του Κώστα Γκιώνη

Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έδωσαν τις πιο σκληρές και αιματηρές μάχες κατά του φασισμού σε όλη την τότε κατεχόμενη Ευρώπη, έχοντας στις τάξεις τους ανθρώπους με ισχυρό το αίσθημα της ελευθερίας και της αυταπάρνησης. Άνδρες και γυναίκες ανιδιοτελείς, που στιγμή δεν δείλιασαν μπροστά στον βάρβαρο κατακτητή (Γερμανό, Ιταλό, Βούλγαρο), κι ας είχαν ελάχιστο οπλισμό. Το τελευταίο ήταν μεγάλο πρόβλημα. Υπήρχαν κάποια παλιά όπλα, και μερικά που τα ’κλεβαν από τους τρεις διαφορετικούς στρατούς κατοχής. Συχνά διέθεταν διαφορετικούς τύπους όπλων και σφαιρών: πώς θα μπορούσαν να ταιριάξουν διαφορετικών διαμετρημάτων σφαίρες στα υπάρχοντα όπλα; Επίσης, πώς συντηρούνταν αυτά τα όπλα, πού έβρισκαν ανταλλακτικά και ορυκτέλαιο για τη λίπανση του ατομικού οπλισμού; Ένας μόνιμος αξιωματικός του στρατού αναρωτιόταν: «Ποιος διάβολος τους είπε, πού το μάθανε, πως το βρασμένο λάδι αντικαθιστά πληρέστατα το ορυκτέλαιο; Μυστήριο! Εγώ ποτέ μου δεν το είχα ακούσει αυτό στο στρατό!. Κι όμως, στον ΕΛΑΣ, από τον Μοριά ως τον Έβρο, όλοι οι σκοπευτές οπλοπολυβόλων είχαν το μπουκαλάκι τους με το βρασμένο λάδι» (Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944). Ερωτήματα εύλογα, στα οποία οι απαντήσεις δεν είναι και τόσο γνωστές στο ευρύτερο κοινό. Οι ιστορίες του Κώστα Αλεξάνδρου και του Αλέκου Παπαγεωργίου, που ακολουθούν, θα λύσουν πολλές απορίες, και θα αναδείξουν μια σπουδαία σελίδα της Εθνικής μας Αντίστασης.

Πηγές: Νίτσα Κολιού («Άγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης 1941-44»), Χαράλαμπος Αλεξάνδρου (γιος του Κώστα Αλεξάνδρου), Απόστολος Αποστολάκης και ΣΙΜΕΑ (σελίδα στο fb που ασχολείται με την Εθνική Αντίσταση).

Κώστας Αλεξάνδρου, ο άνθρωπος που έδινε λύσεις

Γεννημένος το 1903 στο χωριό Κερασιά του Πηλίου, σε οικογένεια που κατασκεύαζε κοπτικά και γεωργικά εργαλεία, ξακουστή στην Θεσσαλία, ο Κώστας Αλεξάνδρου κατατάχθηκε στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη. Δήλωσε ειδικότητα οπλουργός: ήταν κυνηγός και γι’ αυτό ήθελε να μάθει την τέχνη του επιδιορθωτή όπλων. Αυτό, σε συνδυασμό με το ταλέντο και την ευρηματικότητά του, θα φανούν πολύ χρήσιμα αργότερα, στα χρόνια της Αντίστασης. Στο πόλεμο του 1940, 37 χρονών, υπηρετεί στη Λάρισα ως ειδικός οπλουργός, όπου συλλέγει γνώση κι εμπειρία από διάφορους τύπους κατασχεθέντων όπλων. Τον Απρίλιο του 1941, μετά την επέλαση των Γερμανών, αναγκάζεται να φύγει νύχτα: παίρνει μαζί του κάποια όπλα και εφόδια, κι επιστρέφει στο χωριό του.

