Αρχική προτεινόμενα Το φως της κατανόησης που μπορεί να μεταβληθεί σε δύναμη αντίστασης

Το φως της κατανόησης που μπορεί να μεταβληθεί σε δύναμη αντίστασης

Δημοσιεύουμε την ομιλία της Πέπης Ρηγοπούλου στην εκδήλωση που διοργανώθηκε το Σάββατο 29/9, στα πλαίσια του Resistance Festival 2018, με θέμα «Το χαμένο νόημα της πολιτικής και η εναλλακτική». Ο τίτλος του κειμένου είναι της σύνταξης.

της Πέπης Ρηγοπούλου

Στην πρόσκληση που μας απευθύνατε για να μιλήσουμε σήμερα στην εκδήλωσή σας, υπάρχει ένα ερώτημα σχετικά με την απόσταση, την αποξένωση των ανθρώπων από την πολιτική ή μάλλον με το πολιτικό σήμερα. Μία πρώτη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω είναι ότι αυτή η αποξένωση, που πολύ σωστά διακρίνετε, είναι πιστεύω και, ή μάλλον είναι πρωτίστως, αποξένωση από εμάς τους ίδιους, από τον εαυτό μας, γιατί δεν έχει διαρραγεί απλώς ένα σύστημα πολιτικής εξουσίας αλλά ο απαραίτητος ζωτικός χώρος του υποκειμένου, η επικράτεια αυτή, που στον άνθρωπο αποκτά μία διάσταση πολιτισμική, και που συγκροτεί το ανθρώπινο (Hall).

Προσπάθησα κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, να καταλάβω τα γεγονότα κυρίως μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Το κείμενό μου, εκείνο του Μαΐου, με τίτλο «Τι κάνουμε σήμερα» έχει δημοσιευτεί στο Common. Η εκτίμησή μου για τα γεγονότα που έχουν οδηγήσει όχι απλώς σε μία ματαίωση έναν αριστερό χώρο αλλά και όλους εκείνους που στήριξαν το, υπονομευμένο όπως φάνηκε, εκείνο εγχείρημα δεν διαφέρει πολύ από τον Μάη. Αντιθέτως, οι εν τω μεταξύ εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι οι κυβερνώντες, αλλά και η πλειοψηφία αυτών που συνθέτουν το πολιτικό σκηνικό, συνεχίζουν να δείχνουν συστηματική –που καταντά συστημική– έλλειψη ειλικρίνειας, τακτικισμό και προσπάθεια συσκότισης των προβλημάτων της χώρας. Επιβολή ενός εργαλειακού μοντέλου εκπαίδευσης, υπόσκαψη των άλλων πτυχών του άυλου πολιτισμού, εκποίηση και λεηλασία του εθνικού πλούτου από τις αρχαιότητες έως και τη γη, καταστροφή του περιβάλλοντος –με τις Σκουριές, τον αγωγό ΤΑΠ, το Ελληνικό με τους έξι ουρανοξύστες στο ήπιο Αττικό τοπίο, να είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα–, κακοδιοίκηση και ανικανότητα να αντιμετωπισθούν μείζονα ζητήματα όπως το προσφυγικό, δραματική φυγή εκατοντάδων χιλιάδων νέων από μια χώρα που γίνεται όλο και πιο πολύ χώρα λιμοκτονούντων γερόντων. Σε όλα αυτά προστίθενται σήμερα ο ανεύθυνος τρόπος με τον οποίο έγινε και συνεχίζει να γίνεται η διαχείριση του «Μακεδονικού», τα καταστροφικά επακόλουθά της στις σχέσεις με τη Ρωσία και η τυφλή πρόσδεση από τη μια στο άρμα της Γερμανίας, με (ένα από τα πολλά παραδείγματα) την επονομαζόμενη Ελληνογερμανική Συνέλευση που θέλει να διαγράψει μαζί με την μνήμη της ναζιστικής κατοχής και τις γερμανικές οφειλές, και από την άλλη των ΗΠΑ με πιθανό κόστος μια καταστροφική εμπλοκή της χώρας στις συγκρούσεις που σοβούν στην περιοχή μας. Με άλλα λόγια, πλάι στη ζοφερή κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική πραγματικότητα, αναδύεται με πιο φανερό τρόπο η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, όχι ως ιδεολόγημα αλλά ως απτή πραγματικότητα, με τους ξένους επικυριάρχους να κινούνται όλο και πιο ανενδοίαστα.

