του Νίκου Λάιου*

 

Στη συλλογή «Μπάρτλεμπυ ο Γραφιάς», εκδομένη το 1980, βρίσκουμε τέσσερα διηγήματα «της ώριμης μέσης διηγηματογραφικής περιόδου του Χέρμαν Μέλβιλλ», με τα λόγια τού μεταφραστή. Οι τέσσερις ιστορίες, αλήθεια μεστές και σε ύφος πιο στέρεα «μελβιλλικό», είναι γραμμένες στα μέσα του 19ου αιώνα. Εκτυλίσσονται στις ΗΠΑ –τρεις στη Νέα Υόρκη, μια στο ύπαιθρο–, μια χώρα που της μεγάλης οικονομικής «ανάπτυξής» της η τροχιά άνοιγε βίαια δρόμο, μέσα απ’ όλες σχεδόν τις όψεις της ζωής.

Ο Μέλβιλλ, ρομαντικός (με τη σοβούσα πολιτική σημασία του όρου και εδώ, μάλλον, στη συντηρητική της εκδοχή), ζει μες στους μετασχηματισμούς αυτούς, παρακολουθεί με εγρήγορση βίαιες αποκαθηλώσεις, στρεβλώσεις κι ασυμβατότητες, που επιφέρουν, αλλά και τη γλώσσα και τα καμώματα που μετέρχονται, για να χρυσώσουν την τέτοια τους προέλαση.

Θέμα κοινό της σοφά διαλεγμένης τετράδας ιστοριών είναι, αποκάτω τους, αυτό της θέσης του ανθρώπου μέσα στη νέα κατάσταση, κιόλας προχωρημένα «νεωτερική». Η ματιά του Μέλβιλλ καρφώνεται στην πτυχή αυτή της δυάδας «καπιταλισμός-νεωτερικότητα» και τη διαπερνάει στα βάθη της. Τα σχετικά ηθικά ερωτήματα, εστιασμένα στην ανθρώπινη σχέση και επαφή, στην ανθρώπινη βούληση και ελευθερία, αρμολογούνται με τη μαστοριά χτίστη, που για σκαλωσιά του χρησιμοποιεί ένα κράμα απαισιοδοξίας και βιτριολιού. Σημαντική εδώ η διαπίστωση πως το σήκωμα σκαλωσιάς είναι εκδήλωση πνεύματος αντίστασης.

Το σύντομο αυτό σημείωμα δεν μπορεί, στο κλείσιμό του, να μην αποδώσει τα εύσημα στην εκκεντρική, ενδεχομένως, μετάφραση του Κουμανταρέα, που αρχοντικά στις πλάτες της σηκώνει και μας κουβαλά τον λόγο –και τον κόσμο– εποχής και χώρας μακρινής.

Το απόσπασμα, που διαλέξαμε κι ακολουθεί, είναι από το δεύτερο διήγημα της τετράδας, με τίτλο «Ο άνθρωπος με το αλεξικέραυνο», όπου παρακολουθούμε τη συζήτηση ενός πλασιέ αλεξικέραυνων με τον ιδιοκτήτη ενός σπιτιού, όπου απρόσκλητος εισβάλλει ο πρώτος, μια μέρα με όλο αστροπελέκια, για να εξασκήσει το επάγγελμά του. Η τελευταία αράδα τού διηγήματος με τον καλύτερο τρόπο συνοψίζει και τον λόγο τής αναδημοσίευσης: ημών ευρισκομένων «αισίως» στον τρίτο χρόνο μιας άγριας εποχής, στην οποία έχουμε εισέλθει με «λογική» θρυαλλίδα τον SARS-CoV-2, με «καλούς αγωγούς» της τους ποικίλους πλασιέ «μέσων αντιμετώπισής» του, μες στο συνολικότερο πλαίσιο «αντιμετώπισης» μιας κρίσης ασυμμάζευτα καθολικής. Σε βάρος, πάντοτε, της ανθρώπινης υπόστασης – «για το καλό της»….

***

 

«Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς»

μτφ. Μένης Κουμανταρέας, εκδ. Οδυσσέας, 1980, σελ. 82-85:

 

«Και τώρα, εφόσον το να μένουμε βωβοί δε θα χρησιμεύσει σε τίποτα», του είπα ξαναπαίρνοντας τη θέση μου, «ας ακούσω τι είδους προφυλάξεις παίρνετε εσείς όταν ταξιδεύετε μέσα στ’ αστροπελέκια».

