Επιμέλεια: Ερρίκος Φινάλης

Τα Κίτρινα Γιλέκα αποτελούν την κραυγή μιας Γαλλίας που νιώθει (και είναι) εγκαταλειμμένη. Μιας Γαλλίας που κυβερνιέται από έναν πρόεδρο ο οποίος είναι (και το φωνάζει) το χρυσό παιδί της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας και του μπλοκ της παγκοσμιοποίησης, και ενσαρκώνει την πιο βαθιά περιφρόνηση των ελίτ προς τις λαϊκές μάζες. Μιας Γαλλίας, όχι αυτής των φωτεινών βουλεβάρτων του Παρισιού αλλά πληβειακής, που συνεχώς σπρώχνεται στο περιθώριο και ξεχνιέται στο σκοτάδι των προαστίων και της περιφέρειας. Αυτή η κραυγή προστίθεται στα προηγούμενα κοινωνικά κινήματα που ξεσπούν κατά κύματα, για να υποχωρήσουν και να ξανασχηματιστούν με νέα μορφή – από την εξέγερση των προαστίων του 2005 στις μεγάλες απεργίες και διαδηλώσεις της επόμενης περιόδου, κι από το κίνημα Nuit Debout πριν δυόμιση χρόνια στα Κίτρινα Γιλέκα τώρα.

Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, η παραδοσιακή Δεξιά συμπιέζεται, η λεπενική Ακροδεξιά μετασχηματίζεται, από τα ερείπια της υπό εξαφάνιση παραδοσιακής Αριστεράς αναδύεται η Ανυπότακτη Γαλλία, οι «σοσιαλιστές» σχεδόν εξαϋλώνονται και πολλοί από αυτούς στελεχώνουν το νέο σωσίβιο που φτιάχτηκε με επικεφαλής τον Μακρόν, γενικά το τοπίο αλλάζει – για να μην αλλάξει η ουσία της ασκούμενης πολιτικής. Αλλά η βαθιά δυσαρέσκεια που διαπερνά τη λαϊκή πλειοψηφία παραμένει, άλλοτε σιωπηρή κι άλλοτε ηχηρή. Οι συνθήκες αλλάζουν, το ίδιο και οι μορφές διαμαρτυρίας, όμως τα ξεσπάσματα επιστρέφουν, αυξάνοντας τους φόβους των ελίτ και την αστάθεια του πολιτικού συστήματος. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η αντιμετώπιση των διαμαρτυρόμενων από τους εκάστοτε κυβερνώντες: παλιότερα «χούλιγκαν», έπειτα «ανεύθυνοι», μετά «αιθεροβάμονες», τώρα «λαϊκιστές και ακροδεξιοί».

Η επιχείρηση αποδόμησης και συκοφάντησης του τωρινού κύματος διαμαρτυρίας δεν έχει επιτυχία. Όπως επεσήμαινε και το προηγούμενο φύλλο του Δρόμου, «η λαϊκή πλειοψηφία υποστηρίζει τα Κίτρινα Γιλέκα», παρά τον οχετό παραπληροφόρησης που αδειάζουν πάνω τους οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης – με τα πλέον… πεφωτισμένα και προοδευτικά ΜΜΕ στην πρώτη γραμμή αυτής της «αντιλαϊκίστικης» καμπάνιας. Δημοσιεύουμε σήμερα μια κατατοπιστική ανάλυση του Ζακ Σαπίρ για το κίνημα που έχει αναστατώσει τη Γαλλία, και τις σκέψεις του για το πώς αυτό μπορεί να έχει συνέχεια. Επίσης, σε ξεχωριστό πλαίσιο δημοσιεύουμε ορισμένα στοιχεία που παραθέτει ο ίδιος σε επόμενο άρθρο του για να καταδείξει το βαθμό αποδοχής του κινήματος στην γαλλική κοινωνία και τον κίνδυνο που εκπροσωπεί για την κυβέρνηση Μακρόν.

