Είναι εντυπωσιακό πώς η υπερσύγχρονη και σχεδόν πλήρως αυτοματοποιημένη εκλογική μηχανή των ΗΠΑ είναι ικανή να μας ταλαιπωρεί για μέρες μέχρι να δώσει οριστικά αποτελέσματα. Οι ενδιάμεσες εκλογές της περασμένης Τρίτης δεν ήταν εξαίρεση, ιδίως όσον αφορά τη μερική ανανέωση της Γερουσίας (εκλογή 35 γερουσιαστών σε σύνολο 100). Δεδομένου ότι στο σώμα αυτό υπάρχει ισορροπία τρόμου μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, για να ξεκαθαριστεί η κατάσταση ίσως θα πρέπει να αναμένουμε τις επαναληπτικές εκλογές για μία έδρα γερουσιαστή από την πολιτεία της Τζόρτζια. Εκεί θα διεξαχθούν επαναληπτικές εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου, καθώς κανείς υποψήφιος δεν συγκέντρωσε 50%, όπως απαιτεί ο εκλογικός νόμος της συγκεκριμένης πολιτείας.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν 49 έδρες στη Γερουσία και οι Δημοκρατικοί 48. Πλην της Τζόρτζια, όπου όπως είδαμε οι εκλογές θα επαναληφθούν, συνεχίζεται (με ρυθμούς χελώνας) η καταμέτρηση στην Αριζόνα και τη Νεβάδα. Άρα και μία μόνο από αυτές τις τρεις αναμετρήσεις να κερδίσουν οι Ρεπουμπλικάνοι, θα ανανεωθεί η ισορροπία τρόμου. Αν κερδίσουν 2, οι Δημοκρατικοί θα χάσουν ακόμη και την ισοπαλία που υπάρχει σήμερα.

Το δεύτερο στοιχείο που είναι εντυπωσιακό αφορά το σερβίρισμα των αποτελεσμάτων από τα περισσότερα βορειοαμερικανικά και διεθνή ΜΜΕ: αν μείνει κανείς στους τίτλους, θα πιστέψει ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας απρόσμενης και σημαντικής νίκης του Δημοκρατικού Κόμματος. Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη κι αν διατηρηθεί το 50-50% στη Γερουσία, η διοίκηση Μπάιντεν χάνει την ισχνή πλειοψηφία που διέθετε στη Βουλή των Αντιπροσώπων, άρα και συνολικά το Κογκρέσο (που συγκροτείται από το άθροισμα των γερουσιαστών και των βουλευτών). Στη Βουλή οι Ρεπουμπλικάνοι φαίνεται να εκλέγουν 220 αντιπροσώπους, έναντι 215 Δημοκρατικών (στην απερχόμενη Βουλή οι Δημοκρατικοί είχαν εκλέξει 222 μέλη, και 213 οι Ρεπουμπλικάνοι).

Τι υποκρύπτει το αναποδογύρισμα

Με ποια λογική τα ΜΜΕ και ο ίδιος ο Μπάιντεν, στην προχθεσινή συνέντευξή του, παρουσιάζουν ως… νίκη την απώλεια του ελέγχου του Κογκρέσου; Επειδή, λένε, ο Τραμπ είχε προβλέψει ένα «κόκκινο κύμα» (κόκκινο είναι το χρώμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, και μπλε του Δημοκρατικού) που δεν ήρθε ποτέ. Άρα, η ήττα ήταν μικρότερη από αυτήν που ανέμενε ο Τραμπ, οπότε… «νικήσαμε»! Αυτή η τοποθέτηση εξυπηρετεί μια διπλή στόχευση: πρώτον, την απαίτηση η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία (πλέον) να μην θέτει πολλά εμπόδια στις αποφάσεις του Μπάιντεν την επόμενη διετία, διότι υποτίθεται ότι δεν δόθηκε τέτοια καθαρή εντολή από το εκλογικό σώμα.

Δεύτερον –και ίσως σημαντικότερο– πίσω από αυτή τη στρεβλή ανάγνωση του αποτελέσματος επιδιώκεται να εμφανιστεί ως «αποτυχημένος» ο Τραμπ, και άρα να εμποδιστεί να θέσει ξανά υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 2024 [βλ. και πλαίσιο για τον ΝτεΣάντις, που προβάλλεται ως ανερχόμενο ρεπουμπλικανικό αστέρι έναντι του «διαβολικού» πρώην προέδρου]. Πράγματι, σε αυτήν την κατεύθυνση υποδαυλίζεται η αντιπαράθεση στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με τους εσωκομματικούς αντιπάλους του Τραμπ να κατηγορούν τον πρώην πρόεδρο ως υπεύθυνο για την κουτσή ρεπουμπλικανική νίκη. Δεν είναι τυχαίο ότι η γνωστή και μη εξαιρετέα Wall Street Journal επέλεξε, την επομένη των ενδιάμεσων εκλογών, να δημοσιεύσει σε περίοπτη θέση απόσπασμα από τα υπό έκδοση απομνημονεύματα του Μάικ Πενς, αντιπροέδρου των ΗΠΑ επί Τραμπ. Εκεί ο πρώην αντιπρόεδρος «εκμυστηρεύεται» ότι επιχείρησε να υπενθυμίσει στον Τραμπ το καθήκον τους να σεβαστούν το Σύνταγμα και να παραδώσουν άμεσα την εξουσία στον Μπάιντεν…

