Γράφει η Αλεξάνδρα Πολιτάκη*

Σύνορα-διέλευση-κυριαρχία. Το τρίπτυχο αυτό αποκαλύπτει μία από τις πιο άρρηκτες διαπλοκές του σύγχρονου κράτους και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας μέσα από μια εγγενή σχέση καθώς, χωρίς σύνορα δεν υπάρχει διέλευση και χωρίς διέλευση δεν υπάρχει ανάγκη συνόρων. Από τη σχέση αυτή προκύπτουν ενδιαφέρουσες και καθοριστικές διαπλοκές: α) ο έλεγχος των συνόρων σημαίνει έλεγχος των ροών, σημαίνει έλεγχος της διέλευσης, με μία λέξη σημαίνει κυριαρχία, β) (και για αυτό) τα σύνορα παραμένουν πάντα και πριν απ’ όλα μία εθνική υπόθεση ακόμη και στον «από-εδαφοποιημένο» χώρο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, γ) τα εθνικά σύνορα δεν μπορεί παρά να είναι πάντα ταυτοτικά. Να προσδιορίζουν δηλαδή κύρια και απαραίτητα το Εμείς, ώστε με τρόπο σχεδόν αυτόματο να προσδιορίζονται ταυτόχρονα και οι Άλλοι.

Καθώς τα σύνορα αλλάζουν συνεχώς μορφή και σημασία –από τις περιπόλους των αυτοκρατοριών στην παραδοσιακή «συνοριακή γραμμή» του εθνικού κράτους και σε πιο αφαιρετικά σχήματα, όπως μορφές συνόρων χωρίς φυσική διάσταση σήμερα–(1) κάθε ερώτημα για τη σύστασή τους μοιάζει να μπορεί να απαντηθεί μόνο ελλειπτικά: ως πολλαπλά και συνεχώς μεταβαλλόμενα ανάλογα με την ιστορική συγκυρία. Έτσι, από μία κατεξοχήν χωρική σύλληψη τα σύνορα μετατρέπονται (και) σε μία χρονική σύλληψη και η πληθυσμιακή μετακίνηση ως συνέπεια της σύλληψης των συνόρων δημιουργεί ταυτόχρονες και σημαντικές επιδράσεις πέρα από τη γραμμή την οποία ορίζει η ακμή του εδάφους.

Καθώς το ζήτημα των συνόρων συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της κυριαρχίας και στις πιο κοντινές προεκτάσεις του με το ζήτημα της ιδιότητας του πολίτη και των δικαιωμάτων, υπάρχει πάντα μία σχεδόν εγγενής ένταση γύρω από το ζήτημα της διέλευσης, ειδικότερα όταν αυτή αφορά μαζική μετακίνηση πληθυσμών ανεξάρτητα από τον αναγκαστικό ή μη χαρακτήρα της. Η ένταση αυτή εμφανίζεται κυρίως γύρω από τη σχέση κυριαρχία του κράτους-ελευθερία της μετακίνησης. Και αυτό γιατί, τα σύνορα ως εργαλείο της κυριαρχίας του κράτους εμπεριέχουν εντάσεις και επιφέρουν κρίσεις στην καταστατική σχέση έδαφος–κυριαρχία, κατά την προσπάθεια του κράτους να επιτελέσει με κάποια ισορροπία από τη μία την υποχρέωσή του να «ασφαλίσει» την επικράτειά του και να κρατήσει τους υπηκόους του ασφαλείς μέσα σε αυτήν και από την άλλη να διευκολύνει τη διέλευση για τους πληθυσμούς σε αναγκαστική μετακίνηση. Παρά την ύπαρξη ενός νομικού περιβάλλοντος με το διεθνές δίκαιο άλλοτε σε πρώτο ρόλο (προσφυγική μετακίνηση) και άλλοτε το εθνικό (μεταναστευτική), η αναζήτηση μιας νόμιμης ευθυγράμμισης της σχέσης ασφάλεια-διέλευση-δικαιώματα αποδεικνύεται σήμερα μία δύσκολη εξίσωση για το ευρωπαϊκό κράτος και ιδιαίτερα η διασφάλιση ότι τα μέτρα ασφαλείας είναι πάντοτε δικαιολογημένα και ανάλογα με το επίπεδο απειλής την οποία αντιμετωπίζει ένα κράτος. (2)