Έχοντας πολύ καλές σχέσεις με τον Διοικητή Ασφαλείας του Βόλου, τον Αγραφιώτη, ο οποίος ήταν επίσης κυνηγός, κατέβαινε συχνά στον Βόλο. Η συνεργασία τους ήταν συνεχής και πολύπλευρη. Ο Αγραφιώτης τον πληροφορούσε για επικείμενες συλλήψεις και ο Αλεξάνδρου, που είχε σχέσεις με τους αντάρτες, καθώς στρατοπέδευαν κοντά στο χωριό του, ειδοποιούσε όποιον έψαχναν οι κατακτητές. Κάποια στιγμή ο Αγραφιώτης, φοβούμενος ότι οι κατακτητές θα αφόπλιζαν την Ασφάλεια, ρώτησε τον Αλεξάνδρου αν υπάρχουν αξιωματικοί στο βουνό. Αυτός του αποκρίθηκε ότι δεν ξέρει, γιατί δεν φοράνε διακριτικά. «Ό,τι και να ’ναι, Έλληνες είναι», είπε τότε ο Αγραφιώτης, και του έδωσε 4 πολεμικά όπλα και 3-4 πιστόλια για τους αντάρτες!

Ο Κώστας Αλεξάνδρου με τα κιάλια κατά τη διάρκεια των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στο Πήλιο (Μάρτιος-Απρίλιος 1944).

Ένταξη στο αντάρτικο και μάχη στην Πόρτα Τρικάλων

Κάποια μέρα ο καπετάνιος Διονύσης Καραντάου έστειλε για επισκευή ένα όπλο Τόμσον στο οπλουργό Κώστα Ταγματάρχη κι αυτός, μέσω του γιου του, το έδωσε στον Κώστα Αλεξάνδρου, που το επιδιόρθωσε. Οι αντάρτες, βλέποντας τις ικανότητές του, του είπαν ότι χρειάζονται έναν οπλουργό, και τον ρώτησαν πόσα χρήματα θέλει για να τους ακολουθήσει. Ο Αλεξάνδρου απάντησε ότι δεν θέλει καμία αμοιβή. Το μόνο που ζήτησε ήταν να μην λείψει το ψωμί από την οικογένεια του… Πήρε τότε εντολή να φύγει για τη Λάρισα. Πηγαίνοντας με τα πόδια, περνούσε από χωριό σε χωριό κι από οργάνωση σε οργάνωση, καταλήγοντας σε μια σπηλιά στον Κίσσαβο. Εκεί του έφεραν ένα οπλοπολυβόλο, που το επισκεύασε, κι έπειτα τον έστειλαν προς την Πίνδο. Μετά από μεγάλη περιπλάνηση (Παλαμά, Καρδίτσα, Κανάλια, Μαυρομάτη, Πόρτα) οι αντάρτες στρατοπέδευσαν ψηλά στη γέφυρα για ένα μήνα.

Εκεί, στην Πόρτα, διεξήχθη στις 7-8 Ιούνη 1943 η ομώνυμη μάχη. Ήταν η πρώτη εκ παρατάξεως μάχη του ΕΛΑΣ κατά των Ιταλών. Στη διάθεσή τους οι αντάρτες είχαν ένα πολυβόλο Χότσκις και 3 χιλιάδες γερμανικές σφαίρες, οι οποίες όμως δεν ταίριαζαν: ήταν 2 χιλιοστά μακρύτερες. Ο Αλεξάνδρου κατάφερε, με προσεκτικά κτυπήματα μ’ ένα σφυρί, να τις μικρύνει ώστε να ταιριάζουν στο πολυβόλο! Ο επιτελάρχης της 1ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ταγματάρχης Μηχανικού Δημήτρης Μπαλής, θα γράψει: «Ο Κώστας Αλεξάνδρου από την Κερασιά Πηλίου εβράχυνε κατά 2 χιλιοστά 3.000 σφαίρες γερμανικές για να χρησιμοποιηθούν από το οπλοπολυβόλο Χότσκις, το μοναδικό που είχαν οι αντάρτες, αλλά με ελάχιστες δικές του σφαίρες, στον τομέα της Πόρτας»*.