Προσωρινά τα χαμόγελα

Εν πάση περιπτώσει, έστω κι επειδή απέφυγαν τα χειρότερα, ο Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα παριστάνουν ότι χαμογελούν. Τα χαμόγελα είναι βέβαια προσωρινά, αφού όλοι γνωρίζουν ότι η αλλαγή των συσχετισμών στο Κογκρέσο θα δυσκολέψει τη ζωή ενός διόλου δημοφιλούς Μπάιντεν, που φαινόταν να αγκομαχά ήδη πριν χάσει τον έλεγχο του νομοθετικού σώματος. Οι πρώτες μετεκλογικές έρευνες δείχνουν πάντως ότι η πλειοψηφία όσων ψήφισαν «αποσύνδεσε» τον Μπάιντεν από τις ενδιάμεσες εκλογές. Σε αυτές κυριάρχησαν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πλατιά στρώματα λόγω πληθωρισμού, αλλά και η διευκόλυνση της απαγόρευσης των αμβλώσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το πρώτο κεντρικό ζήτημα έφερε κέρδη στους Ρεπουμπλικάνους, αν και λιγότερα από τα αναμενόμενα, ενώ το δεύτερο έστρεψε εκατομμύρια θυμωμένων ψηφοφόρων (ιδίως γυναικών) προς τους Δημοκρατικούς.

Πράγματι, η υπεράσπιση του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση, που υπονομεύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (τα μέλη του οποίου είναι ισόβια, διορισμένα από την εκάστοτε προεδρική εξουσία όποτε μένει κενή μια θέση, συνήθως λόγω θανάτου), υποστηρίζεται από μια σαφή πλειοψηφία. Στην οποία περιλαμβάνονται και πολλοί (ή μάλλον πολλές) ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικάνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις 5 πολιτείες που, παράλληλα με τις εκλογές, διεξάχθηκαν δημοψηφίσματα για την κατοχύρωση του δικαιώματος άμβλωσης σε πολιτειακό επίπεδο, κερδήθηκαν όλα – περιλαμβανομένων πολιτειών όπως το Κεντάκι, όπου κατά τα άλλα εκλέχθηκε άνετα Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής.

Ασαφείς ακόμα οι επιπτώσεις για τον υπόλοιπο κόσμο

Πέραν του πληθωρισμού και των αμβλώσεων, τα υπόλοιπα προβλήματα, που θεωρούνται προνομιακά για τους Ρεπουμπλικάνους (εγκληματικότητα, μετανάστευση κ.λπ.), έπαιξαν τελικά περιορισμένο ρόλο στη διαμόρφωση της εκλογικής στάσης των πολιτών. Τέλος, σε μια σειρά πολιτείες κερδήθηκαν και δημοψηφίσματα για τα εργασιακά δικαιώματα, που υποστηρίχθηκαν από ριζοσπαστικά συνδικάτα και κοινωνικά κινήματα. Όμως οι σημαντικότερες επιπτώσεις της πιθανής απώλειας του ελέγχου του Κογκρέσου από τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς, δηλαδή αυτές που αφορούν και τον υπόλοιπο πλανήτη, δεν είναι ακόμη σαφείς. Για παράδειγμα, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν έχουν ξεκαθαρίσει αν θα επιμείνουν στην προεκλογική «υπόσχεσή» τους, ότι θα απαιτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο και απτά ανταλλάγματα π.χ. για την κοστοβόρα συμμετοχή των ΗΠΑ στην ουκρανική σύρραξη.