Η εξίσωση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη όταν επεισέρχεται το ζήτημα της «ελεύθερης» ή «αναγκαστικής» πληθυσμιακής μετακίνησης, καθώς αυτό δεν μπορεί να εξαντληθεί από τη μελέτη μίας περιόδου, ή μέσω μιας ιστορικής αναδρομής, ούτε από τον προσδιορισμό «προσφυγικές» ή/και «μεταναστευτικές» ροές. Ο ορισμός αυτός μάλιστα αποδεικνύεται μάλλον προβληματικός καθώς καταρχήν στηρίζεται και αναπαραγάγει την κυρίαρχη ιδέα προηγούμενων αιώνων, ότι συγκεκριμένοι πληθυσμοί συνδέονται και παραμένουν σε συγκεκριμένα εδάφη και επιπλέον παραγνωρίζει ότι ο καταναγκασμός που εμπεριέχεται στην ανθρώπινη κινητικότητα διακρίνεται σε πολλές και διαφορετικές μορφές οι οποίες προκύπτουν εξίσου από κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα όπως, η έλλειψη σταθερότητας και ασφάλειας, οι οικονομικοί αποκλεισμοί, η μόνιμη διαβίωση κάτω από το όριο της φτώχειας, ο περιορισμός βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και ο αποκλεισμός και η αδυναμία πρόσβασης και ακόμη ειδικότερα, οι εξαιρετικά χαμηλοί σχεδόν μόνιμα σε κατάσταση συναγερμού δείκτες ανάπτυξης, η χαμηλή παραγωγικότητα, η εξασθένιση των όρων συναλλαγών, η υψηλή και μακροχρόνια ανεργία, η επισφαλή πρόσβαση σε αγαθά.

Επιπλέον, δεν μπορεί να οριοθετήσει ακριβείς γραμμές μεταξύ συστημικών και ανθρωπογενών παραγόντων, ούτε να διευθετήσει ικανοποιητικά τη σχέση «αντικειμενικοί»-«υποκειμενικοί» παράγοντες μετακίνησης διευκρινίζοντας έτσι και τη σχέση μεταξύ «ελεύθερης» και «αναγκαστικής» μετακίνησης.

Τα σύνορα εξελίσσονται σε ένα σύνθετο και πανίσχυρο θεσμικό όργανο το οποίο χαρακτηρίζεται από εξίσου ισχυρές εντάσεις μεταξύ των διαφορετικών πρακτικών που συγκεντρώνει, καθώς άλλες φορές αποβλέπουν στην παραχώρηση της διέλευσης και άλλες στην αποτροπή ή απαγόρευση