Αν χρειάζεται μια αναζήτηση πραγματικών ευθυνών και ο διαχωρισμός τους από αυτές που επιρρίπτονται εκ του πονηρού σε σύνολα και πρόσωπα, αυτό πρέπει να γίνεται με στόχο να αντιδράσουμε. Και αφετηρία της προσωπικής και της συλλογικής αντίδρασης πρέπει απαραίτητα να είναι ένα ουσιώδες, δίκαιο και λιτό αφήγημα για το τι συνέβη στα χρόνια των Μνημονίων

Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση πολλοί Έλληνες και άλλοι άνθρωποι που ζουν εδώ, νιώθουν αποκομμένοι, αποπροσανατολισμένοι, ακυρωμένοι. Η προπαγάνδα που εξαπολύθηκε το 2010 εναντίον τους, από γερμανικά κυρίως μέσα ενημέρωσης, βασισμένη και σε δηλώσεις ελλήνων πολιτικών («Τιτανικός», «Είμαστε διεφθαρμένοι», «Μαζί τα φάγαμε» κ.λπ.) έχει σαν αποτέλεσμα να ενσωματώσουν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου, του απατεώνα, του μιαρού, που τους έχει δοθεί και να αποδεχθούν τον ρόλο του αναμορφωτή που έχουν κρατήσει οι επικυρίαρχοι για τον εαυτό τους. Τα πειράματα συμπεριφορισμού το έχουν επιβεβαιώσει: στη μεγάλη τους πλειονότητα οι άνθρωποι γίνονται ο ρόλος τους. Προτιμούν και υπηρετούν έναν ρόλο, έστω και μειωτικό, από το να μην έχουν ταυτότητα. Οι αγώνες, ωστόσο, που αναπτύχθηκαν σταδιακά από την έναρξη της Δανειακής Σύμβασης και της εποχής των Μνημονίων, οδήγησαν σε μια στιγμή συλλογικής υπέρβασης, στο καθαρό «Όχι», που η σημασία του ξεπερνούσε τις θολές προθέσεις όσων προκήρυξαν το δημοψήφισμα. Η πλειοψηφία των Ελλήνων τόλμησε το «Όχι» αυτό, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια χειρότερη υποτέλεια. Στη θέση της ανάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας, της ουσιαστικής δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, αυτό που προσφέρεται είναι ελεημοσύνες που δίνονται με το ένα χέρι και κλέβονται πολλαπλά από το άλλο και πομπώδεις, όσο και κενές, διακηρύξεις περί εξόδου από τα μνημόνια, ανάπτυξης κ.λπ.

