Αρχική πολιτική Η Συμφωνία, τα γκάλοπ και το χαμόγελο

Η Συμφωνία, τα γκάλοπ και το χαμόγελο

 Ποιο είναι το «λαϊκό αίσθημα» για τις κινήσεις της κυβέρνησης;

Του Γιώργου Παπαϊωάννου

 

Οι απαντήσεις που δίνονται από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης στις κριτικές για τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου ποικίλλουν. Τελευταία ακούγεται ένα επιχείρημα που φαίνεται ότι είχε την «τιμητική» του στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, για παράδειγμα, σύμφωνα με την Αυγή της περασμένης Τρίτης, μεταξύ άλλων τόνισε: «Οι κινήσεις της κυβέρνησης απολαμβάνουν την αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Οι κριτικές είναι καλοδεχούμενες, αλλά αναντίστοιχες με το λαϊκό αίσθημα».

Πράγματι, ακόμα και αν μείνουμε στο έδαφος των μετρήσεων, η πλειοψηφία των πολιτών εκφράζει θετική γνώμη απέναντι στη νέα κυβέρνηση, ενώ η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ με τη Ν.Δ. εμφανίζεται συντριπτική. Είναι, όμως, αυτή όλη η αλήθεια;

 

Οι μετρήσεις…

Εξετάζοντας κανείς τη μέτρηση που είδε περισσότερο το φως της δημοσιότητας (MRB), διαπιστώνει ότι ένα 70% θεωρεί τη συμφωνία καλύτερη από εκείνες των προηγούμενων κυβερνήσεων, ενώ 20% τη βρίσκει χειρότερη. Η απάντηση όμως δίνεται στη βάση ακριβώς αυτής της σύγκρισης.

Υπάρχει, όμως, ένα στοιχείο πιο σημαντικό. Στο ερώτημα αν η νέα συμφωνία αποτελεί ή όχι συνέχεια του Μνημονίου, 39% απαντούν «ναι ή μάλλον ναι», έναντι 31% που νομίζουν ότι μάλλον ή σίγουρα δεν πρόκειται για συνέχεια. Μάλιστα, στην πρώτη κατηγορία το 32 από το 39% είναι σίγουρο για τη γνώμη του, ενώ μόλις 6 από το 31% απαντά με σιγουριά ότι δεν πρόκειται για μνημόνιο. Ακόμα, λοιπόν, και στις δημοσκοπήσεις, το «λαϊκό αίσθημα» που κάποιοι επικαλούνται, φαίνεται να διαψεύδει τις τοποθετήσεις τους ότι τα μνημόνια αποτελούν παρελθόν.

Ας δούμε όμως ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο από την ίδια μέτρηση, σε σύγκριση με αντίστοιχες παλιότερες. Οι Έλληνες, τα τελευταία χρόνια, χαρακτηρίστηκαν ως οι πιο «απαισιόδοξοι» της Ευρώπης, αφού εκείνοι που απαντούσαν θετικά στην ερώτηση αν «τα πράγματα θα πάνε καλά» φαίνεται ότι δεν ξεπέρασαν ποτέ το 5,8% (έφτασαν μέχρι και 1% το 2012!). Αντίθετα, όσοι έβλεπαν αρνητικές τις εξελίξεις δεν έπεσαν ποτέ κάτω από το 75% του συνόλου.

Στις πρόσφατες εκλογές σημειώθηκε μια μεγάλη ανατροπή. Αμέσως μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, το 77,8 των «απαισιόδοξων» έπεσε στο 46,4%(!), ενώ για πρώτη φορά, όσοι έβλεπαν ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα έφτασαν στο 18,5% από το 5,2% της αμέσως προηγούμενης μέτρησης. Αλλά δεν έμειναν εκεί. Μετά τις πρώτες κινήσεις που έδειχναν μια σθεναρή στάση της κυβέρνησης (προγραμματικές δηλώσεις και ομιλία Τσίπρα στη Βουλή, «επεισόδιο» Βαρουφάκη-Ντάισελμπλουμ κ.λπ.), η ανατροπή διευρύνθηκε (περίπου 24% από 18,5 η «αισιοδοξία» και άλλες 12 μονάδες κάτω όσοι έβλεπαν τα πράγματα να χειροτερεύουν). Ήταν οι μέρες που το χαμόγελο είχε επιστρέψει και οι πλατείες γέμιζαν επιβραβεύοντας τα πρώτα «όχι» της κυβέρνησης.