Ο μετακινούμενος πληθυσμός ως οικονομικό υποκείμενο στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Καθώς τα σύνορα ανασυνθέτονται και νοηματοδοτούνται συνεχώς επανέρχεται συνεχώς και η εγγενής σχέση τους με το φαινόμενο της διέλευσης και το υποκείμενο της μετακίνησης αναδεικνύοντας εκ νέου την πολιτική τους διάσταση. Η εμφάνιση υπερεθνικών συνόρων, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως μια μορφή υπέρ-συνόρων μέσα στη συνθήκη της από-εδαφοποίησης που έφερε η παγκοσμιοποίηση, συνοδεύτηκε από την προοδευτική υποχώρηση των πολλαπλών διοικητικών λειτουργιών των εθνικών συνόρων. Η ύπαρξη πολλαπλών και ριζικά ετερογενών συνόρων στον σύγχρονο χώρο με τις πολλαπλές νομικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και συμβολικές συνιστώσες τους, έφερε ένα διττό αποτέλεσμα. Έτσι, άλλα σύνορα –κυρίως τα εθνικά– ενισχύθηκαν στην κατεύθυνση του ελέγχου και της αστυνόμευσης και κατά συνέπεια η ελεύθερη διέλευση φυσικών προσώπων περιορίστηκε και άλλα αποδυναμώθηκαν μπαίνοντας σε ένα διαφορετικό καθεστώς οικονομικού ελέγχου καθώς η κίνηση της οικονομίας (προϊόντα, αγαθά, κεφάλαια) απελευθερώθηκε.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι, τα σύνορα ως λειτουργία τείνουν να διαχωρίζονται από τη γραμμή η οποία αντιστοιχεί στη γεωπολιτική γραμμή διαχωρισμού μεταξύ των εθνικών κρατών. Όμως, είτε ως συγκεκριμένη γραμμή είτε ως άλλης μορφής, επιτελούν πάντα τον ίδιο ρόλο: διαχωρίζουν εκείνους οι οποίοι βρίσκονται εντός τους από εκείνους οι οποίοι βρίσκονται εκτός. Ο διαχωρισμός αυτός και στη συνέχεια ο διαφορετικός (προσδι)ορισμός πληθυσμών ή ανθρώπων σε μετακίνηση, σημαίνει για το κράτος σε μία πρώτη ανάγνωση διακρίνω, διαχωρίζω και σε μια δεύτερη επιλέγω, απορρίπτω. Και τελικά εκπίπτει σε μια διαδικασία κατάταξης και διαλογής. Έτσι, αυτό που πριν φαινόταν ως υποχώρηση των εθνικών συνόρων είναι στην πραγματικότητα η μετατροπή τους σε «σύνορα του κεφαλαίου» τα οποία η παγκόσμια οικονομία θέτει για να ελέγξει τον παγκόσμιο χώρο (διακρίνοντας, διαχωρίζοντας, επιλέγοντας και απορρίπτοντας). Και επιτελούν τις διαπλοκές των σχέσεων κυριαρχίας μέσα στο υπάρχον πλαίσιο διαδικασιών και μηχανισμών, ως ένα συγκεκριμένο και απολύτως απαραίτητο για το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον τρόπο ελέγχου της ανθρώπινης κινητικότητας.

Έτσι γίνεται φανερό ότι, δεν είναι μέσα από την παροχή της δυνατότητας διέλευσης ο τρόπος με τον οποίο τα σύνορα ελέγχουν (ρυθμίζουν) την πληθυσμιακή μετακίνηση, αλλά μέσα από συνεχείς και αλλεπάλληλες απαγορεύσεις και περιορισμούς. Και η φαινομενική απομάκρυνση που παρατηρείται μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον από τη διάσταση του χωρικού εντοπισμού των συνόρων, δεν είναι μία άρνηση του ρόλου των παραδοσιακών συνόρων καθώς ο συνεχής πολλαπλασιασμός τους δεν συνιστά μόνο μία αλλεπάλληλη διαίρεση του χώρου, αλλά και μία ταυτόχρονη και συνεχή επαναδιανομή του.

Κυριαρχία των συνόρων και διακυβέρνηση των μετακινήσεων: μαζικές ροές στην Ευρώπη 2015 μια περίπτωση μελέτης.Κατά την περίοδο 2015-2016 καταγράφηκε μία μαζική μετακίνηση και είσοδος ανθρώπων (ροές) προς την Ευρώπη η οποία χαρακτηρίστηκε ως «κρίση». Κατά την περίοδο της «κρίσης των ροών» η διέλευση άλλαξε μορφή και για τους Ευρωπαίους πολίτες ανεξαρτήτως λόγου και ανάγκης. Ευρωπαϊκά κράτη κατασκεύασαν ή ενίσχυσαν συνοριακούς φράκτες σε διάφορα σημεία του ευρωπαϊκού χώρου και περιόρισαν ή ανέστειλαν το δικαίωμα της ελεύθερης διέλευσης με ελέγχους ή απαγορεύσεις, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτόν νέα σύνορα εντός του ευρωπαϊκού ενοποιημένου χώρου. Οι αλλαγές στην ευρωπαϊκή συνοριακή πολιτική αποκάλυψαν μία σύγκρουση ιδεών καθώς έγιναν στη βάση της απόλυτης επικράτησης της ιδέας της ασφάλειας των συνόρων απέναντι στην ιδέα της ασφάλειας των ανθρώπων. Ενώ ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι διατηρήθηκαν και μετά την πάροδο της κρισιακής κατάστασης. Οι φράκτες στο εσωτερικό της Ευρώπης παρέμειναν και σε ορισμένες περιπτώσεις όπως της Ελλάδας, η ενίσχυσή τους συνεχίζεται. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτουν την αβεβαιότητα και τη ρευστότητα της σημασίας και της λειτουργίας των συνόρων.

