Αρχική περίπτερο ιδεών Τα λαϊκά τραγούδια στη σκοτεινή δεκαετία του 1950

Τα λαϊκά τραγούδια στη σκοτεινή δεκαετία του 1950

Κλείνοντας την αφήγηση ενός δραματικού στιγμιότυπου της ζωής του Ελληνισμού, ιδωμένο μέσα από την προσωπική οικογενειακή εμπειρία, με ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη τραγουδισμένο από τον Στέλιο Καζαντζίδη, ένιωσα πόσο βαρύ ακουγόταν συγκριτικά με το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι που είχε προηγηθεί με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη. Κι αυτό μου προκάλεσε την ανάγκη να εξηγήσω κάποιες «διαφορές» λίγο πιο αναλυτικά.

Μιλώντας για τη δεκαετία του ’50, τα τραγούδια του Χατζιδάκι φέρνουν μια φρεσκάδα, αλλά δεν έχουν γραφτεί από τον συνθέτη για να παίζονται στα πάλκα των κέντρων διασκέδασης, ούτε -από το τέλος της δεκαετίας- στα τζουκμποξ που εγκαθίστανται στα καφενεία και τις λαϊκές ταβέρνες. Τα σημαντικότερα έχουν γραφτεί σαν μουσικές επενδύσεις σε κινηματογραφικές ταινίες και τα περισσότερα εάν τα ταξινομήσεις ανήκουν στην κατηγορία του ελαφρού τραγουδιού που είναι ακόμα ακμαίο και δημοφιλές. Εξάλλου, ο Χατζιδάκις μέχρι τότε δραστηριοποιείται συνθετικά στο χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου γράφοντας τη μουσική όχι μόνο για ταινίες που θεωρούνται καλτ, αυτό που λέμε ποιοτικές, όπως η «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη και ο «Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου, αλλά και σε ταινίες που ανήκουν στην κατηγορία του λαϊκού σινεμά, Φίνος Φιλμ και Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Να μην ξεχνάμε ότι οι μεγαλύτερες –by far, δηλαδή από απόσταση- εμπορικές επιτυχίες του Χατζιδάκι είναι τα τραγούδια που ερμηνεύει η Αλίκη Βουγιουκλάκη στις ταινίες της που κόβουν εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια, από το 1959 ως το 1963. Τραγούδια όπως τα «Έχω ένα μυστικό», «Νιάου, νιάου, βρε γατούλα», «Ντε, βρε γαϊδαράκο, ντε» είναι συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι, που μερικά χρόνια αργότερα τα απαρνείται ο ίδιος και τα αποδοκιμάζει. Βέβαια, με αυτά τα τραγούδια συνδέονται και άλλοι σημαντικοί δημιουργοί σαν τον Αλέκο Σακελλάριο που σκηνοθετεί και γράφει στίχους ή τον Γιώργο Ζαμπέτα που τα κεντάει με το μπουζούκι του.

Όπως και να έχει, ο Χατζιδάκις γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό με ελαφρά τραγούδια έως πάρα πολύ ελαφρά. Ακόμα και «Τα παιδιά του Πειραιά» που αποτελούν την κορύφωση της εμπορικής επιτυχίας του συνθέτη, χαρίζοντάς του ένα Όσκαρ για τη μουσική του στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή», το 1960, με σκηνοθέτη τον Ζιλ Ντασέν, είναι ένα τραγούδι που ανήκει στην κατηγορία του ελαφρού τραγουδιού, ελαφρολαϊκού θα λέγαμε μια δεκαετία αργότερα με πολλή υποτιμητικό τρόπο.