Τα Κίτρινα Γιλέκα και η οργή των λαϊκών μαζών

του Ζακ Σαπίρ*

Η 17η Νοεμβρίου των Κίτρινων Γιλέκων ολοκληρώθηκε σημειώνοντας μαζική επιτυχία, με πάνω από 2.000 σημεία αποκλεισμού τελικά, ενώ οι διοργανωτές είχαν ανακοινώσει 1.500 αρχικά. Οι αριθμοί συμμετοχής που δίνει το Υπουργείο Εσωτερικών φαίνεται να είναι κατά πολύ κατώτεροι των πραγματικών. Δυστυχώς, αυτή η επιτυχία σημαδεύτηκε από το πένθος για το θάνατο μιας διαδηλώτριας και από πολλούς τραυματισμούς – που στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλονται σε οδηγούς οι οποίοι προσπάθησαν να σπάσουν τα μπλόκα**. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η επιτυχία αποτελεί μια πρόκληση για τα πολιτικά κινήματα και τα συνδικάτα. Δεδομένου ότι η πλειοψηφία (το κόμμα LAREM του Μακρόν) και οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι της εκφράζονται με απέχθεια για αυτό το κίνημα, αξίζει να αναρωτηθούμε για τη σημασία του και την πιθανή συνέχειά του.

Στα συνθήματα εκφράζεται μίσος για τους εκπροσώπους της μποέμικης-μπουρζουάδικης Γαλλίας, κι αυτό δείχνει ευκρινώς που βρίσκεται το ρήγμα – το οποίο, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε κάποιους, είναι ταξικό.

Ημέρα οργής

Το κίνημα πυροδοτήθηκε από την ανακοίνωση για αύξηση της τιμής των καυσίμων. Αλλά μέσα από αυτό διοχετεύεται μια πολύ πιο βαθιά οργή, με πολύ πιο σύνθετες αιτίες. Το ζήτημα της τιμής των καυσίμων αφορά αυτό που αποκαλούμε «περιορισμένη κατανάλωση» των νοικοκυριών των λαϊκών τάξεων. Όμως μια απλή αύξηση της τιμής των καυσίμων δεν θα είχε προκαλέσει τέτοια οργή, αν δεν ερχόταν να προστεθεί σε πολλαπλές αυξήσεις, αλλά και σε μια φορολογική πίεση για την οποία οι λαϊκές τάξεις έχουν την εντύπωση ότι πληρώνουν πολύ περισσότερο απ’ όσο τους αναλογεί. Στη βάση αυτής της οργής βρίσκονται οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις που αποφασίστηκαν εδώ κι ένα χρόνο από την κυβέρνηση –μεταξύ των οποίων η κατάργηση του Φόρου Περιουσίας– καθώς και τα μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις (ας θυμηθούμε εδώ τα 44 δισεκατομμύρια της «Φορολογικής Πίστωσης για την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση» που δόθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις με αντάλλαγμα τη δημιουργία μερικών θέσεων απασχόλησης). Το κυρίαρχο εν προκειμένω είναι η αίσθηση φορολογικής αδικίας.

Ας προσθέσουμε σ’ αυτό τα επιεικώς απαράδεκτα λόγια ενός Προέδρου της Δημοκρατίας που, αποδεδειγμένα, δεν διαθέτει την παραμικρή ενσυναίσθηση για τις λαϊκές μάζες. Ενός Προέδρου που γοητεύεται από τους start-upers (αυτούς που λανσάρουν «καινοτόμες επιχειρήσεις») και από τον πλούτο – οι υπόλοιποι, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του, είναι «το τίποτα»… Είναι γνωστοί αυτού του είδους οι προσβλητικοί όροι που εδώ και χρόνια ξεστομίζει για τις λαϊκές τάξεις. Και δεν έχουν ξεχαστεί από αυτούς τους οποίους αφορούσαν. Λένε ότι οι Γάλλοι έχουν κοντή μνήμη. Τώρα αυτοί αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο.

