exit mobile version