Αρχική πολιτική Συντηρητικοποιείται η ελληνική κοινωνία;

Συντηρητικοποιείται η ελληνική κοινωνία;

Θα μπορούσε η ψήφος και η επιτυχία του Κ. Μητσοτάκη να δηλώνουν μια συντηρητικοποίηση του εκλογικού σώματος και εν γένει της ελληνικής κοινωνίας; Το ερώτημα δεν έχει εύκολη απάντηση, είναι όμως κρίσιμο, καθώς οι διαφορετικές απαντήσεις οδηγούν σε ανάλογες πολιτικές συμπεριφορές στην περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας. Μερικές σκέψεις.

 

Σκέψη πρώτη

Το αντιμνημονιακό κίνημα της περιόδου 2010-2014 δεν ήταν ούτε «δημιούργημα» της Αριστεράς, ούτε οι αριστερές ιδέες μονοπωλούσαν τη φυσιογνωμία του. Είχαμε τη δημιουργία των ΑΝ.ΕΛ., την άνοδο της Χρυσής Αυγής, το δημοψήφισμα με πόλωση που ξεπερνούσε τη διαχωριστική Αριστεράς-Δεξιάς. Προφανώς, ορισμένες δυνάμεις της Αριστεράς έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο, όχι όμως πάντα προωθητικό. Σε αρκετές στιγμές η προσπάθεια να χωρέσει σε αριστερά καλούπια οδηγούσε στο φτώχεμά του. Τόσο όσο αφορά τις απόψεις, όσο και στις διεργασίες μέσω των οποίων συγκροτήθηκε, η επίκληση και η σφραγίδα της Αριστεράς συχνά δεν άφηναν περιθώρια προαγωγής. Αυτή η εκτίμηση προϋποθέτει βέβαια μιαν άλλη. Ότι δεν υπάρχουν αριστερές κατευθύνσεις αιώνιες, παντός καιρού και έτοιμες για χρήση, ότι η ίδια η εποχή γεννά τα εκάστοτε επίδικα αλλά και τις μορφές που οι κοινωνίες τα προσεγγίζουν, ότι καθόλου λογικό δεν είναι η Αριστερά να εκπροσωπεί αυτοδικαίως την όποια πρόοδο. Δεν υπάρχει Αριστερά παρά μόνο κατ’ όνομα, όταν αυτή αδυνατεί ή αδιαφορεί να ανοίξει –ή και να κλείσει– δρόμους. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν χρησιμοποιήθηκε από την ελληνική κοινωνία ως όχημα για το σταμάτημα της καταστροφής, για αλλαγή και διέξοδο. Ο μπερδεμένος ριζοσπαστισμός αναζήτησε το επόμενο βήμα μετά το εν πολλοίς ακηδεμόνευτο παρών του στις εξελίξεις. Η πορεία αυτής της ανάθεσης είναι γνωστή. Αυτή η σύντομη και χοντροκομμένη αναδρομή γίνεται εδώ για έναν βασικό λόγο. Για να αποφευχθεί η άμεση συσχέτιση ενός κόμματος ή και πολλών πολιτικών δυνάμεων με τον ριζοσπαστισμό. Σε άλλη κλίμακα, όσο αστείο ήταν παλιότερα η ΚΝΕ να βλέπει «ενδυνάμωση του φοιτητικού κινήματος» εκεί όπου απλά αυξάνονταν τα ποσοστά της Πανσπουδαστικής στις σχολές, έτσι είναι λάθος να ταυτίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ με τον ριζοσπαστισμό.