Στη δεκαετία του 1950, από τις ελληνικές ταινίες παρελαύνουν όλοι οι σημαντικοί αστέρες του ελαφρού τραγουδιού, όπως η Βέμπο, ο Σώτος Παναγόπουλος, οι Κορώνης-Φίλανδρος, ο Τώνης Μαρούδας, η Μαίρη Λω, η Λάουρα, η Ζωζώ Σαπουντζάκη, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Νάντια Κωνσταντοπούλου και ο Γιάννης Βογιατζής και αντίστοιχα οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού γράφουν τις μουσικές για πάρα πολλές ταινίες, όπως ο Κώστας Καπνίσης, ο Κώστας Γιαννίδης, ο Νίκυ Γιάκοβλεφ, ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Κώστας Κλάβας και αρκετοί άλλοι. Αυτό το είδος του τραγουδιού, ξενόφερτο μουσικά, αλλά στις καλύτερες εκφάνσεις του απολαυστικά εξελληνισμένο, αφήνει απ’ έξω αισθητικά και θεματικά, δεν θίγει καθόλου την κυρίαρχη πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι αυτό που θα λέγαμε σήμερα έξτρα λάιτ. Είναι το κομμάτι της πραγματικότητας που σερβίρεται αποστασιοποιημένο με ελάχιστο λίπος, χωρίς γωνίες και αγκάθια, εύπεπτο και φαινομενικά αθώο.

 

Τρόμος και ξεριζωμός

kazantzidhsΗ ελληνική πραγματικότητα στη δεκαετία του ’50, απ’ όπου κι αν την πιάσει κανείς στάζει πόνο, αίμα και ιδρώτα. Είναι η πιο σκοτεινή δεκαετία εν ειρήνη από το 1950 μέχρι τις μέρες μας. Οι πόλεμοι έχουν τελειώσει, αλλά το βαρύ τους πέπλο σκιάζει τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη.  Οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες έχουν τουλάχιστον ένα νεκρό, τραυματία, φυλακισμένο ή εξόριστο από την έναρξη της ιταλικής επίθεσης το 1940 μέχρι τη λήξη του εμφυλίου το 1949. Μια δεκαετία πολέμων και καταστροφών, στρατοπέδων, εκτελέσεων και πείνας, επεμβάσεων και εισβολών, δολοφονιών, βασανισμών και αποκεφαλισμών, φυλακών και μαζικών εκτοπισμών, εξοριών και ξεριζωμών, τη διαδέχεται μία δεκαετία που η τρομοκρατία, πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική και εργασιακή, είναι καθεστώς.

Εκατοντάδες χιλιάδες χωρικοί έχουν βιαίως εκδιωχθεί από τα χωριά τους χάνοντας το βιος τους και τον πολιτισμό τους για να εγκατασταθούν υποχρεωτικά σε πόλεις, από το καθεστώς της ξενοκρατίας που θέλει να απομονώσει τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Εκατοντάδες χιλιάδες δημοκρατικοί πολίτες έχουν δολοφονηθεί, βασανιστεί, φυλακιστεί και εξοριστεί από τις συμμορίες των χιτών, των ταγματασφαλιτών, των δοσιλόγων και τις δυνάμεςι της χωροφυλακής και του λεγόμενου εθνικού στρατού, αλλά και χιλιάδες ένοπλοι και συνεργάτες του κράτους και του παρακράτους έχουν σκοτωθεί στις συρράξεις, από τη Θράκη μέχρι την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Από τη φοβερή αυτή δεκαετία του 1940, ο λαός, ο λαουτζίκος, ο άνθρωπος του μόχθου, βγαίνει βαριά ηττημένος και πληγωμένος. Με κουτσουρεμένα πολιτικά δικαιώματα, πάμφτωχος και υπό διαρκή παρακολούθηση προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια του. Αστυνομία και χωροφυλακή εποπτεύουν τους πάντες∙ οι χαρακτηρισμένες οικογένειες έχουν ειδική μεταχείριση∙ τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων καθορίζουν τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις∙ οι φυλακισμένοι και οι εξορισμένοι ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες∙ οι πρόσφυγες του εμφυλίου είναι επίσης δεκάδες χιλιάδες σκορπισμένοι από τη Βαλτική Θάλασσα στη βόρεια Πολωνία μέχρι την μακρινή Τασκένδη στα βάθη της Ασίας, στο Καζαχστάν. Και οι ξενόδουλες κυβερνήσεις, έχοντας εξουδετερώσει δια πυρός και σιδήρου κάθε αντίδραση και αντίρρηση, δεν διστάζουν να στείλουν νεαρά Ελληνόπουλα στην Άπω Ανατολή να πολεμήσουν για τους Αμερικάνους εναντίον των Κορεατών, για τους οποίους οι περισσότεροι Έλληνες δεν γνώριζαν ούτε την ύπαρξή τους.