«Ας αφήσουμε αυτό να περάσει».

«Όχι, θέλω ν’ ακούσω τις προφυλάξεις. Στέκεστε στο ασφαλέστερο δυνατό σημείο, κατά τα λεγόμενά σας. Συνεχίστε».

«Ιδού λοιπόν, εν συντομία. Αποφεύγω τα πεύκα, τα υψηλά κτίσματα, τις απομονωμένες σιταποθήκες, τα ψηλά αλώνια, το τρεχούμενο νερό, τα κοπάδια από γελάδια και πρόβατα, τις συναθροίσεις των ανθρώπων. Εφόσον ταξιδεύω πεζή –όπως σήμερα– αποφεύγω να βαδίζω γρήγορα· εφόσον ταξιδεύω με μόνιππο δεν αγγίζω το ερεισίνωτο και τα πλάγια· εφόσον ιππεύω, ξεκαβαλικεύω και οδηγώ το άλογο από το καπίστρι· όμως, πάνω απ’ όλα, αποφεύγω τους ψηλούς ανθρώπους».

«Ονειρεύομαι ασφαλώς. Ο άνθρωπος ν’ αποφεύγει τον άνθρωπο; Και σε ώρα κινδύνου μάλιστα».

«Τους ανθρώπους υψηλού αναστήματος τους αποφεύγω σε ώρα καταιγίδας. Είσθε, λοιπόν, τόσο βαθιά ανίδεος, ώστε να μην ξέρετε ότι δύο μέτρα αρκούν για να επισύρουν μία ηλεκτρική εκκένωση; Δεν έχουμε τάχα ιδεί μοναχικούς αγρότες στο Κεντάκυ να κεραυνοβολούνται με το αλέτρι τους μέσα στο ημιτελές αυλάκι τους; Ένας λόγος παραπάνω, όταν ένας άνθρωπος δύο μέτρα ψηλός σταθεί δίπλα σε τρεχούμενο νερό, ο κεραυνός επιλέγει αυτόν κάποτε ως αγωγό, αντί για το νερό. Αφουγκραστείτε! Σίγουρα πράγματα, τούτη εκεί η μαύρη απόκρυμνη κορφή σχίστηκε στα δύο. Μάλιστα, ένας άνθρωπος είναι καλός αγωγός. Ο κεραυνός διαπερνά τον άνθρωπο πέρα για πέρα, ενώ ένα δέντρο απλώς το ξεφλουδίζει. Όμως, κύριε, αρκετά με απασχολήσατε με το να αποκρίνομαι στις ερωτήσεις σας, έτσι ώστε λησμόνησα να έλθω στο προκείμενο θέμα της εργασίας μου. Λοιπόν, τι λέτε, θα παραγγείλετε ένα από τ’ αλεξικέραυνά μου; Ρίχτε μια ματιά σ’ αυτό εδώ το δείγμα. Βλέπετε; Είναι ο καλύτερος χαλκός που υπάρχει. Ο χαλκός είναι καλός αγωγός. Το σπίτι σας είναι χαμηλό· όμως όντας κτισμένο πάνω στα όρη, το ύψος του δε μειώνεται ούτε κατά ένα ιώτα. Εσείς οι ορεινοί είστε τα μάλλα εκτεθειμένοι. Στις ορεινές περιοχές ο έμπορος αλεξικέραυνων δε θα έπρεπε να προφθάνει να λαβαίνει παραγγελίες. Ρίχτε μια ματιά σ’ αυτό το δείγμα, κύριε. Μία βέργα ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός σπιτιού μικρού όπως αυτό. Ρίχτε μια ματιά σ’ ετούτες εδώ τις παραγγελίες. Μονάχα μία βεργούλα, κύριε, τι ψυχή έχουν είκοσι δολάρια. Ακούστε! Να που όλα τα γρανιτένια Τακονικά και Χουσικανικά όρη συνθλίβονται και γίνονται θρύψαλα. Αν κρίνω από τον ήχο, τούτο τ’ αστροπελέκι θα πρέπει να βρήκε το στόχο του. Μία προεξοχή ενάμισι μέτρο πάνω από το σπίτι, θα προστατέψει τα πάντα σε μια ακτίνα εφτά μέτρων γύρω από τη ράβδο. Είκοσι δολάρια τι ψυχή έχουν – ένα δολάριο τα τριάντα εκατοστά. Ακούστε! –Φριχτό δεν είναι; – Λοιπόν, θα παραγγείλετε ή όχι; Να εγγράψω στους καταλόγους το όνομά σας; Σκεφτείτε ότι από τη μία στιγμή στην άλλη μπορείτε να μεταβληθείτε σ’ ένα σωρό καπνιζόντων ερειπίων, σαν ένα άλογο δεμένο που η φωτιά το πρόλαβε μέσα στο στάβλο. Κι όλα αυτά, εξαιτίας μόνον μιας αστραπής!»

