«Δεν διδασκόμαστε τη λατινική και την αρχαία ελληνική για να τις μιλήσουμε ούτε για να κάνουμε τους υπαλλήλους ξενοδοχείου, τους μεταφραστές ή οτιδήποτε άλλο. Τις διδασκόμαστε για να γνωρίσουμε τον πολιτισμό δύο λαών, η ζωή των οποίων τίθεται ως βάση του παγκόσμιου πολιτισμού. Η λατινική γλώσσα, όπως και η αρχαία ελληνική διδάσκεται σύμφωνα με τη γραμματική, κάπως μηχανιστικά. Αλλά είναι ιδιαίτερα υπερβολική η κατηγορία περί μηχανιστικού και περί κενότητας. Έχουμε να κάνουμε με νέα παιδιά, τα οποία πρέπει να αποκτήσουν συγκεκριμένες συνήθειες: την επιμέλεια, την ακρίβεια, τη φυσική μετριοπάθεια και την ψυχική συγκέντρωση σε συγκεκριμένα αντικείμενα. Ένας μελετητής τριάντα – σαράντα ετών θα ήταν ικανός να κάθεται στο γραφείο δεκαέξι συνεχόμενες ώρες, εάν δεν είχε από παιδί αποκτήσει «καταναγκαστικά», με «μηχανικό εξαναγκασμό» τις ανάλογες ψυχοφυσικές συνήθειες; […]
Σε μια νέα πολιτική κατάσταση, αυτά τα ζητήματα θα γίνουν οξύτατα και θα πρέπει να αντισταθούμε στην τάση να κάνουμε εύκολο αυτό που δεν μπορεί να γίνει εύκολο παρά μόνο αν χάσει τη φύση του. Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο σώμα διανοουμένων  μέχρι τα πιο υψηλά σημεία, από ένα κοινωνικό στρώμα που παραδοσιακά δεν έχει αναπτύξει τις κατάλληλες ψυχο-φυσικές συνήθειες, θα πρέπει να ξεπεράσουμε ανήκουστες δυσκολίες».

Το παραπάνω απόσπασμα δεν γράφτηκε από έναν συντηρητικό φιλόλογο του 19ου αιώνα, δεν είναι απόσπασμα επιφυλλίδας του Παπανούτσου. Ανήκει στα «Τετράδια της Φυλακής» [Quaderni dal Carcere, 4 [XIII], 55] του Αντόνιο Γκράμσι. Ανέτρεξα σε αυτό τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την ειδησεογραφία αλλά και τις διαρροές που εκπορεύονται από το υπουργείο Παιδείας σχετικά με το νέο σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Σύμφωνα με αυτές, συζητιέται η ιδέα να αφαιρεθούν τα λατινικά από εξεταζόμενο μάθημα της θεωρητικής κατεύθυνσης για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Ήδη, αφαιρέθηκε η μετάφραση του διδαγμένου αρχαιοελληνικού κειμένου από τις πανελλαδικές εξετάσεις και αντικαταστάθηκε από περισσότερες ερωτήσεις κατανόησης και παραβολής με άλλα κείμενα. Η βασική επιχειρηματολογία επί αυτού ήταν ότι οι μαθητές μάθαιναν με «παπαγαλία» τη μετάφραση του διδαγμένου κειμένου.

Στο «καινοτόμο» παράδειγμα του σύγχρονου ολοκληρωτισμού δεν είναι αίτημα η ακριβολόγα περιγραφή, ούτε η σημασία στη λεπτομέρεια που απαιτούσε η ενασχόληση με τα «στριφνά» κείμενα των κλασικών γλωσσών. Τις λεπτομέρειες πλέον μας τις παρέχει το κινητό τηλέφωνο, το τρίτο μας χέρι

Δύο είναι οι λόγοι αυτών των «μεταρρυθμιστικών» συζητήσεων και αποπειρών. Ο πρώτος είναι ότι χωρίς να κοστίζουν τίποτα δίνουν μια χροιά «προοδευτικότητας» στις εκπαιδευτικές πολιτικές. Με αυτόν θα μπορούσε κανείς να μην ασχοληθεί και να τον εντάξει στους συνήθεις εντυπωσιασμούς της κυβερνητικής πολιτικής. Ο δεύτερος και σημαντικότερος όμως είναι το ιδεολογικό επιχείρημα που υπόκειται αυτών των μεταρρυθμίσεων: το επιχείρημα ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν έχει ανάγκη από την κοπιαστική, επαναληπτική διαδικασία μάθησης που οδηγεί στη γνώση. Το επιχείρημα ότι η σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη δίνει τις δυνατότητες σε όλους να έχουν «περίπου γνώση» για τα πάντα χωρίς ιδιαίτερο κόπο, χωρίς την «κενότητα» της μηχανιστικής γνώσης.