 

Πατριωτικό και δημοκρατικό φρόνημα

Μέσα σε όλη τη δεκαετία του 1950, με γεμάτες τις φυλακές και τα ξερονήσια με την αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας, δημοκράτες αγωνιστές που έδωσαν τη ζωή τους χωρίς ιδιοτέλεια πολεμώντας όλους τους κατακτητές, συνεχίζονται μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι εκτελέσεις στελεχών του ΚΚΕ, με παγκόσμιο σάλο για την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, και μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1960 γίνονται μαζικές δίκες με καταδίκες σε θάνατο και σε ισόβια δεσμά πατριωτών υψηλού ηθικού αναστήματος με τον επαίσχυντο νόμο περί κατασκοπίας.

Εντωμεταξύ, ξεσπάει ο κυπριακός αγώνας για την απελευθέρωση του νησιού από την αγγλική αποικιοκρατία, προσθέτοντας άλλη μία πληγή στο ήδη πολυτραυματισμένο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, που βρίσκει τη δύναμη να συμπαρασταθεί παρ’ όλη τη λυσσασμένη προσπάθεια της καθεστηκυίας τάξης να αφήσει το λαό στο περιθώριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο συλλαλητήριο που έγινε στην Αθήνα για το Κυπριακό, το Μάη του 1956, η αστυνομία του παλατιού με επικεφαλής τον νεοδιορισμένο πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή σκοτώνει και τραυματίζει με σφαίρες 165 διαδηλωτές που θέλουν να φτάσουν στην αγγλική πρεσβεία! Με σφαίρες!!!

Η ενδοτική εξουσία δολοφόνησε στην ψύχρα τους πολίτες που βγήκαν να υποστηρίξουν τον αντιιμπεριαλιστικό απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων και να διαμαρτυρηθούν όσο πιο έντονα γινόταν για να αποτρέψουν τον επικείμενο απαγχονισμό των αγωνιστών Μιχαλάκη Καραολή και Αντρέα Δημητρίου από τις αγγλικές δυνάμεις κατοχής του νησιού.

Και σαν μην έφταναν όλα αυτά ενθαρρύνεται η μαζική μετανάστευση που εξυπηρετεί τα μητροπολιτικά κέντρα που χρειάζονται ανειδίκευτους εργάτες, που απονεκρώνει μεγάλο μέρος της υπαίθρου, στερεί τον τόπο από τα πιο υγιή, νεανικά και στιβαρά χέρια και διαλύει τις οικογένειες προκαλώντας αφόρητη θλίψη και μαράζι.

Η εκπληκτική επιτυχία της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958, που κατέστησαν το μετωπικό κόμμα της Αριστεράς αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 24,4% και 79 βουλευτές, σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας, επιβεβαιώνει την ύπαρξη του δημοκρατικού φρονήματος και του αγωνιστικού πνεύματος μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού, που δεν πτοείται από τις κακουχίες και τις διώξεις, αλλά δεν έχει και άλλο τρόπο να εκφραστεί, τουλάχιστον μέχρι να βρει εναλλακτικές μορφές έκφρασης, γιατί τα πάντα τα σκιάζει η φοβέρα και τα απαγορεύει η ακονισμένη σπάθη της λογοκρισίας.