Τα πρώτα οργανωμένα συνεργεία επισκευής όπλων

Μετά τη μάχη της Πόρτας ο Αλεξάνδρου πήγε στο Περτούλι, την Κουτσουφλιάνη και το Μαλακάσι. Εκεί ήρθαν ο Στέφανος Σαράφης, ο Άρης Βελουχιώτης κι άλλα στελέχη. Το βράδυ έκατσαν να φάνε όλοι μαζί στο καφενείο του χωριού. Ένας αντάρτης που καθόταν δίπλα στον Κώστα Αλεξάνδρου παραπονέθηκε, γιατί θα έτρωγαν μαυροφάσουλα. Τότε ο Άρης Βελουχιώτης του είπε: «Συναγωνιστή, αυτά μας έφερε ο λαός! Ρωτάς αν έχουν αυτοί να φάνε;». Ο ελασίτης ούτε που άνοιξε το στόμα του ν’ απαντήσει…

Κατόπιν πήγανε στο Μέτσοβο, όπου μάζεψαν πολλά όπλα από το σπίτι του Αβέρωφ. Στη συνέχεια, τα αντάρτικα τμήματα γύρισαν στην Τούργια Κρανιά. Εκεί ο Αλεξάνδρου έστησε συνεργείο επισκευής όπλων. Επίσης έκανε τον κουρέα, ενώ κουβαλούσε μαζί του και μια δοντάγρα για την εξαγωγή δοντιών, που την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Μετά από κάποιο διάστημα πήραν εντολή να επιστρέψουν στο Πήλιο. Ο Αλεξάνδρου πήγε στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, στην Άνω Κερασιά, όπου και εγκατάστησε συνεργείο επισκευής όπλων. Αργότερα βρέθηκε στο Βένετο: εκεί του έφεραν 350 όπλα από την Παλιά Μιτζέλα, που είχαν καεί τα κοντάκια τους, άγνωστο πώς. Έχοντας δίπλα του ολόκληρο συνεργείο, έφτιαξαν από καρυδιά ολοκαίνουρια κοντάκια, έβαψαν τα ελατήρια, έβαλαν ανταλλακτικά όπου χρειάζονταν, και τα έκαναν λειτουργικά!

Η «Σπηλιά», όπου έδρευε το συνεργείο όπλων του Κώστα Αλεξάνδρου, βρισκόταν σε απόκρημνη τοποθεσία, σε υψόμετρο 750 μέτρων στο βόρειο Πήλιο. Στη φωτογραφία δεξιά ο Αλεξάνδρου, επισκευάζοντας φορητό ιταλικό όλμο. Αριστερά ο συνεργάτης του Απόστολος Ταγματάρχης.

Το περίφημο πολυβόλο MG-81Z

Στις 29/6/1944 εμφανίστηκε γερμανικό αεροπλάνο, το οποίο πετώντας χαμηλά πολυβολούσε την περιοχή. Αρχικά βλήθηκε από μέλη της βρετανικής αποστολής (που είχε την έδρα της στο χωριό) με πολυβόλο Μπρεν. Τότε άλλαξε κατεύθυνση προς τη Ζαγορά, όπου χτυπήθηκε με βαρύ πολυβόλο από αντάρτες του ΕΛΑΣ και καταρρίφθηκε. Σε σχετικά πρόσφατη έρευνα στα Αρχεία της Γερμανικής Αεροπορίας διαπιστώθηκε πως επρόκειτο για υδροπλάνο τύπου Arado Ar-196A, που έφερε δίκανο πολυβόλο τύπου MG-81Z της Mauser, η ταχυβολία του οποίου ανέρχονταν σε 3.000 βολές το λεπτό, ήτοι 1.500 ανά θαλάμη (το πολυβόλο MG-42, επίσης της Mauser, που τότε θεωρούνταν υπερόπλο, έριχνε περίπου 1.200 βολές το λεπτό). Οι αντάρτες ανέσυραν το πολυβόλο από το καταρριφθέν αεροπλάνο και το παρέδωσαν στο συνεργείο οπλοδιορθωτών του Κώστα Αλεξάνδρου, με εντολή της διοίκησης του ΕΛΑΣ να διαχωριστούν οι κάνες για να φτιαχτούν δύο πολυβόλα.