Δεν πρωτοτυπώ καθόλου λέγοντας ότι ανάμεσα στις διακηρύξεις αυτές και στα κομμάτια μιας όλο και πιο άγριας πραγματικότητας, που μας χτυπά κατά κύματα σαν τα κύματα των ηλεκτρικών εκκενώσεων που χτυπούν κάποιον που «θεραπεύεται» ή μάλλον βασανίζεται με ηλεκτροσόκ, η σύνδεση μοιάζει ανέφικτη εκτός κι αν δεχτούμε ότι λειτουργούν συμπληρωματικά βάσει σχεδίου. Αλλά το ηλεκτροσόκ –ακόμη και το υποτίθεται θεραπευτικό– δεν «συνεφέρνει» αυτόν που το υφίσταται. Του απονεκρώνει τη σκέψη, τη μνήμη, τη βούληση. Τα κύματα αγριότητας που πλήττουν τους ανθρώπους παντού και με ιδιαίτερη ένταση στην Ελλάδα αφήνουν πολλούς αποσβολωμένους. Οι άνθρωποι γύρω μας δυσπιστούν, απορούν –όσο αντέχουν να απορήσουν– δυσκολεύονται να συνδέσουν λέξεις και πραγματικά γεγονότα. Το ερώτημα που ακούω από πολλούς είναι: Τι μας συμβαίνει επιτέλους; Βγήκαμε από τα μνημόνια και τι σημαίνει ακριβώς αυτό για τη ζωή του καθενός μας; Ή είμαστε υπό όρους εντός των μνημονίων με μία πιο χαλαρή επιτήρηση και τι σημαίνει επίσης κάτι τέτοιο; Ή μήπως έχουμε ήδη δεσμευτεί για τόσα ώστε η έξοδος να αποτελεί αυταπάτη ή μάλλον εσκεμμένη εξαπάτηση; Η απορία όμως αυτή, που δυσκολεύεται να βρει μια γόνιμη απάντηση, δεν είναι η μόνη. Συχνά ζούμε βιώματα, έχουμε σχέσεις, πληροφορούμαστε ειδήσεις που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και κυρίως να συνθέσουμε, έτσι που να μας είναι δυνατό να πράξουμε απελευθερωτικά. Αυτό το χάσμα, ανάμεσα στα θραύσματα σχέσεων, γνώσεων, πληροφοριών, πράξεων και μια απελευθερωτική συνείδηση είναι σε σημαντικό βαθμό συνώνυμο με την αδυναμία να ζούμε σε κάτι καλύτερο από μια, κατ’ όνομα μόνον, δημοκρατία, που προϋποθέτει τον συνειδητό άνθρωπο και συνεπώς τον ενεργό πολίτη. Η αδυναμία να συνδέσουμε τα κομμάτια της ψυχής, του σώματος και του κόσμου που εμφανίζονται σπασμένα μπορεί να οφείλεται σε πολύ σημαντικό βαθμό σε προθέσεις και σχεδιασμούς των κρατούντων που αποδιοργανώνουν, διασπούν, ενοχοποιούν τις κοινωνίες για να τις εξουσιάζουν ευχερέστερα. Αλλά το ζήτημα είναι αν όσοι/όσες δεν μετέχουμε σε τέτοιες μεθοδεύσεις, όσοι/ες είμαστε τα θύματά τους, θα κατορθώσουμε να αναδυθεί στην ψυχή, στις σχέσεις, στις πράξεις μας το φως της κατανόησης (για να κλέψω τα λόγια του Λόρκα) που μπορεί να μεταβληθεί σε δύναμη αντίστασης.

Ενοχή και απελευθέρωση

Η ενοχή του θύματος είναι συνήθως πολύ πιο βαριά από την ενοχή του θύτη, που ικανοποιείται από τον ίδιο τον σαδισμό του. Μέρος της σαδιστικής συμπεριφοράς του θύτη είναι να κάνει το θύμα να νιώθει ένοχο για όσα «δικαίως» υφίσταται. Παράγωγα της ενοχής αυτής είναι ο υποτιθέμενος πραγματισμός της υποταγής, ο κυνισμός, η αδιαφορία, η απέχθεια για τον τόπο όπου ζεις και για τον διπλανό άνθρωπο. Απάντηση σε αυτήν την ενοχή, που επιβάλλεται με διάφορους τρόπους, δημοσιεύματα και εκπομπές, πολιτικές δηλώσεις και τροφοδοσία μιας δηλητηριασμένης περιρρέουσας ατμόσφαιρας, δεν είναι το να διακηρύξουμε ότι δεν φέρουμε ευθύνη για τίποτε, αλλά να μετρήσουμε τα σωστά και τα λάθη, τα δίκαια και τα άδικα της συλλογικής και της προσωπικής μας πορείας. Με την έννοια αυτή, η ανάδυση της ευθύνης, της υπευθυνότητας, μπορεί να γίνει όρος για την λυτρωτική ενεργοποίησή μας. Εννοείται πως μια στοιχειώδης πολιτική κοινωνική εμπειρία πιστοποιεί ότι η αναζήτηση ευθυνών, με τη μορφή –ή και το προσωπείο– της κριτικής και της αυτοκριτικής, μπορεί να καταλήξει σε πρόσχημα αλληλοφαγίας ή ετεροφαγίας. Να βουλιάξουμε στην άγονη αναμάσηση πραγματικών και φανταστικών λαθών και ευθυνών που θα φέρουν ακόμη μεγαλύτερη διάλυση και αδρανοποίηση. Είτε και να φτάσουμε να αναγνωρίσουμε ευθύνες δικές μας και των άλλων, παραμένοντας όμως προσκολλημένοι στην αδράνεια που μπορεί να οδηγήσει στο να ερωτευτούμε μαζοχιστικά την καταπίεση και την καταστροφή μας όπως κάποιοι άρρωστοι την αρρώστια τους. Αν χρειάζεται μια αναζήτηση πραγματικών ευθυνών και ο διαχωρισμός τους από αυτές που επιρρίπτονται εκ του πονηρού σε σύνολα και πρόσωπα, αυτό πρέπει να γίνεται με στόχο να αντιδράσουμε. Και αφετηρία της προσωπικής και της συλλογικής αντίδρασης πρέπει απαραίτητα να είναι ένα ουσιώδες, δίκαιο και λιτό αφήγημα για το τι συνέβη στα χρόνια των Μνημονίων.

