του Κώστα Μελά*

Για ακόμη μια φορά, για οποιαδήποτε σοβαρή απόφαση που αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να προηγηθεί η συμφωνία του άξονα Γερμανίας-Γαλλίας. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της δημιουργίας του «Ταμείου Ανάκαμψης» προκειμένου να υπάρξει βοήθεια στα πληττόμενα από την πανδημία Covid-19 κράτη μέλη της Ε.Ε. Το γαλλογερμανικό σχέδιο «για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας» προβλέπει πόρους ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, οι οποίοι θα συλλεγούν μέσω έκδοσης χρέους (ομολόγων) μακράς διάρκειας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η υψηλή πιστοληπτική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΑΑΑ) θα προσδιορίσει και το επιτόκιο δανεισμού πολύ κοντά στο μηδέν. Η έκδοση των ομολόγων θα γίνει με την εγγύηση των κρατών μελών της Ένωσης, κατ’ αναλογία με τη συμμετοχή του καθενός στον προϋπολογισμό της. Το σχέδιο προβλέπει επίσης ότι το σύνολο των πόρων θα διατεθούν ως επιχορηγήσεις, δηλαδή χωρίς επαναπληρωμή εκ μέρους των κρατών μελών που θα τις λάβουν.

Το Παρίσι και το Βερολίνο θέλουν το ταμείο των 500 δισεκατομμυρίων ευρώ να έχει μία σαφή καταληκτική ημερομηνία, εντός της οποίας θα μπορεί να γίνει προσφυγή σε αυτό. Η Επιτροπή θα διοχετεύσει τα χρήματα μέσω του πολυετούς προϋπολογισμού της Ε.Ε. που αφορά την περίοδο 2021-2027, εμπροσθοβαρώς κατά την πρώτη πενταετία, κυρίως για να χρηματοδοτήσει επενδύσεις κατά τη μετάβαση της Ε.Ε. σε μία «πράσινη» και ψηφιακή οικονομία, και για έρευνα και τεχνολογία.

Επειδή πρόκειται για πόρους που προέρχονται από δανεισμό, ο εκδότης (στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) θα πρέπει και να αποπληρώσει τους πιστωτές σύμφωνα με τους όρους της έκδοσης. Υπάρχει για την ώρα αναπάντητο το ερώτημα από πού θα προέλθουν οι πόροι για την αποπληρωμή των τόκων και των χρεολυσίων των ομολόγων. Διατυπώνεται η άποψη ότι οι πόροι για την αποπληρωμή του δανεισμού θα προέλθουν από μελλοντικούς πολυετείς προϋπολογισμούς της Ε.Ε., μετά το 2027. Σήμερα δεν είναι ξεκάθαρο αν οι μελλοντικοί προϋπολογισμοί θα έχουν πρόσθετα έσοδα από υψηλότερες εθνικές εισφορές, ή από νέους φόρους που θα επιβληθούν από τις κυβερνήσεις και θα εκχωρηθούν στην Ε.Ε., ή από έναν συνδυασμό των παραπάνω.

Αυτό βέβαια θα προκαλέσει την αντίδραση των κρατών εκείνων που συνεισφέρουν θετικά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και τα τέσσερα κράτη (Αυστρία, Δανία, Σουηδία, Ολλανδία) βρίσκονται σε αυτήν την πλευρά. Πάντοτε υπάρχει βέβαια η δυνατότητα να αγορασθεί μεγάλο μέρος των ομολόγων από την ΕΚΤ (δευτερογενής αγορά) μέσω του προγράμματος Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP που βρίσκεται σε εφαρμογή. Η διακράτηση των ομολόγων για μεγάλο χρονικό διάστημα θα αποτρέψει την καταβολή χρεολυσίων στο προσεχές μέλλον.