 

Κάθε κοινωνικό σώμα έχει το τραγούδι του

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, που δύσκολα μπορεί να τις φανταστεί σήμερα ένας πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τη διαμεσολάβηση μιας μακριάς περιόδου σχετικής ειρήνης και ευημερίας, σε καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας και κοινωνικού αποκλεισμού, όλη αυτή η απόγνωση, ο πόνος, ο θυμός, η συντριβή, το συναισθηματικό βάρος και η αίσθηση του αποκλεισμένου, του περιθωριακού και καταφρονημένου, βρίσκουν διέξοδο μέσα από το λαϊκό τραγούδι. Μέσα απ’ αυτό τον δίαυλο έκφρασης, που από τη φύση του παράγεται και διαδίδεται πιο εύκολα, που μορφοποιείται μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου και μεταδίδεται στόμα με στόμα, γεννιέται, ξεχύνεται και εξωτερικεύεται όλο το εσωτερικό είναι του λαϊκού κόσμου. Οι μουσικές και οι στίχοι των λαϊκών τραγουδιών ζυμώνονται στις γειτονιές, στα σπίτια, τις παρέες, τα καφενεία και τις ταβέρνες και μορφοποιούνται από τα ταλαντούχα στοιχεία του κάθε τόπου, λαϊκούς μουσικούς και λαϊκούς στιχουργούς, και μεταφέρονται στον περίγυρο και την κοινωνία από τους πλέον καλλίφωνους της παρέας και του σιναφιού. Η ασφυκτική λογοκρισία μπορεί να κόψει μοτίβα και στίχους, αλλά δεν μπορεί να κόψει το ύφος και ό,τι υπονοείται ακόμα και με πολύ έμμεσο τρόπο, ακόμα και με τραγούδια που αυτό δεν είναι καθόλου μέσα στην πρόθεση του δημιουργού τους. Δηλαδή, κι ένα φτηνιάρικο ερωτικό τραγούδι είναι μέρος ενός συνόλου, ακόμα κι αν το ίδιο είναι ανάξιο λόγου ή και απωθητικό.

Πώς, λοιπόν, αυτή η σκοτεινή, μαύρη κι άραχνη περίοδος θα μπορούσε να εκφραστεί πιο αντιπροσωπευτικά, γνήσια και παραστατικά, αν όχι μέσα από τα τραγούδια που μιλάνε την ίδια γλώσσα, με το ίδιο ύφος και προέρχονται από την ίδια τάξη ανθρώπων; Χωρίς εξωραϊσμούς και χωρίς προσπάθεια να γίνουν αρεστά έξω από το συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο και την αντίστοιχη κοινωνική τάξη;

Αυτή η κοινωνική τάξη, η λαϊκή, σε εκείνη τουλάχιστον τη φάση της εξέλιξής της, δεν θέλει να εκφραστεί χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί η αντίπαλη τάξη, η άρχουσα. Είναι ακόμα οχυρωμένη στο πολιτισμικό της κάστρο κι από κει εκτοξεύει τα μαργαριτάρια της, αλλά και τη λάσπη της. Μάλιστα, για τους πιο συνειδητά ενταγμένους σ’ αυτή την τάξη, στο λαϊκό στρώμα και την πολιτισμική του παράδοση, αυτή η διαφορά ήταν ζητούμενη, ήταν συστατικό στοιχείο της ταυτότητας του καλλιτέχνη και του καλλιτεχνικού του προϊόντος, που τον έδενε σφιχτά και δημιουργικά με τους όμοιούς του. Δεν ήταν από αδυναμία, αλλά από φυσική ένταξη κι από άποψη.

 

Δύσκολη η ανάγνωση κάθε φαινομένου

Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να δει κανείς όλη την εικόνα κι όχι τμήματά της, όσο κι αν αυτά είναι χαρακτηριστικά. Συνήθως, όταν αναφερόμαστε σε μια εποχή, θυμόμαστε τα τραγούδια που έκαναν τη μεγαλύτερη αίσθηση και είχαν τη μεγαλύτερη απήχηση. Λογικό είναι αυτό. Αλλά αυτό δεν είναι το όλο. Και, με την έλλειψη του υπόλοιπου, μπορεί ενδεχομένως να δώσει μια εικόνα εν μέρει αντιπροσωπευτική έως και στρεβλωτική.