Επιπλέον, η μαζικότητα των ροών της περιόδου δεν έγινε αντιληπτή ως κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ως απόκλιση από τον κανόνα της ευρωπαϊκής ελεύθερης μετακίνησης και (κατά συνέπεια) οι πληθυσμοί σε αναγκαστική μετακίνηση εκλήφθησαν ως απειλή. Το «υποκείμενο της αναγκαστικής μετακίνησης» μετατράπηκε μπροστά στη συνοριακή γραμμή σε «υποκείμενο διέλευσης». Η μετατροπή αυτή υποκρύπτει έναν μεγαλύτερο και σημαντικότερο μετασχηματισμό σε ότι αφορά τη μετακίνηση ανθρώπων και πληθυσμών: το υποκείμενο της διέλευσης αντικειμενικοποιείται, καθώς μετατρέπεται σε αποδέκτη πολιτικών, διαχειριστικών πρακτικών και αποφάσεων οι οποίες βρίσκονται πέρα και έξω από τη θέλησή του σε όλη την κλίμακα της πολιτικής και της επιχειρησιακής δράσης. Στη συνέχεια, μέσα από τη στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης, (3) το υποκείμενο της αναγκαστικής μετακίνησης/διέλευσης πέρασε από την έκταση της μετακίνησης στην εκτόπιση, δηλαδή στον περιορισμό και τον εγκλεισμό του. (4)

Καθώς στο ζήτημα της διαχείρισης των συνόρων και της διέλευσης επικράτησε η εθνική κυριαρχία, θα μπορούσε εύκολα να ειπωθεί ότι αυτό σημαίνει ότι και στο ζήτημα της διακυβέρνησης της κινητικότητας επικράτησε η εθνική κυριαρχία. Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αντίθετα, υπερεθνικοί οργανισμοί ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της μετακίνησης. Έτσι, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) ανέλαβε τον πρώτο ρόλο στη φύλαξη και έλεγχο των συνόρων, ο Οργανισμός Αστυνομικής Συνεργασίας της Ε.Ε. (Europol) την ασφάλεια, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) και η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (UNHCR) τη διεθνή προστασία, ενώ δημιουργήθηκε και ορίστηκε υπεύθυνη για τον συντονισμό της κοινής δράσης των παραπάνω οργανισμών μία ειδική επίσης υπερεθνική ομάδα η EU Regional Task Force / EURTF. Σε επίπεδο διακυβέρνησης λοιπόν καταγράφεται αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα «υβριδικό καθεστώς διακυβέρνησης των μετακινήσεων», καθώς μαζί με το κράτος μια σειρά από «διεθνείς παίκτες» απέκτησαν ενεργό πρωταγωνιστικό ρόλο στον έλεγχο (κυριαρχία) των συνόρων.

Το υπάρχον καθεστώς της μετακίνησης. Σήμερα, τα σύνορα δεν είναι χώροι οι οποίοι ρυθμίζουν μόνο την ιδιότητα του ανήκειν των υποκειμένων, διαχωρίζοντας τα σε «εντός» και «εκτός». Αλλά με την ιδιότητά τους άλλοτε να γίνονται εύκολα διαπερατά κι άλλοτε κλειστά και σχεδόν αδιαπέραστα, δημιουργούν νέα υποκείμενα. Αυτή η δυνατότητα των συνόρων να δημιουργούν δηλαδή μέσα από νομικές μορφές όπως είναι η κυριαρχία, νέες ετερογενείς πολιτικές υποκειμενικότητες είναι ίσως η σημαντικότερη ιδιότητά τους μέσα στον παγκοσμιοποιημένο χώρο. Και γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα εάν σκεφτεί κανείς ότι οι νέες αυτές υποκειμενικότητες αποτελούν και νέες μορφές κεφαλαίου όπως π.χ. οι διεθνείς φοιτητές, οι μετανάστες ως εργατική δύναμη, οι πρόσφυγες, οι οικονομικοί επενδυτές.