Όλα αυτά συνέπηξαν μια εξέγερση που σκαρφαλώνει από τα βάθη της περιφερειακής Γαλλίας, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του γεωγράφου Κριστόφ Γκιγί. Το μίσος προς τους εκπροσώπους της μποέμικης-μπουρζουάδικης Γαλλίας δείχνει ευκρινώς που βρίσκεται το ρήγμα. Κι αυτό το ρήγμα, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε κάποιους, είναι ταξικό. Τα πολιτικά συνθήματα που ακούσαμε δεν οφείλονται στη συμμετοχή αριστερών αγωνιστών αλλά, κυρίως, στο γεγονός ότι αυτές οι λαϊκές τάξεις ταυτοποιούν αυθόρμητα την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο ως εχθρούς τους.

Ενώ μιλούσε στην ολομέλεια της γαλλικής βουλής, ο Ζαν-Ιγκ Ρατενόν (βουλευτής της Ανυπότακτης Γαλλίας από τη Ρεϊνιόν) έβγαλε ξαφνικά ένα κίτρινο γιλέκο, καταγγέλλοντας την «αποικιακού τύπου καταστολή των κινητοποιήσεων από τη γαλλική κυβέρνηση». Η κυβέρνηση Μακρόν επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας στη γαλλική αποικία – χωρίς αποτέλεσμα, αφού τα μπλόκα πολλαπλασιάστηκαν. Ο πρόεδρος της βουλής διέκοψε τη συνεδρίαση, καθώς το κίτρινο γιλέκο θεωρήθηκε «προσβολή του Σώματος»…

Η αυτοοργάνωση, τα προηγούμενά της, τα όρια της και το μέλλον της

Πρόκειται για μια εξέγερση κατά βάση ανοργάνωτη ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, αυτοοργανωμένη. Ξεκίνησε από άτομα και πήρε έκταση στα κοινωνικά δίκτυα. Για πολλούς από τους διαδηλωτές της 17ης Νοεμβρίου ήταν η πρώτη εμπειρία συμμετοχής σε διαδήλωση, σε συλλογικό αγώνα. Αυτή η εμπειρία, αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης, είναι τεράστιας σπουδαιότητας. Διότι, μαθαίνοντας να συντονίζονται και να συνομιλούν μεταξύ τους, τα άτομα παύουν να είναι μεμονωμένοι άνθρωποι. Αποκτούν συνείδηση της δύναμής τους. Γι’ αυτό και αυτό το κίνημα, όσο ετερόκλητο κι αν είναι στην ιδεολογία του, όσο διαφορετικοί κι αν είναι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτό, αποτελεί στα θεμέλιά του ένα προοδευτικό κοινωνικό κίνημα. Επειδή κάθε κοινωνική εμπειρία που βγάζει τα άτομα από την απομόνωσή τους έχει σήμερα έναν προοδευτικό χαρακτήρα.

Έβγαζε μάτι η αγωνία ορισμένων κομμάτων, αλλά και ορισμένων συνδικάτων, μπροστά σε αυτή την εκδήλωση. Από την άλλη, η συμμετοχή ηγετικών στελεχών της Ανυπότακτης Γαλλίας δείχνει πολύ καλά πώς αυτή κατανόησε την ουσία αυτού που συμβαίνει. Πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι κι άλλα κόμματα υποστήριξαν, είτε με επιφύλαξη είτε πιο ανοιχτά, αυτήν την εκδήλωση. Επαναλαμβάνοντας μια φράση του εκλεκτού φίλου Μπρουνό Αμάμπλ, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν θα δούμε να συγκροτείται σε αυτή τη βάση ένα «αντιαστικό μπλοκ», ικανό να ορθωθεί απέναντι στο «αστικό μπλοκ» που σήμερα κρατά τα ηνία.

Διότι αυτό που δίνει δύναμη στα Κίτρινα Γιλέκα αποτελεί, ταυτόχρονα, και την αδυναμία τους. Εάν στόχος είναι η κινητοποίηση να διαρκέσει και να αντέξει την αδιαλλαξία της κυβέρνησης, είναι προφανές ότι πρέπει να αποκτήσει μια μορφή δομής. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, και τα μέσα πίεσης της κυβέρνησης θα αυξηθούν ανάλογα. Θυμόμαστε πώς ο Ζορζ Κλεμανσό, τότε υπουργός Εσωτερικών, χειραγώγησε τον Μαρσελέν Αλμπέρ, ηγέτη της εξέγερσης του Μιντί το 1907 – από την οποία μας έμεινε το τραγούδι «Δόξα στο 17ο Σύνταγμα Πεζικού», οι στρατιώτες του οποίου συναδελφώθηκαν με τους διαδηλωτές. Άρα τα Κίτρινα Γιλέκα έχουν κάθε συμφέρον να επιλέξουν μια δομή τύπου επιτροπών δράσης, με περιφερειακό και εθνικό συντονισμό, η οποία, πέρα από την προετοιμασία μιας μέρας διαδηλώσεων, θα επιτρέπει τον δημοκρατικό έλεγχο.