Απομένει να καθοριστεί πώς θα μοιραστούν οι πόροι μεταξύ των κρατών μελών και ποιες μορφές επιτήρησης θα υπάρχουν – διότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, παρά τη συγκυριακή αναστολή του, εξακολουθεί να αποτελεί το πλαίσιο καθορισμού των δημοσιονομικών εξελίξεων

Επιδίωξη συγκερασμού διαφορετικών απόψεων

Το γαλλογερμανικό σχέδιο φαίνεται ότι σπάζει δύο ταμπού που ίσχυαν μέχρι τώρα στην Ε.Ε.: το πρώτο σχετικά με τη δυνατότητα καθαρών μεταβιβάσεων, και το δεύτερο του κοινού χρέους. Βεβαίως είναι ακόμη ένα σχέδιο, το οποίο όμως αποτελεί ένα σημείο προσανατολισμού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να παρουσιάσει το σχέδιό της στις 27 Μαΐου. Προφανώς το έργο της είναι δύσκολο, επειδή χρειάζεται να συγκεράσει όλες τις απόψεις και να ξεπεράσει τις ήδη εκφρασμένες αντιρρήσεις από σειρά κρατών – αλλά είναι και πιο φιλόδοξο.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει την αύξηση του περιθωρίου μεταξύ των πόρων που πραγματικά μεταβιβάζονται από τις κυβερνήσεις (λίγο περισσότερο από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ σε διάρκεια επτά χρόνων) και των εικονικών μεταβιβάσεων που θα πάρουν τη θέση του αποθέματος, αυξάνοντας αυτή τη δεύτερη πηγή του προϋπολογισμού στο 2,0% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Το περιθώριο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση, επιτρέποντας στην Επιτροπή να δανειστεί από τις χρηματοπιστωτικές αγορές με βάση το άρθρο 122 της Συνθήκης για την ΕΕ, όπως άλλωστε έχει αναφέρει και η καγκελάριος Μέρκελ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να δημιουργηθεί το λεγόμενο Recovery Fund, το όχημα που θα διαχειριστεί τις εκδόσεις των ομολόγων. Στοχεύει να συλλέξει πόρους μέχρι 1 τρισεκατομμύριο ευρώ οι οποίοι, προστιθέμενοι στους αντίστοιχους που έχει αποφασίσει το Eurogroup (ύψους 540 δισεκατομμυρίων ευρώ), θα μπορούσαν να ανέλθουν συνολικά σε 1,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα υπάρχει το 1,1 τρισεκατομμύριο από την ΕΚΤ για αγορά ομολόγων, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την αγορά των νέων ομολόγων.

Οι πόροι από τις εκδόσεις των τίτλων στους οποίους θα προβεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσαν να διατεθούν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών που έχουν χτυπηθεί περισσότερο από την κρίση – κατά ένα μέρος με τη μορφή βοήθειας (χωρίς επαναπληρωμή), δηλαδή το ποσό των 500 δισεκατομμυρίων ευρώ που υπάρχει στο γαλλογερμανικό σχέδιο, και κατά ένα δεύτερο μέρος με τη μορφή διευκολυντικών πιστώσεων και δανείων ωρίμανσης τουλάχιστον 20 ετών με πολύ χαμηλό επιτόκιο, που να αντανακλά το κόστος δανεισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Επειδή ο πολυετής προϋπολογισμός 2021-2027 τίθεται σε λειτουργία από τις αρχές του 2021, και μέχρι τότε θα έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, με την κρίση να βαθαίνει, η Επιτροπή επιδιώκει να βρει τρόπο οι χρηματοδοτήσεις να γίνουν εντός του 2020. Κάτι που δύσκολα μπορεί να συμβεί με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της Ε.Ε.

Εκείνο που απομένει να καθοριστεί είναι το πώς θα μοιραστούν οι πόροι μεταξύ των κρατών και ποιες μορφές επιτήρησης θα υπάρχουν. Διότι επιτήρηση θα υπάρξει. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, παρά τη συγκυριακή αναστολή του, εξακολουθεί να αποτελεί το πλαίσιο καθορισμού των δημοσιονομικών εξελίξεων στα κράτη μέλη.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!