Ζητούμενο δεν είναι να εξαλείψουμε, από αφέλεια ή καιροσκοπισμό, τις πολιτικές διαφορές που δεν μπορεί παρά να υπάρχουν μεταξύ μας. Είναι γεγονός ότι σε πολλά ζητήματα οι απόψεις όσων αντιστέκονται στον σημερινό ζόφο δεν συμπίπτουν υποχρεωτικά. Εγκαινιάζοντας όμως άμεσα στον διάλογο έχουμε την ελπίδα ότι οι ευχές για ένα μέτωπο αγώνα δεν θα μείνουν κενός λόγος

Όροι για ένα λυτρωτικό αφήγημα

Ένα αφήγημα σχετικά με τα χρόνια των Μνημονίων, πρέπει να συγκροτηθεί. Είναι όρος για την αφύπνιση των συνειδήσεων, την ενεργοποίηση και τη σύνθεση των προτάσεων και των δράσεων. Τα χρόνια που πέρασαν ήταν χρόνια απογοητεύσεων και λαθών. Ήταν όμως και χρόνια ελπίδων και αγώνων. Πρέπει να εμπνευστούμε και από τα δύο και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να τα καταγράψουμε, να τα «αφηγηθούμε». Ας ξεκινήσουμε από τις ευθύνες. Υπάρχουν βαριές ευθύνες της παρούσας κυβέρνησης και όσων προηγήθηκαν. Αλλά το να πιστεύουμε ότι οι ευθύνες είναι μόνον δικές τους είναι αφελές. Θα ήμασταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια αν στρέφαμε την κριτική μας, όχι μόνον στους πολιτικούς που κυβέρνησαν και κυβερνούν την Ελλάδα, αλλά σε όλους όσους άσκησαν και ασκούν εξουσία. Πολιτικούς αλλά και πνευματικούς και οικονομικούς και όποιους άλλους παράγοντες σε κάθε τομέα και επίπεδο. Και ακόμη Έλληνες αλλά σε καθοριστικό βαθμό ξένους. Που δεν είναι υποχρεωτικά μόνο αυτό που λέμε εξουσιαστές, αλλά και όσοι πολίτες παρέβησαν ή αμέλησαν το καθήκον τους, πρωτίστως το καθήκον να είναι συνειδητοί, υπεύθυνοι και ενεργοί. Η αντίρρηση προβάλλει αμέσως αυτονόητη: «Κάνοντας κριτική στους πάντες καταλήγεις να μην κάνεις κριτική σε κανέναν», θα πει κανείς και θα έχει δίκιο. Αλλά η κριτική πρέπει να γίνει και το αφήγημα να συγκροτηθεί. Ενώνοντας τα κομμάτια των περασμένων εμπειριών μπορούμε να καταφέρουμε να ενώσουμε ψυχές, προτάσεις, δράσεις. Με τον όρο να μπορέσουμε να διακρίνουμε τα θεμελιώδη ζητήματα, τις στιγμές που καθόρισαν τις εξελίξεις. Πώς μπήκαμε στα Μνημόνια; Ποιες ήταν και είναι οι καθοριστικές πράξεις που οδήγησαν και οδηγούν στην λεηλασία της χώρας; Τι συνέβη με τον θρίαμβο και την ακύρωση του «Όχι» στο δημοψήφισμα; Τι ήταν και είναι ο τραγέλαφος του «Μακεδονικού»; Πότε και πώς εξελίσσεται η εμπλοκή της Ελλάδας στα πολεμικά σχέδια στην περιοχή μας; Δεν είμαι σε θέση να εξαντλήσω τον κατάλογο των ζητημάτων ούτε βέβαια να απαντήσω. Αλλά δεν πιστεύω ότι αυτά δεν χρειάζονται να τα συζητάμε γιατί «ο κόσμος ξέρει». Αντίθετα, ο κόσμος δεν ξέρει παρά την δική του κομματιασμένη εμπειρία που δύσκολα συναντά τις άλλες εμπειρίες. Μένουμε κομματιασμένοι γιατί μας θέλουν κομματιασμένους και για να πάψουμε να είμαστε έτσι πρέπει οι σπασμένες εικόνες μας να ενωθούν σε ένα μεγάλο συλλογικό καμβά με ορίζοντα την κοινή πράξη.