Πέρα από τον πάντα παρόντα κίνδυνο χειραγώγησης, η κινητοποίηση οφείλει να θέσει στον εαυτό της τα ζητήματα της διεύρυνσης του κινήματος, αλλά και των μορφών που θα έχει και των στόχων που θα θέσει. Η επιμονή στα μπλόκα και σε διαδηλώσεις, που συνεχίστηκαν την Κυριακή 18 Νοεμβρίου, όπως και η επέκταση σε υπερπόντια εδάφη, όλα δείχνουν ότι πιθανά βρισκόμαστε στις παραμονές κάτι πολύ μεγαλύτερου από μια απλή διαμαρτυρία ενάντια σε φόρους.

Η ανυπαρξία των συνδικάτων και οι δυνατότητες αυτής της κινητοποίησης

Πρέπει ωστόσο να επανέλθουμε στην ανυπαρξία των συνδικάτων και στη συνέπειά της: την απουσία θεσμικών εκπροσώπων των Κίτρινων Γιλέκων. Πολλές αιτίες εξηγούν αυτήν την ανυπαρξία, και μία μόνο από αυτές είναι η γραφειοκρατικοποίηση των μεγάλων συνομοσπονδιών. Όταν όμως μία κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να εξαφανίσει τα συνδικάτα ως κοινωνικές δυνάμεις, το τελευταίο που δικαιούται είναι να «λυπάται» για την απουσία θεσμικών εκπροσώπων στο κίνημα της 17ης Νοεμβρίου – εκπροσώπων με τους οποίους θα μπορούσε, ενδεχομένως, να διαπραγματευθεί.

Για πολλούς από τους διαδηλωτές της 17ης Νοεμβρίου ήταν η πρώτη εμπειρία συμμετοχής σε διαδήλωση, σε συλλογικό αγώνα. Αυτή η εμπειρία, αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης, είναι τεράστιας σπουδαιότητας.

Τον Μάη του 1968 ήταν τα συνδικάτα, και πρώτη η CGT, που εργάστηκαν για τον συμβιβασμό –τις συμφωνίες της Γκρενέλ– ώστε να υπάρξει μια μη επαναστατική διέξοδος του κινήματος. Αυτές οι συμφωνίες ήταν αρκούντως παραδειγματικές ώστε η λέξη «Γκρενέλ» να χρησιμοποιείται σήμερα κατά το δοκούν από τους πάντες. Αυτό θα είναι δύσκολο να επαναληφθεί, εκτός κι αν επιτευχθεί το καπέλωμα της κινητοποίησης. Άρα η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέου τύπου κίνημα, ένα κίνημα διεκδικητικό που είναι άμεσος φορέας της κοινωνικής αμφισβήτησης. Εκτός κι αν το ικανοποιήσει πολύ σύντομα, κάτι που δύσκολα διαφαίνεται ως πιθανότητα, η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε δύο πιθανούς υφάλους:

Ο πρώτος είναι αυτή η κινητοποίηση να συνεχίσει να δυναμώνει μέχρι του σημείου να πετυχαίνει, εδώ κι εκεί, μια συναδέλφωση με τις δυνάμεις καταστολής. Αυτό είναι, για την κυβέρνηση, το χειρότερο σενάριο. Παρ’ όλο που σήμερα αυτό είναι ένα ενδεχόμενο πολύ απίθανο, θα σημάνει το μετασχηματισμό αυτής της κινητοποίησης σε ένα ντε φάκτο εξεγερσιακό κίνημα .