«Υποτιθέμενε εσύ έκτακτε αγγελιοφόρε και πρέσβη του Δία του Νεφεληγερέτη», εκάγχασα· «εσύ έκτρωμα του ανθρώπου, που έρχεσαι εδώ για να μεσιτεύσεις, εσύ και το γελοίο μαραφέτι σου, ανάμεσα στον πηλό της γης και τα ουράνια, νομίζεις λοιπόν ότι επειδή μπορείς να εκβάλεις έναν πράσινο σπινθήρα, μέσα από ένα σωλήνα του Λέυντεν, ότι μπορείς κιόλας να αποσοβήσεις εντελώς τον υπερφυσικό κεραυνό; Το ραβδί σου σκουριάζει ή γίνεται σκόνη, και τότε εσύ τι γίνεσαι; Ποιος σου έδωσε τη δύναμη, Τέτζελ** εσύ κάθαρμα, να περιφέρεις έτσι ελεεινά το συγχωροχάρτι σου που αντίκειται στις θείες επιταγές; Τα μαλλιά της κεφαλής μας είναι μετρημένα, κι οι μέρες της ζωής μας μετρημένες και αυτές. Με αστραπόβροντα ή με λιακάδα, εγώ αφήνομαι ήσυχος στα χέρια του Θεού μου. Κίβδηλε μεσίτη, χάσου απ’ εμπρός μου! Δες, η δύναμη της θύελλας αναχαιτίστηκε· το σπίτι μου στέκει άθικτο· και στα γαλάζια ουράνια διαβάζω πάνω στο ουράνιο τόξο, ότι η θεότης δεν προτίθεται να κηρύξει πόλεμο στους ανθρώπους της γης».

«Άπιστε άθλιε!» άφρισε ο άγνωστος και το πρόσωπό του σκοτείνιασε καθώς το ουράνιο τόξο λαμποκοπούσε. «Θα κάνω γνωστές στα πέρατα τις ανίερες ιδέες σου!»

«Φύγε! Ξεκουμπίσου, γρήγορα! Εάν όντως γρήγορα μπορείς, εσύ που δείχνεις το πρόσωπό σου σε καιρούς μούχλας, σαν το σκουλήκι».

Τα σκότη του προσώπου του μαύρισαν περισσότερο· οι λουλακιοί χαλκάδες στα μάτια του φάρδυναν όπως οι κύκλοι της καταιγίδας γύρω στο μεσονυχτιάτικο φεγγάρι. Όρμησε καταπάνω μου κραδαίνοντας το μαραφέτι του εν είδει τρίαινας πάνω στην καρδιά μου.

Το άρπαξα· το έθραυσα· το συνέτριψα· το ποδοπάτησα· και σέρνοντας έξω το σκοτεινό βασιλέα της αστραπής, του εκσφενδόνισα στο κατόπι του το σκεβρωμένο του χάλκινο σκήπτρο.

Όμως, σε πείσμα της μεταχείρισης που του έκανα και παρόλες τις αποτρεπτικές συστάσεις μου στους γείτονες, ο άνθρωπος με το αλεξικέραυνο εξακολουθεί να ενδιατρίβει στη χώρα· εξακολουθεί να μετέρχεται το εμπόριό του μια χαρά με τις φοβίες των ανθρώπων.

 

* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος

 

** Σ.τ.σ.: Johann Tetzel (1465-1519). Γερμανός Δομινικανός μοναχός, περιώνυμος πωλητής συγχωροχαρτιών

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!