Έτσι, τα σύνορα διαμορφώνουν την «παγκόσμια ζωή» και έχουν καθοριστικό ρυθμιστικό ρόλο στη διαφύλαξη της τάξης της. Η συνοριακή γραμμή στην απόλυτα παραδοσιακή και πραγματική της διάσταση έχοντας μετατραπεί σε εργαλείο ελέγχου του παγκοσμιοποιημένο χώρου παραμένει ρυθμιστικός παράγοντας για τη μετακίνηση (ποιος μπορεί να διασχίσει αυτά τα σύνορα;) και για τα νέα υποκείμενα, ανεξαρτήτως του τρόπου κατασκευής τους και της σύλληψής τους ως «οικονομικά υποκείμενα».

Επιπλέον, τα σύνορα εξελίσσονται σε ένα σύνθετο και πανίσχυρο θεσμικό όργανο το οποίο χαρακτηρίζεται από εξίσου ισχυρές εντάσεις μεταξύ των διαφορετικών πρακτικών που συγκεντρώνει, καθώς άλλες φορές αποβλέπουν στην παραχώρηση της διέλευσης και άλλες στην αποτροπή ή απαγόρευση. Η ένταση πολλαπλασιάζεται επειδή οι πολλαπλές και διαφορετικές αυτές πρακτικές καθορίζονται από ετερογενείς παράγοντες, όπως είναι τα κράτη, οι παγκόσμιοι πολιτικοί παράγοντες, οι υπηρεσίες διακυβέρνησης, το κεφάλαιο. Και γίνεται ακόμη ισχυρότερη καθώς αντιμετωπίζει τα υποκείμενα της διέλευσης (ανθρώπους και πληθυσμούς) ως οικονομικά υποκείμενα.

Για τον έλεγχο αυτού του περιβάλλοντος δημιουργείται ένα «παγκόσμιο καθεστώς διακυβέρνησης των μετακινήσεων», το οποίο είναι ταυτόχρονα και ένα «ένα υβριδικό καθεστώς άσκησης της κυριαρχίας». Σε αυτό συνεργάζονται εθνικά κράτη, μετά ή υπέρ-εθνικοί σχηματισμοί (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση), παλιοί και νέοι παγκόσμιοι «παίκτες» (όπως οι οργανισμοί των Ηνωμένων Εθνών, η Παγκόσμια Τράπεζα, κ.τ.λ.), Μη Κυβερνητικοί Διεθνείς Οργανισμοί. Άμεσα αποτελέσματα και ενδεικτικοί τρόποι κυριαρχίας του νέου καθεστώτος είναι η συνεχής και ολοένα αυξανόμενη οχύρωση των συνόρων και η καταγεγραμμένη εξέλιξη των μηχανισμών κράτησης και απέλασης. Με τον τρόπο αυτόν επιβάλλεται ένα σύστημα φραγμών μέσω των οποίων τα νέα αλλά και παλαιότερης μορφής υποκείμενα της μετακίνησης υφίστανται ως «διαχειριστικές πρακτικές» ακραίες μορφές αποκλεισμού όπως είναι οι απελάσεις, τα pushbacks, η παραμονή ή και η μακροχρόνια διαβίωση σε (refugee) camps.

* Η Αλεξάνδρα Πολιτάκη είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

Παραπομπές

1) Π.χ.: ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος/ΕΟΧ, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου/ΝΑΤΟ, συμφωνίες συνεργασίας, ελέγχου και αστυνόμευσης (χώρος Σένγκεν), κ.τ.λ.
2) Αρχή της αναλογικότητας, βλ.: www.syntagmawatch.gr/infographics/2020/04/09/i-arxi-tis-analogikotitas/ και eur-lex.europa.eu/summary/glossary/proportionality.html?locale=el σε ότι αφορά την Ε.Ε.
3) Στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν στη Μεσόγειο Θάλασσα και τον εναέριο χώρο από δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
4) Δομές κράτησης, προ-αναχωρησιακά κέντρα κράτησης, refugee camps με ελεγχόμενη και υπό κανόνες είσοδο-έξοδο, αστυνομικά τμήματα χωρίς κατάλληλες υποδομές, υποστηριζόμενα από την κατάχρηση της οριζόντιας χρήσης του μέτρου της προσωπικής κράτησης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!