Ο δεύτερος, και πιθανότερος ύφαλος, είναι αυτή η κινητοποίηση τελικά να φυλλορροήσει ελλείψει συγκεκριμένων προοπτικών και μιας αδυναμίας να συνδεθεί με άλλους τομείς του πληθυσμού. Αλλά ακόμη κι αν αυτό το κίνημα υποχωρήσει, δεν θα πρόκειται παρά για μια φαινομενική υποχώρηση. Η οργή, αυτή τη φορά και η πικρία, θα είναι πάντα παρούσες, περιμένοντας μια αφορμή για να ξαναβγουν στην επιφάνεια – και μια ευκαιρία (ιδίως εκλογική) για να εκφραστούν. Οπότε, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να αντιμετωπίσει είτε έναν τεράστιο κίνδυνο βραχυπρόθεσμα, είτε έναν εξίσου τεράστιο κίνδυνο μεσοπρόθεσμα. Το σίγουρο είναι πως ό,τι και να κάνει, από τον κίνδυνο δεν θα απαλλαγεί.

Τέλος, για να ικανοποιήσουμε και τους εραστές της ιστορίας, ιδού η πρώτη στροφή και το ρεφρέν του λαϊκού τραγουδιού «Δόξα στο 17ο Σύνταγμα Πεζικού»:

Δίκαιη ήταν η οργή σας
καθήκον ύψιστο η άρνησή σας
Για χάρη των ισχυρών δεν πρέπει
να σκοτώνουμε τους γονιούς μας
Στρατιώτες, καθάρια η συνείδησή σας:
οι Γάλλοι δεν αλληλοσκοτωνόμαστε
Αρνηθήκατε να βάψετε στο αίμα μας
τις ξιφολόγχες σας, άριστα πράξατε

Γεια σας, γεια και χαρά σε εσάς
γενναίοι στρατιώτες του 17ου
Γεια σας γενναία φανταράκια μας
που σας θαυμάζουμε και σας αγαπάμε
Γεια σας, γεια και χαρά σε εσάς
και στην υπέροχη στάση σας
Αν μας πυροβολούσατε
θα σκοτώνατε τη Δημοκρατία

Ο «σοσιαλιστικής» καταγωγής Κριστόφ Καστανέρ, υπουργός Εσωτερικών του Μακρόν, ανακοίνωσε ότι το περασμένο Σάββατο, στη δεύτερη μέρα πανεθνικής κινητοποίησης των Κίτρινων Γιλέκων, συμμετείχαν… ακριβώς 106.301 διαδηλωτές – θέλοντας έτσι να δώσει μια ψευδή εικόνα ταχείας αποδυνάμωσης του κινήματος διαμαρτυρίας. Στη φωτογραφία, λιμενεργάτες από το Καλέ συμμετέχουν στον αποκλεισμό του αυτοκινητόδρομου A16.

Από τη διαμαρτυρία στην οργή, από την οργή στην πολιτική κρίση

Δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν την επίδραση της οργής των Κίτρινων Γιλέκων, αλλά και την πολιτική σύγχυση που επικρατεί στα μυαλά μεγάλου μέρους των Γάλλων. Αυτή η σύγχυση είναι σήμερα το μοναδικό πράγμα που επιτρέπει στην εξουσία, και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να συνεχίσουν να επιπλέουν και να διατηρούν μια βιτρίνα νομιμοποίησης. Αλλά τίποτα δεν βεβαιώνει ότι αυτό θα κρατήσει για πολύ. Αυτό που αρχικά εκλήφθηκε ως «μερική διεκδίκηση» είναι στα πρόθυρα μετασχηματισμού σε μια πραγματική και πολιτική κρίση. Μέσω του ζητήματος της αγοραστικής δύναμης, σταδιακά ενώνει διαφορετικές κατηγορίες Γάλλων. Και μέσω του συμβολικού ριζώματός του στα εδάφη των περιφερειών, αντιπροσωπεύει την οργή των ξεχασμένων. Από την άλλη, είναι μια κρίση της οποίας ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ακόμη σχετικά βραδύς. Είναι όμως ήδη σαφές ότι αυτή η κινητοποίηση δεν θα είναι παρά ένα στάδιο στο ξεδίπλωμα της πολιτικής κρίσης.

Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στις δημοσκοπήσεις είναι η λαϊκή στήριξη που απολαμβάνουν τα Κίτρινα Γιλέκα, παρά τις συστηματικές καμπάνιες μίσους των ΜΜΕ εναντίον τους. Ακόμη και η πιο αμφιλεγόμενη μορφή αγώνα, τα μπλόκα στους αυτοκινητόδρομους, συγκεντρώνει 66% συμπάθειας και μόλις 22% αντίθεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα υψηλότερα ποσοστά συμπάθειας σημειώνονται μεταξύ των υποστηρικτών των πιο αντικυβερνητικών δυνάμεων: 88% όσον αφορά τους υποστηρικτές της Εθνικής Συσπείρωσης (Λεπέν) και 83% της Ανυπότακτης Γαλλίας (Μελανσόν). Επίσης, η συμπάθεια εκφράζεται κυρίως από τη Γαλλία των «περιφερειών» κι όχι των μεγάλων πόλεων. Αλλά ακόμη και στις τελευταίες το ποσοστό συμπάθειας προσεγγίζει το 60%. Υπάρχει λοιπόν μια εγκάρσια διάσταση σε αυτό το κίνημα, που ναι μεν εκκινεί από την «περιφερειακή» Γαλλία αλλά φαίνεται να πετυχαίνει να μην μείνει στρατοπεδευμένο εκεί.

Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το ποσοστό συμπάθειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες παρά στους άντρες. Αυτό μοιάζει καταρχήν παράδοξο για ένα κίνημα που πυροδοτήθηκε από την αύξηση της τιμής των καυσίμων. Από την άλλη, είναι ένα κίνημα που αντιστοιχεί σε ξεσηκωμό των φτωχών – άρα είναι λογικό που αγγίζει περισσότερο τις γυναίκες. Με τον ίδιο τρόπο, παρατηρούμε ότι οι νέοι 25-34 ετών αποτελούν τον βασικό όγκο των μαχητών του κινήματος. Οι δημοσκοπήσεις δηλαδή δίνουν την εικόνα ενός λαϊκού κινήματος, που βρίσκει τις ρίζες του κυρίως σε μια Γαλλία που εργάζεται αλλά νιώθει όλο και πιο περιθωριοποιημένη. Όμως το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό του κινήματος είναι ότι κατάφερε να διευρύνει την αρχική βάση εμπιστοσύνης προς αυτό. Κι αυτό είναι που ανησυχεί περισσότερο την κυβέρνηση.

* Ο Ζακ Σαπίρ είναι οικονομολόγος, διευθυντής σπουδών της Ανώτατης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού και επικεφαλής του Κέντρου Μελετών Μεθόδων Εκβιομηχάνισης. Το παρόν άρθρο του δημοσιεύθηκε στις 19/11/2018 στον δικτυακό τόπο «Οι Κρίσεις» (www.les-crises.fr). Εκεί δημοσιεύθηκε στις 24/11/2018 και το άρθρο του «Από τη διαμαρτυρία στην οργή, από την οργή στην πολιτική κρίση», αποσπάσματα και στοιχεία του οποίου παρατίθενται εδώ στο ομώνυμο πλαίσιο. Οι λεζάντες των φωτογραφιών είναι της Σύνταξης.

** Το περασμένο Σάββατο, δεύτερη ημέρα πανεθνικής κινητοποίησης, σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια όταν η αστυνομία, στο Παρίσι και αλλού, προσπάθησε να διαλύσει τις διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων. Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι συνολικά έχουν τραυματιστεί 620 διαδηλωτές, εκ των οποίων 17 σοβαρά, και 136 αστυνομικοί, εκ των οποίων 3 σοβαρά. Συνελήφθησαν 130 διαδηλωτές (42 στο Παρίσι). Οι περισσότεροι κατηγορούνται για «αντίσταση κατά της αρχής» και «ρίψη επικίνδυνων αντικειμένων κατά των δυνάμεων της τάξεως».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!