Πράγματι, κατέστη δυνατή η δημιουργία δεύτερου μηχανισμού σκανδάλης και επιτεύχθηκε ο διαχωρισμός. Δύσκολη και λεπτή δουλειά, εάν λάβει κανείς υπόψη τον πενιχρό εργαλειακό εξοπλισμό του συνεργείου. Ένα από τα δύο τροποποιημένα οπλοπολυβόλα χρησιμοποιήθηκε στη μάχη του Δεμερλί, πλησίον των Φαρσάλων, στις 1-2 Σεπτεμβρίου 1944. Συλληφθείς Γερμανός υπαξιωματικός ενώ ανακρινόταν, συνέκρινε την ταχυβολία των αγγλικών, ιταλικών και γερμανικών οπλοπολυβόλων, υποδεέστερη αυτής του «διαχωρισμένου» ΜG-81Z, και συμπέρανε πως ο ΕΛΑΣ διέθετε αμερικανικό εξοπλισμό! H πληροφορία οφείλεται στον Άγγελο Οικονομίδη, καπετάνιο του 2ου Τάγματος του 54ου Συντάγματος.

Και το «ευχαριστώ»…

Ο Κώστας Αλεξάνδρου μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στο Βόλο με το συνεργείο του. Εγκαταστάθηκε στο εργοστάσιο Γκλαβάνη, όπου ξεκίνησε εντατική δουλειά, καθαρίζοντας κι επιδιορθώνοντας τα όπλα που συγκέντρωναν πολλοί Βολιώτες, ακόμα και παιδιά, συχνά βγάζοντάς τα από τη θάλασσα. Μέχρι κι ένα κανονάκι είχαν ψαρέψει με γάντζους, και το πήγαν στο συνεργείο! Αργότερα ο Αλεξάνδρου πήγε στη Λάρισα, στην Αγιά και την Ποταμιά, όπου πήρε διαταγή να παραδώσει τα πάντα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας…

Η ανταμοιβή του για όσα πρόσφερε στον αγώνα κατά του γερμανοϊταλικού φασισμού ήταν ίδια με αυτή χιλιάδων άλλων αγωνιστών: φυλακές, εξορίες και ξερονήσια… Από αυτόν προέρχονται πολλές από τις φωτογραφίες της Αντίστασης. Έφυγε το 1997, πλήρης ημερών, σε ηλικία 94 ετών.

* «Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία», εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1981, σελ. 51.

Ο πολυμήχανος οπλουργός Αλέκος Παπαγεωργίου

Μια πολεμική «βιομηχανία», που έφτασε να απασχολεί μέχρι και 130 άτομα, λειτούργησε στην τοποθεσία Τσουρνάτ της Όθρυος. Εκεί κατασκευάζονταν ημερησίως 80-100 αμυντικές χειροβομβίδες, 20-25 νάρκες (πρώτη ύλη τα άσκαστα βλήματα πυροβολικού των κατακτητών), και περίπου 70 προωθητικά και 100 ενισχυτικά όλμων – χωρίς να υπολογίζεται και το μεγάλο κομμάτι των επιδιορθώσεων. Επικεφαλής και εμπνευστής ήταν ο πολυμήχανος κι ευρηματικός Αλέκος Παπαγεωργίου, γεννημένος το 1913, με καταγωγή από τη Ζαγορά. Πριν τον πόλεμο δούλευε στο εργοστάσιο Γκλαβάνη ως μηχανοσιδηρουργός. Το 1939 εφηύρε έναν κλίβανο αποστείρωσης, πράγμα πάρα πολύ χρήσιμο τότε, λόγω της πληθώρας μεταδοτικών ασθενειών (φυματίωση, σύφιλη κ.ά.).

Ο Αλέκος Παπαγεωργίου συνέλαβε την ιδέα δημιουργίας πολεμικής «βιομηχανίας» για τον ΕΛΑΣ όταν, επιστρέφοντας από μια μάχη στην Ευρυτανία, έμαθε ότι οι όλμοι που διέθεταν οι αντάρτες δεν χρησιμοποιήθηκαν λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Μέσα σε σύντομο διάστημα κατασκεύασε ολόκληρο εργοστάσιο που παρήγαγε αμυντικές χειροβομβίδες, νάρκες, πυρομαχικά και εξαρτήματα για όλμους κ.λπ.

