Η πανδημία στην αρχή και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση, ισχυρίζομαι εδώ και πολύ καιρό, ότι λειτουργούν ως ένα μεγάλο πέπλο που καλύπτει όλες τις συνεχιζόμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πιστή στις αντιλήψεις αυτού που ονομάζεται γενικά «νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα», προχώρησε χωρίς κανέναν ενδοιασμό στην απρόσκοπτη συνέχιση των «μεταρρυθμίσεων» που ορίζονταν από τα μνημονιακά προγράμματα, ολοκληρώνοντας (σχεδόν) ό,τι είχαν δρομολογήσει και εφαρμόσει όλες οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις.

Αιχμή του δόρατος οι συνεχιζόμενες ιδιωτικοποιήσεις, ενώ παράλληλα όλοι οι ψηφισθέντες νόμοι εντάσσονται στην υποστήριξη αυτού που ονομάζεται «ελεύθερη αγορά». Όλες οι αγορές που απαρτίζουν το μακροοικονομικό σύστημα της χώρας –εργασίας, αγαθών και επενδύσεων, χρήματος και κεφαλαίων– διέπονται πλέον από τη λογική των νεοκλασικών οικονομικών. Είναι κατανοητό ότι το καθοριστικό σημείο που πραγματικά οδηγεί στην πλήρη εφαρμογή του συγκεκριμένου υποδείγματος είναι οι «μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας. Τίποτε δεν μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο αυτού του υποδείγματος αν δεν «προσαρμοστεί» η αγορά εργασίας στις απαιτήσεις του. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη ουσιαστικά οδήγησε την αγορά εργασίας σε αυτό το πλαίσιο. 

ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ του νομοσχεδίου διαμόρφωσαν ένα νέο εργασιακό υπόδειγμα, όπου το ατομικό κυριαρχεί, προκαλώντας αρνητικές συνέπειες στην παροχή θεσμικής προστασίας του συλλογικού εργατικού δικαίου (σύμβαση και διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων), στην άσκηση των δικαιωμάτων (απεργία) και στην αυτονομία των συνδικάτων.

Αλλάζουν και ανατρέπουν όλες τις ισχύουσες μέχρι σήμερα παραμέτρους που προσδιορίζουν τα βασικά στοιχεία της εξαρτημένης εργασίας. Χρόνος, μισθοί-αμοιβές, χώρος και τρόπος προσφοράς της εργασίας (τηλεργασία), καθώς και το είδος της ευέλικτης παρεχόμενης εργασίας. Είναι φανερό ότι η όλη προσπάθεια κατατείνει στη συντριβή της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων που μόνο μέσω της συλλογικής έκφρασης μπορεί να έχει αποτέλεσμα στην αντιπαράθεση-σύγκρουση με τις επιχειρηματικές ομάδες.

Τα αποτελέσματα είναι εμφανή στο ύψος των αμοιβών της εργασίας, το οποίο όχι μόνο είναι χαμηλό λόγω των προηγουμένων μνημονιακών ρυθμίσεων αλλά και συγκρινόμενα με την αύξηση της παραγωγικότητας, του πληθωρισμού και τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Παραθέτω τον παρακάτω πίνακα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Αυτή η υποαμοιβόμενη εργασία συμβάλλει στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας αλλά και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων ως προς την τιμή. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (Έκθεση του Διοικητή για το 2021, σ.145: «Ο ευρύτερος δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι κατέγραψε σημαντική υποχώρηση (βελτίωση) κατά 6,3% στην Ελλάδα το 2021, έναντι αύξησής του (επιδείνωσης) το 2020 κατά 4,6%. Η υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ (7,8%, έναντι 4,2%) και με άλλους εταίρους αντέστρεψε την απώλεια ανταγωνιστικότητας του προηγούμενου έτους. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα υποχώρησε σημαντικά, ενώ στους κυριότερους εμπορικούς της εταίρους αυξήθηκε (+0,8%)».

Παράλληλα με τον τρόπο αυτό υπερακοντίζονται τα επιχειρηματικά κέρδη (όπως παραπάνω σ. 139).

Ενώ αυτά συμβαίνουν, παράλληλα οι εξελίξεις στα υπόλοιπα μακροοικονομικά μεγέθη (ρυθμός μεγέθυνσης ΑΕΠ, ΑΣΠΚ, Ισοζύγιο τρεχουσών) σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν να αποδοθούν μονομερώς στις θεσμικές αλλαγές που έχει εφαρμόσει η κυβέρνηση και για τις οποίες καυχάται. Τούτο διότι, λόγω της πανδημίας αλλά και της ενεργειακής κρίσης, ασκείται (και σε ευρωπαϊκό επίπεδο) μια έντονη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική (πάνω από 45 δισ. ευρώ) η οποία έχει συμβάλει τα μάλα στη μεγέθυνση του ΑΕΠ και στη διατήρηση των (έστω κακοπληρωμένων) θέσεων εργασίας. Η λογική της δημοσιονομικής επεκτατικής πολιτικής απέχει παρασάγγας από τη λογική του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος όπως είναι γνωστό. Παράλληλα υποκρύπτει σε μεγάλο βαθμό τις πραγματικές επιδράσεις των «νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων» στην οικονομία. Υπάρχει κανένας που μπορεί να ισχυριστεί ότι ο ιδιωτικός τομέας –σε κατάσταση κανονικότητας– θα διοχέτευε στην οικονομία ένα παρόμοιο ύψος πόρων όπως αυτό που διοχετεύτηκε μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής;

Η σταδιακή απόσυρση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στο προσεχές μέλλον, λόγω των γνωστών δημοσιονομικών περιορισμών και η επιστροφή σε μια περισσότερο «νεοφιλελεύθερη κανονικότητα» με αναφορά μόνο στον ιδιωτικό τομέα στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία θα δείξει αυτό που πραγματικά συμβαίνει

Η ΕΠΙΔΟΜΑΤΙΚΗ πολιτική μπορεί να είναι ξένη στη νεοφιλελεύθερη λογική –εκτός των ακραίων περιπτώσεων φτώχειας– αλλά σε περιόδους κρίσεων, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιείται, προφανώς, πρωτίστως υπέρ της στήριξης των επιχειρηματικών συμφερόντων και δευτερευόντως υπέρ των εργαζομένων των οποίων όμως, η αμοιβή εργασίας υπαμείβεται και το θεσμικό πλαίσιο προστασίας έχει αποσαρθρωθεί.

Η σταδιακή απόσυρση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στο προσεχές μέλλον, λόγω των γνωστών δημοσιονομικών περιορισμών (κυρίως του υψηλού δημοσίου χρέους) και η επιστροφή σε μια περισσότερο «νεοφιλελεύθερη κανονικότητα» με αναφορά μόνο στον ιδιωτικό τομέα στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία θα αποσύρει το σημερινό πέπλο των μέτρων που οφείλονται στην πανδημία και στην ενεργειακή κρίση και θα δείξει αυτό που πραγματικά συμβαίνει.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ, η ουσία βρίσκεται στο οικονομικό υπόδειγμα που έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα, και όχι αν οι επιδοτήσεις θα μπορούσαν να είναι περισσότερες ή να είχαν κατανεμηθεί σωστότερα. Μια οικονομία χωρίς αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, χωρίς την εγκατάσταση στο επίκεντρο της συζήτησης της δημόσιας σφαίρας που θα συμπεριλαμβάνει τα κοινωνικά αγαθά, αλλά δημόσιες συμπεριφορές σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, δεν μπορεί να λειτουργεί υπέρ της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!