Τι δείχνει η τελευταία μέτρηση που έγινε στις αρχές Μαρτίου; Μετά την συμφωνία στο Eurogroup και όσα ακολούθησαν, όσοι προβλέπουν ότι τα πράγματα θα πάνε χειρότερα αυξάνονται και πάλι (43% από 34), ενώ το στρατόπεδο των «αισιόδοξων» χάνει 8 μονάδες (περίπου 16 από 24%). Ταυτόχρονα, αυξήθηκε μετά τις εκλογές και φαίνεται σήμερα να φτάνει στο 39% το τμήμα εκείνο των πολιτών που θεωρεί ότι τα πράγματα δεν θα πάνε ούτε καλά ούτε άσχημα αλλά η κατάσταση θα παραμείνει πάνω-κάτω ίδια.

Με μια πιο προσεκτική ανάγνωση, λοιπόν, οι μετρήσεις της «κοινής γνώμης» δείχνουν πιο δυναμικά στοιχεία. Αποτυπώνουν πράγματι στήριξη, σε μεγάλο βαθμό, της κυβέρνησης, ειδικά όταν συγκρίνεται με τις προηγούμενες, αλλά και προβληματισμό για το αύριο. Δείχνουν ότι οι πολίτες δεν απορρίπτουν συλλήβδην τους κυβερνητικούς χειρισμούς αλλά θεωρούν μνημονιακή την τελευταία συμφωνία.

 

…και η πραγματικότητα

Οι δημοσκοπήσεις δεν παύουν βέβαια να είναι από τη φύση τους «ισοπεδωτικές» και… άχαρες σε σύγκριση με τις πραγματικές τάσεις. Γκρίζες σε σχέση με την πολύχρωμη πραγματικότητα. Και δεν παύουν να αντιμετωπίζουν τους πολίτες σαν καταναλωτές και ψηφοφόρους.

Η επαφή με τη ζώσα πραγματικότητα θα έδινε πιο πλούσια συμπεράσματα. Θα έδειχνε πιο ανάγλυφα την ανησυχία για τη νέα κατάσταση αλλά και το ψαλίδισμα των προσδοκιών που φέρνει μαζί της η αίσθηση ότι δεν προωθείται κάτι ριζικά διαφορετικό, ότι παραμένουμε στο έδαφος της «κανονικότητας». Θα έδειχνε ότι, ενώ ο κόσμος πήρε αρχικά το μήνυμα ότι είναι αναγκαία η συμμετοχή του στις εξελίξεις, του διαμηνύθηκε γρήγορα και με πολλούς τρόπους ότι θα πρέπει και πάλι απλά να παρακολουθεί τις κινήσεις των «ειδικών», ότι είναι δυσδιάκριτος ο δικός του ενεργητικός ρόλος. Θα έδειχνε επίσης ότι «ο κόσμος» δεν είναι ένας δημοσκοπικός «χυλός» αλλά εμπεριέχει ξεχωριστές κατηγορίες, ότι η δυσπιστία μετά τις τελευταίες εξελίξεις είναι πιο αυξημένη στα ριζοσπαστικά εκείνα τμήματα που αγωνίστηκαν τα τελευταία χρόνια και που θα μπορούσαν να είναι ο «σκληρός πυρήνας» μιας πραγματικής αλλαγής.

Όποιος, όμως, δεν θέλει να αντιμετωπίζει το λαό σαν «κοινή γνώμη», οφείλει να δει τις διεργασίες που συντελούνται και να υποβοηθήσει τον δικό του ρόλο. Αυτό θα σήμαινε, πρώτα από όλα, καθαρές εξηγήσεις ή, πιο απλά, να λέγεται όλη η αλήθεια. Και σίγουρα όχι να χρησιμοποιείται το «λαϊκό αίσθημα» μόνο σαν ασπίδα απέναντι στην κριτική.

Σχόλια

Exit mobile version