Σκέψη δεύτερη

Αν η επάνοδος της Ν.Δ. στην κυβέρνηση αποτελεί ένδειξη συντηρητισμού, αυτός δεν είναι άμεσα πολιτικός. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, δεν είναι τόσο ότι κέρδισαν έδαφος οι δεξιές ιδέες και αντιλήψεις. Δεν πρόκειται δηλαδή για βαθιές πεποιθήσεις των ανθρώπων που ορίζουν απευθείας και μονοσήμαντα μια πολιτική στάση. Η ψήφος στη Ν.Δ. δεν δηλώνει υποστήριξη ενός νεοφιλελεύθερου προγράμματος σε αντίθεση με το αριστερό, αντινεοφιλελεύθερο (αστείο) πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ενδεικτικό ότι προεκλογικά ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης δεν είπε τίποτα επί της ουσίας, δεν κόντραρε πουθενά τον Αλ. Τσίπρα, ενώ «μάζεψε» και τις ακραίες φωνές στο εσωτερικό του κόμματος. Δεν επένδυσε δηλαδή σε μια θετική προοπτική θεμελιωμένη σε πέντε-έξι βασικούς πυλώνες αλλά άφησε τον ΣΥΡΙΖΑ να τιμωρηθεί και να χάσει. Έτσι λοιπόν, ο συντηρητισμός που εκφράστηκε μέσω της Ν.Δ. έχει άλλη ποιότητα. Είναι κυρίως προϊόν του «δοκιμάσαμε και τίποτα δεν έγινε» αλλά και μιας αίσθησης ότι τελικά «δεν μας παίρνει και για πολλά». Πρόκειται για μια προσγείωση, μια παραίτηση από προσδοκίες αλλαγών μέσω του «να αντιδράσει ο κόσμος» και για την επικράτηση ενός κλίματος συμμαζέματος και δουλειάς για να τα καταφέρει και να προσαρμοστεί ο καθένας και η καθεμιά στις δύσκολες συνθήκες. Όπως η Ν.Δ. δεν θα φέρει το ζόφος και το σκότος (όχι δηλαδή παραπάνω απ’ ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ), έτσι και ο κόσμος δε ζητά τέτοια τάξη. Συντηρητισμός είναι κυρίως το ΤΙΝΑ και σε αυτό η Αριστερά πρωτοστάτησε.

 

Σκέψη τρίτη

Όποια πολιτική κατεύθυνση ξεκινά, αναγνωρίζει και συντηρεί τις παραδοσιακές πολιτικές ταυτίσεις, την καθιερωμένη πολιτική γεωγραφία από την Άκρα Δεξιά μέχρι την Άκρα Αριστερά, θα ρουφηχτεί, θα χωνευτεί και θα εξαφανιστεί μέσα στον διπολισμό Κεντροαριστεράς-Κεντροδεξιάς. Δε σημαίνει προφανώς ότι η κρίση τις κατήργησε ή ότι η ιστορία ξεκίνησε με το μνημόνιο. Όμως ο στόχος του βαθέως συστήματος στη χώρα μας είναι ακριβώς το να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία μετά την ανακατωσούρα της προηγούμενης περιόδου, μια νέα στοίχιση στις ράγες του πολιτικού συστήματος. Σήμερα, έχει μάλλον περισσότερο νόημα το να μιλάμε και να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα λιγότερο «εξ’ ονόματος» και περισσότερο «υπό μια προοπτική». Δεν είναι δηλαδή η στιγμή κάποιων συμφωνιών «κοντινών χώρων» πάνω σε πλατφόρμες αιτημάτων. Δεν είναι η ώρα να προβληθεί σε υψηλούς τόνους κάποια αριστερή ταυτότητα, αυτοαναφορική, «ανθεκτική», μα χωρίς, στα σοβαρά, αναμέτρηση με το ζήτημα της διεξόδου της χώρας. Ούτε μπορούν να γίνονται αποδεκτά μικρά ή μεγαλεπήβολα σχέδια ανατροπών δίχως να λογαριάζεται η κατάσταση πνευμάτων της κοινωνίας και το εκάστοτε ιδεολογικό περιβάλλον και κλίμα. Κοινώς, δεν είσαι ό,τι δηλώσεις… Είσαι ό,τι παλεύεις.

Σχόλια

Exit mobile version