Αυτά τα επιχειρήματα δεν εκπορεύονται απλώς από την κυβερνητική πολιτική, είναι διαδεδομένα σε ευρέα στρώματα της κοινωνίας και μάλιστα και σε εκπροσώπους της «προοδευτικής/ριζοσπαστικής» σκέψης. Σε αυτό το υπόβαθρο στηρίζεται και όλη η λογική των «δεξιοτήτων» που πρέπει να προσφέρει το σύγχρονο σχολείο κατά την νεοφιλελεύθερη άποψη και τους θεσμούς που την επιβάλλουν στην εκπαίδευση.

Επομένως, για να επιστρέψουμε στην εξέταση των γλωσσικών μαθημάτων δεν είναι απαραίτητη η μετάφραση αφού μπορεί να οδηγήσει στην παπαγαλία –είναι, αλήθεια, δυνατόν εξεταστής γλωσσικού μαθήματος να μην καταλάβει πότε ο μαθητής καταλαβαίνει τι μεταφράζει και πότε όχι; Εκείνο που είναι απαραίτητο κατά τις «καινοτόμες» πρακτικές είναι να κατανοεί (περίπου) και να συγκρίνει με άλλα παράλληλα κείμενα.

Αυτό που έχει συμβεί μεθοδολογικά είναι το εξής: η μεθοδολογία της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών (όπου όντως δεν χρειάζεται η κατά λέξη μετάφραση) μεταφέρεται στη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, της νέας ελληνικής, και στη συνέχεια και στη διδασκαλία των κλασικών γλωσσών (αρχαίας ελληνικής και λατινικής), τις οποίες προφανώς δεν τις διδάσκουμε για να τις μιλήσουν οι μαθητές μας, αλλά γιατί σε αυτές στηρίχθηκε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, τον οποίο έχουμε ανάγκη να γνωρίσουμε και βεβαίως να τον κρίνουμε και να τον υπερβούμε με έναν νέο ανθρωπισμό καθολικού χαρακτήρα.

Στο «καινοτόμο» παράδειγμα του σύγχρονου ολοκληρωτισμού δεν είναι αίτημα η ακριβολόγα περιγραφή, ούτε η σημασία στη λεπτομέρεια που απαιτούσε η ενασχόληση με τα «στριφνά» κείμενα των κλασικών γλωσσών. Τις λεπτομέρειες πλέον μας τις παρέχει το κινητό τηλέφωνο, το τρίτο μας χέρι.

Δύο είναι οι λόγοι αυτών των «μεταρρυθμιστικών» συζητήσεων και αποπειρών. Ο πρώτος είναι ότι χωρίς να κοστίζουν τίποτα δίνουν μια χροιά «προοδευτικότητας» στις εκπαιδευτικές πολιτικές. Ο δεύτερος και σημαντικότερος όμως είναι το ιδεολογικό επιχείρημα ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν έχει ανάγκη από την κοπιαστική, επαναληπτική διαδικασία μάθησης που οδηγεί στη γνώση

Δεν είναι τυχαία άλλωστε η γενική υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών –και στις προτιμήσεις των νέων. Οι φετινές βάσεις των Φιλολογικών Τμημάτων είναι αρκετά χαμηλά, ενώ εκτοξεύονται οι βάσεις στα Τμήματα Ψυχολογίας. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι μόνο προϊόν της ελπίδας για επαγγελματική αποκατάσταση, αλλά και σαφές αποτέλεσμα της ιδεολογικής κυριαρχίας του ατομικού. Δεν υπάρχει ελπίδα σε συλλογικό επίπεδο, όλα πρέπει να αντιμετωπιστούν από το άτομο και την ψυχολογία του. Επίσης, παρατηρείται η εκτόξευση των βάσεων στα Τμήματα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, μιας και βρισκόμαστε σε καθεστώς άτυπης διγλωσσίας (ελληνικής – αγγλικής). Η Άννα Διαμαντοπούλου με την σχετική πρόταση πριν μερικά χρόνια να γίνει και επίσημη αυτή η διγλωσσία έχει κάθε λόγο να αισθάνεται πρωτοπόρος.

Σε αυτό το πλαίσιο, ποιος θα ξαναδιαβάσει τον Γκράμσι; Ακούγεται σαν αυστηρός γυμνασιάρχης της δεκαετίας του 50.

Ποιος θα μιλήσει για την ανάγκη να ξανα-ανοίξουν στη χώρα Κλασικά Λύκεια; Θα θεωρηθεί τουλάχιστον εθνικιστής.

Σίγουρα όμως πολλοί νέοι και νέες θα νιώσουν την ανάγκη να στηρίξουν κάπου τη ζωή τους πέρα από τον νεοφιλελεύθερο ή τον νεο-αριστερό ατομισμό. Και σε αυτήν την ανάγκη τα κλασικά κείμενα και η διδασκαλία τους θα είναι εκεί και θα περιμένουν.

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, τα λατινικά στη θέση τους!

*Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!