Με την έναρξη της γερμανικής κατοχής συνδέεται με τον δάσκαλο Θανάση Χασιώτη, υπεύθυνο του ΕΑΜ στη περιοχή, και παίρνουν την απόφαση να πάει στη Σκόπελο όπου, κατά πληροφορίες, υπήρχαν όπλα. Μετά από πολλές περιπέτειες καταφέρνει να συγκεντρώσει αρκετά, τα οποία κρύβει σε μια παραλία. Όμως ένας δάσκαλος τον προδίδει στους Ιταλούς, που βρίσκουν τα όπλα. Ο ίδιος καταφέρνει να ξεφύγει. Τις επόμενες μέρες θα βρει νέα όπλα, θα τα φορτώσει σε βάρκα, θα τα περάσει στην ακτή Κατηγιώργη και θα τα παραδώσει στους αντάρτες!

Ο Παπαγεωργίου θα διηγηθεί αργότερα πώς ξεκίνησε η αυτοσχέδια βιομηχανία: «Επιστρέφοντας στη Φουρνά Ευρυτανίας μετά από μάχη, ρώτησα γιατί δεν κτυπήσαμε με όλμους. Μου απάντησαν πως τους κρατούσαν για πιο δύσκολη κατάσταση, επειδή είχαμε μόνο επτά βλήματα πλήρη. Για τα άλλα δεν υπήρχαν προωθητικά και ενισχυτικά υλικά. Ζήτησα να τα δω πώς είναι, και όταν τα είδα είπα πως είναι εύκολο να κατασκευάσουμε υλικά μόνοι μας. Τους είπα πως θα κάνω χειροβομβίδες και ό,τι άλλο χρειάζεται ο αγώνας. Είπα επίσης ότι σε 20 μέρες θα έχουν τα πρώτα δείγματα».

Ένας δύσπιστος Άγγλος τελικά ενθουσιάζεται

Γυρνώντας στο Βόλο, ο Παπαγεωργίου προμηθεύτηκε 12άρια φυσίγγια, ενώ για το προωθητικό των όλμων πήρε από την βιοτεχνία Τατάκου λεπτό χαρτί, από αυτό που χρησιμοποιούσαν για σακουλάκια στα οποία έβαζαν πιπέρι και μπαχαρικά. Κατόπιν πήγε στο φαρμακείο του Σμπόρου και του ζήτησε χλωρικό κάλι. Ο Σμπόρος, όπως και αρκετοί άλλοι φαρμακοποιοί, θα του δώσουν ικανή ποσότητα, χωρίς να ζητήσουν εξηγήσεις… Θα αγοράσει και θειάφι. Τα μεταφέρει όλα στο μηχανουργείο των αδελφών Κόκοτα. Σε μικρούς κομμένους σωλήνες, βάζει τα υλικά μαζί με καρφιά και περόνη δικής του έμπνευσης, κι έτσι κατασκευάζει τις πρώτες αμυντικές χειροβομβίδες.

Βάζει σ’ ένα καλάθι μερικές χειροβομβίδες και τα υπόλοιπα υλικά και επιστρέφει στη Φουρνά, όπου ζητάει να γίνει δοκιμή. Ο στρατηγός Τσαμάκος ορίζει μια επιτροπή, στην οποία συμμετέχει και ο Άγγλος ταγματάρχης Κιντ. Η επιτυχημένη δοκιμή ενθουσίασε τους πάντες, ακόμα και τον δύσπιστο Άγγλο – τόσο πολύ, που του κάνει πρόταση να πάει στην Αγγλία με αεροπλάνο που θα ερχόταν σε λίγες μέρες, για να δουλέψει εκεί ακόμα πιο δημιουργικά. Ο Παπαγεωργίου αρνήθηκε ευγενικά και πήγε στη μεραρχία, όπου τον περίμενε περιχαρής ο στρατηγός Τσαμάκος. Συζήτησαν το θέμα του εργοστασίου. Τους είπε ότι τα έχει όλα έτοιμα και πως, ό,τι άλλο χρειαστεί, θα το καλύψει ο ίδιος με δικά του χρήματα.