Από το κοινό αφήγημα στο μέτωπο. Οι προσωπικές και οι πολιτικές προϋποθέσεις

Αναλογιζόμενη κάποια πρόσωπα που αντιστέκονται σήμερα στην εξάρτηση και την λεηλασία της χώρας νιώθω ότι είναι σε γενικές γραμμές καλύτερα από τα περισσότερα που ποζάρουν σε αυτό που αποκαλούμε «πολιτικό κόσμο». Γιατί δεν καταφέρνουν να ενωθούν και να πράξουν; Γιατί μοιάζει ότι πολλοί αποδέχονται την πολυδιάσπαση είτε την πορεία σε μια προεκλογική συγκόλληση της τελευταίας στιγμής; Το γεγονός ότι οι αγώνες δεν πέτυχαν είναι μια πρώτη εξήγηση. Η γεύση της ήττας –η ιστορία της κατάληξης του δημοψηφίσματος αρκεί για να μας πείσει– υποσκάπτει την αυτοεκτίμηση και την εκτίμηση στον άλλον, τρέφει την καχυποψία και κλονίζει την ελπίδα. Για τον λόγο αυτό είμαστε «καταδικασμένοι» να κοιτάξουμε μπροστά. Ένα σοβαρό και ζωντανό μέτωπο αγώνα, μέσα και έξω από το κοινοβούλιο, δεν θα καταλάβει αύριο πρωί την εξουσία. Αλλά μπορεί να εμψυχώσει, να εμπνεύσει, να υπερασπίσει, να αντισταθεί, όχι σε κάποιο ιδανικό και απόμακρο μέλλον αλλά εδώ και τώρα.

Ζητούμενο δεν είναι να εξαλείψουμε, από αφέλεια ή καιροσκοπισμό, τις πολιτικές διαφορές που δεν μπορεί παρά να υπάρχουν μεταξύ μας. Τι πιστεύουμε για το φάσμα του πολιτισμού, των πολιτιστικών και της παιδείας όπου η σημερινή κυβέρνηση επιμένει να ασχημονεί και να αποτυγχάνει συνεχώς; Πώς εκφράζεται η ορατή και αόρατη εξάρτηση της χώρας σε κάθε τομέα και πώς η λεηλασία του πλούτου της; Τι συμβαίνει στο επίπεδο της γεωπολιτικής και της εξωτερικής πολιτικής; Τι εννοούμε όταν λέμε «Ευρώπη»; Είναι γεγονός ότι σε αυτά και σε άλλα ζητήματα οι απόψεις όσων αντιστέκονται στον σημερινό ζόφο δεν συμπίπτουν υποχρεωτικά. Εγκαινιάζοντας όμως άμεσα στον διάλογο έχουμε την ελπίδα ότι οι ευχές για ένα μέτωπο αγώνα δεν θα μείνουν κενός λόγος.

Σχόλια

Exit mobile version