Η κυρά-Στέλλα, υπολογίζει πως είναι κοντά στα ογδόντα.

Πάνω από εξήντα χρόνια στο μεροκάματο, στις Σέρρες. Πότε να πλένει σκάλες, πότε στις λάντζες σε ταβέρνες, πότε να βελονιάζει καπνά, πότε στη μαναβική, ότι τύχαινε.

Γιατί τα δυο παιδιά έπρεπε να πάνε να σπουδάσουν, να πάρουν ένα «χαρτί», να ξεφύγουν, να ζήσουν καλύτερα. Και το μεροκάματο από τα λαχεία του Κώστα, ίσα που έφτανε για το φαγητό, τη γιαγιά και το σακατεμένο κομμουνιστή παππού, πρόσφυγες και οι δυο από «απέναντι».

Δουλειά-δουλεία. Και όταν το κορμί το τσάκιζε η βιοπάλη, κορτιζόνη με το κουτάλι, γιατί οι ανάγκες ήταν πολλές και έπρεπε να τις φέρει βόλτα. Τσακίστηκε.

Το σπιτάκι πήγαινε για πλειστηριασμό, χτυπά και ο καρκίνος τον κυρ-Κώστα, τα μαζεύει και κατεβαίνει στην Αθήνα. Ένα σπιτάκι 50 τ.μ. στη Κυψέλη, όλα τα χαΐρια της ζωής της. Πάει ο Κώστας της, μόνη της τώρα, με τα κόκκαλα φαγωμένα από την κορτιζόνη, τα χέρια και τα γόνατα σακατεμένα και μια «σύνταξη χηρείας» γύρω στα 500 ευρώ να πορευτεί. Για δικιά της σύνταξη, ούτε λόγος. Ποια ένσημα, πότε είχε ασφάλιση ο αναγκεμένος.

Σαν ήρθε το ΕΚΑΣ, αναθάρρεψε η γιαγιά:

– Τώρα κάτι θα βάζω στην άκρια, για τα εγγόνια και για μια ώρα ανάγκης.

Κι’ ας ήξερε καλά  από κοριτσάκι, πως όλες οι ώρες της, ήταν «ώρες ανάγκης». Πολύ γρήγορα, τα χέρια αρνιόταν να πιάσουν την κατσαρόλα, ακόμα και ν’ ανάψουν το καντήλι και τα πόδια αρνιόταν να πάνε ίσαμε τα λουλουδάκια του μπαλκονιού.

Και τώρα; Τώρα, «οίκος ευγηρίας», αλλά σύνταξη, επικουρικό και ΕΚΑΣ, όλα 523 ευρώ, που να πας;

Πάει κοψοχρονιά, το σπιτάκι της Κυψέλης.

– Να το δώσετε σ’ αυτά τα παιδιά από την Ουκρανία. Παλεύουν κι’ αυτοί.

Πρόσφυγες κι’ αυτοί σα τη γιαγιά σου, Κατερίνα. Να τους αφήσεις και τα πράγματα του σπιτιού. Θα τα έχουν ανάγκη. Να δώσεις, Κατερίνα, κάτι και στην Ιφιγένεια, τη διπλανή, που ερχόταν και μου έκανε παρέα. Το σερβίτσιο το παλιό, να της δώσεις.

Πάει το σπιτάκι, έτσι σχεδόν τζάμπα, γιατί ο «οίκος ευγηρίας» είναι ιδιωτική πρωτοβουλία και δε λογαριάζει τίποτα. Απλά θέλει 1.050 ευρώ το μήνα.

– Μη στεναχωριέστε, φτάνουν για 4-5 χρόνια. Εγώ παρακαλώ το Θεό, να με πάρει νωρίτερα.

Κάθε μήνα, ρωτά με αγωνία:

– Μπήκε η σύνταξη;

Τούτη τη φορά, ρώτησε χαμογελαστή:

– Μήπως μου έκαναν την αύξηση που έλεγε ο Τσίπρας για τους φτωχούς;

Δεν της είπαμε τίποτα για περικοπές. Έπαιρνε 35 ευρώ ΕΚΑΣ, και παραμονές Χριστουγέννων του 2018, της έκοψαν τα 23. Στην κυρά-Στέλλα και σε χιλιάδες άλλες κυρά-Στέλλες.

Μου ήρθε στο νου ο Κοντομηνάς, που έφαγε 90 εκατομμύρια από το δημόσιο και διαγράφτηκε «η οφειλή», γιατί λέει δεν πρόλαβαν να τον ελέγξουν και πέρασε η πενταετία.  Ενενήντα εκατομμύρια, τα διαίρεσα με τα 23 ευρώ της κυρά-Στέλλας και είδα πως αν «προλάβαιναν», θα μπορούσε να μη κόψουν τα 23 ευρώ, σε 3.913.043 κυρά-Στέλλες.

Αν ο απίθανος κύριος Ευκλείδης, έβαζε την ομάδα του να ψάξει τον Κοντομηνά και όχι το πώς οι γέροντες συνταξιούχοι «θα τεθούν εκτός συστήματος με φυσικό τρόπο», θα συμφωνούσα μαζί του:

– Ναι. Ζούμε σε συναρπαστικούς καιρούς!

Θα ήθελα και να τον ρωτήσω:

Ποιόν είχες στο μυαλό σου, όταν συγκινημένος έλεγες:

«Δυσκολεύτηκα τσαλακώθηκα αλλά δεν με ενοχλεί που είμαι ο μακροβιότερος μνημονιακός υπουργός. Θα με ενοχλούσε αν μαζί με την διαπραγματευτική ομάδα, δεν είχαμε πάντα στο μπροστινό μέρος κεφαλιού μας τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων». Την κάθε κυρά-Στέλλα είχες, ή τον κάθε Κοντομηνά;

Θα ήθελα να πω κάτι και στον Αλέξη:

Το αφήγημα σου ότι «η κοινωνία βγήκε όρθια από την κρίση», γκρεμίστηκε ξανά, με πάταγο. Γιατί ποτέ η κοινωνία δε θα σταθεί «όρθια», όσο η «κυρά-Στέλλα» θα παρακαλά γονατιστή το Θεό να «τεθεί εκτός συστήματος» όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!