Μια βαθιά μελέτη του ζητήματος πρέπει να δει όλο το εύρος των τραγουδιών. Πράγμα πλέον αδύνατο, γιατί ακόμα και τώρα που οι κατάλογοι των τραγουδιών που έχουν εκδοθεί από την αρχή της δισκογραφίας μέχρι σήμερα έχουν συμπληρωθεί, δεν υπάρχουν οι αναγκαίες πληροφορίες για την απήχηση που είχαν όλα αυτά τα τραγούδια ώστε κανείς να αποκτήσει μια πιο βαθιά αντίληψη του κλίματος της εποχής όπως αυτό εκφραζόταν μέσα από τα τραγούδια. Βέβαια, ακόμα κι αυτή η πληροφορία, για τα χιλιάδες τραγούδια που έχουν καταχωρηθεί σε καταλόγους, τίτλο-τίτλο, χρονιά-χρονιά, καλλιτέχνη-καλλιτέχνη, εμπλουτίζει την εικόνα κάθε εποχής, βοηθάει το πλησίασμά της, και είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Πιο εύκολα είναι τα πράγματα για τις εποχές που έχουμε ζήσει και έχουμε μια αίσθηση από πρώτο χέρι, αλλά για τις παλιότερες εποχές οι αναλύσεις και οι περιγραφές σε βάθος και πλάτος είναι περιορισμένες και μάλλον ανεπαρκείς.

Εντούτοις, επιστρέφοντας στη δεκαετία του 1950, που δεν είναι τόσο αρχαία και πολλοί έχουμε εκεί την αφετηρία μας, είναι πιο εφικτό να την προσεγγίσουμε σε κάποιο βάθος με την πεποίθηση ότι δεν θα πέσουμε πάρα πολύ έξω στις αναλύσεις, εκτιμήσεις και αξιολογήσεις μας.

Με αυτό κατά νου, και με την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής γύρω από το τραγούδι, μπορώ να πω με μεγάλη βεβαιότητα ότι το λαϊκό τραγούδι στη δεκαετία του 1950 εξέφραζε με μεγάλη πιστότητα τα ατομικά συναισθήματα, αλλά και τα συλλογικά συναισθήματα των ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων. Και, με αυτή την έννοια, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς οδικούς χάρτες για την κατανόηση εκείνης της σκοτεινής περιόδου της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Κι ας μην αρέσει σε πολλούς, ακόμα και φίλους που έχουν άλλα γούστα, διαφορετικά ή πιο νεωτερικά, και δυσκολεύονται ή αρνούνται, λόγω κουλτούρας γενικώς, να αποδεχτούν το λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του ’50 και να το απολαύσουν κιόλας θαυμάζοντάς το. Ακόμα ακούω για τον Στέλιο Καζαντζίδη που τραγουδάει κλαψιάρικα και για τον Μανώλη Αγγελόπουλο που τραγουδάει γύφτικα, που σημαίνει ότι δεν καταλαβαινόμαστε. Γιατί όσο κατανοητό είναι να μην σου αρέσει το έργο ενός καλλιτέχνη, άλλο τόσο είναι ακατανόητο να το απορρίπτεις επειδή δεν το καταλαβαίνεις. Και γι’ αυτό, σ’ αυτό το θέμα που σηκώνει πολλή συζήτηση, θα επανέρχομαι με κάθε ευκαιρία.

 

Στέλιος Ελληνιάδης 

(Από την εκπομπή «Ένα ραδιοφωνικό περιοδικό: Το ντέφι που πάει παντού» Στο Κόκκινο 105.5, που μεταδίδεται κάθε βράδυ στις 9, Δευτέρα με Παρασκευή)

 

φωτο Τάκη Πανανίδη, «Τα Θρυλικά του ’60-’65», εκδ. ντέφι

Σχόλια

Exit mobile version