Θέλει να εγκαταστήσει το εργοστάσιο στο όρος Όθρυς, ώστε να είναι κοντά ο Βόλος για να μπορεί να προμηθεύεται υλικά. Επιστρέφει στη Μαγνησία, στην τοποθεσία Τσουρνάτ, μεταξύ της Ανάβρας και των χωριών Νεοχωράκι, Νεράιδα και Ανθότοπος. Σ’ αυτό το μέρος ανέβαιναν τα καλοκαίρια στις καλύβες τους οι κάτοικοι των γύρω χωριών, δίπλα στο εκκλησάκι του Άη-Λια, περιτριγυρισμένο με ψηλά δένδρα, με άφθονα νερά, μέρος απρόσιτο από τον εχθρό. Εκεί εγκατέστησε το εργοστάσιο: ξήλωσε τις πόρτες των καλυβιών, έφτιαξε πάγκους εργασίας, έφερε τα εργαλεία του κι έπιασε δουλειά.

Εργοστάσιο για κάθε ανάγκη

Τα πρώτα υλικά που του έφεραν ήταν βλήματα πυροβολικού των 75 χιλιοστών. Με κοπίδι και σφυρί έβγαλε το περιεχόμενο, και μ’ αυτό κατασκεύασε χειροβομβίδες, ενώ μετέτρεψε τις πυροσωλήνες και τα βλήματα σε νάρκες! Η βιομηχανία στην πλήρη λειτουργία της απασχολούσε 23 ειδικότητες. Μάλιστα μηχανικός κίνησης ήταν ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, παππούς του γνωστού τραγουδοποιού! Το εργοστάσιο παρήγαγε τις περίφημες αμυντικές χειροβομβίδες, νάρκες ξηράς, ενισχυτικά και προωθητικά όλμων, βάσεις όλμων με ρυθμιστικές πλάκες που λειτουργούσαν με απόλυτη ακρίβεια, κλείστρα κανονιών κ.ά. Υπήρχε επίσης τμήμα κατασκευής πετάλων, καρφιών, αλλά και σαμαριών, καθώς και ραφείο που κατασκεύαζε κηλεπιδέσμους.

Σημαντική ήταν η συμβολή του εργοστασίου στη μάχη της σοδειάς: κίνησε τις αλωνιστικές μηχανές με πετρέλαιο που έβγαλαν από ένα μισοβυθισμένο εγγλέζικο πλοίο στην περιοχή Τσιγγέλι Αλμυρού. Από εκεί έπαιρναν λαμαρίνες, σωλήνες κι ό,τι άλλο χρειάζονταν. Σ’ ένα τέτοιο εργοστάσιο με τόσους ανθρώπους δεν έλειψαν δυστυχώς και τα ατυχήματα… Σ’ ένα απ’ αυτά έχασαν τη ζωή τους οι Βολιώτες Αντώνης Γκλαβάνης, Ευάγγελος Μαργαρίτης (τεχνίτης σιδηροδρόμων) και Ιωάννης Πατούχας (τεχνίτης και ποδοσφαιριστής της Νίκης Βόλου).

Ενδεικτικό των ικανοτήτων των εργαζομένων στη βιομηχανία που δημιούργησε εκ των ενόντων ο Παπαγεωργίου ήταν η επιδιόρθωση τηλεφώνων: τους έστειλαν κάποια που δεν λειτουργούσαν, τα έλυσαν και, συγκρίνοντάς τα με το δικό τους, που λειτουργούσε, διαπίστωσαν ότι έλειπαν κάτι μικροί μαύροι κόκκοι. Ο Παπαγεωργίου τους αντικατέστησε με κόκκους από μπαρούτι, και τα τηλέφωνα λειτούργησαν κανονικά. Αργότερα έμαθε ότι αυτό που έλειπε ήταν κόκκοι άνθρακα! Το Φλεβάρη του 1945, μετά τη Βάρκιζα, παρέδωσε το εργοστάσιο στον Ευάγγελο Παπαβασιλείου, υπεύθυνο συγκέντρωσης οπλισμού του ΕΛΑΣ στα Τρίκαλα…

Ο Αλέκος Παπαγεωργίου θα φύγει από τη ζωή το 2008, σε ηλικία 95 χρονών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!