Αυτά εν πολλοίς θα εξαρτηθούν κι από το ποιος, με ποια γραμμή και με ποιων μερίδων των ελίτ την υποστήριξη, θα πάρει το πάνω χέρι στο εσωτερικό της μίας εκ των δύο συνιστωσών της βορειοαμερικανικής «δημοκρατίας». Διότι η έτερη συνιστώσα, οι Δημοκρατικοί, είναι σχεδόν ομόθυμη στη γραμμή της ανακοπής του αδυνατίσματος των ΗΠΑ μέσω της προσφυγής στην πρόκληση «δημιουργικών» χαοτικών συγκρούσεων, επέκτασης του πολέμου και ετσιθελικής επιβολής των «ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ» σε ολόκληρο τον πλανήτη – σε συνδυασμό με τη «φυγή στο άυλο». Στο μεταξύ οι υπήκοοι βλέπουν τη ζωή τους να χειροτερεύει: η ανεργία, η κακοπληρωμένη πρόσκαιρη «απασχόληση», η φτώχεια, η στεγαστική ανασφάλεια και η έλλειψη ακόμη και στοιχειωδώς επαρκούς διατροφής χτυπούν εκατομμύρια νοικοκυριά στην «καλύτερη χώρα του κόσμου»…

Ο νέος αγαπημένος Ρεπουμπλικάνος των… Δημοκρατικών

Στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από το φάντασμα του Τραμπ, όλα τα προσκείμενα στους Δημοκρατικούς ΜΜΕ πανηγυρίζουν για την επανεκλογή του… Ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις, τον οποίο παρουσιάζουν ως εναλλακτική λύση των Ρεπουμπλικάνων για τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Λίγο τους ενδιαφέρει ότι ο ΝτεΣάντις είναι αυθεντικά ακροδεξιός: φανατικός πολέμιος των αμβλώσεων, γκουρού του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, εχθρός των ομοσπονδιακών προγραμμάτων εκπαίδευσης και κοινωνικής πρόνοιας, αντίπαλος κάθε «κρατικής ρύθμισης» για την προστασία του περιβάλλοντος, οπαδός της πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της οικονομίας, υπερασπιστής της οπλοκατοχής, απολογητής της αστυνομικής βίας, φυσικά εχθρός των LGBT, υποστηρικτής της μείωσης των δυνατοτήτων περιθωριοποιημένων στρωμάτων να συμμετέχουν σε εκλογικές διαδικασίες κ.ο.κ. Να μην ξεχάσουμε ότι διέπρεψε, μεταξύ άλλων, και ως βοηθός του διοικητή του κολαστήριου του Γκουαντάναμο, και ως «νομικός σύμβουλος» του αμερικανικού στρατού κατοχής στην αιματοκυλισμένη Φαλούτζα του Ιράκ…

Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος βαφτίζεται «ελπίδα», διότι οποιοσδήποτε είναι καλός, αρκεί να μας απαλλάξει από τον Τραμπ – που επιμένει στο δικό του σχέδιο για την ανόρθωση του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού. Είναι ένα σχέδιο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πιο «δυναμικών» (διάβαζε αεριτζήδικων και πολεμοχαρών) τμημάτων των ελίτ, τουλάχιστον όχι τόσο όσο το κάνει ο Μπάιντεν ή –στη χειρότερη– θα το κάνει ο ΝτεΣάντις. Ο οποίος φαίνεται ότι διατηρεί διαύλους με αυτά τα τμήματα, που τα τελευταία χρόνια δεν τσιγκουνεύονται την υποστήριξή τους προς τη «νέα ελπίδα». Συγκεκριμένα, ο ΝτεΣάντις συγκέντρωσε ποσό-ρεκόρ για την καμπάνια επανεκλογής του: 177,4 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περισσότερα κι από αυτά που έχει συγκεντρώσει στο ίδιο διάστημα ο Τραμπ! Μάλιστα η χρηματοδότηση του Τραμπ προέρχεται από πολλούς «μικρούς» σε οικονομική επιφάνεια υποστηρικτές, ενώ ο ΝτεΣάντις βασίζεται στην υποστήριξη λίγων και καλών: 42 εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι τον έχουν ενισχύσει, με τεράστια ποσά ο καθένας. Μόνο ο Ρόμπερτ Μπίγκελοου, μεγιστάνας της αεροδιαστημικής βιομηχανίας και του τουρισμού, πρόσφερε αυτόν τον Ιούλιο 10 εκατομμύρια δολάρια για την επανεκλογή του ΝτεΣάντις ως κυβερνήτη της Φλόριντα.

Κάτι ξέρουν και οι New York Times που φιλοτεχνούν το πορτρέτο του, και οι εγχώριοι ειδικοί του copy-paste που επαναλαμβάνουν τη διαφήμιση…

Ενδιαφέροντα ευρήματα

Στον πίνακα δίνονται στοιχεία για την ταυτότητα και τις απόψεις όσων ψήφισαν στις ενδιάμεσες εκλογές. Τα στοιχεία αυτά συλλέχθηκαν από μια κοινοπραξία μεγάλων βορειοαμερικανικών ΜΜΕ με τη συνδρομή ιδιωτικής εταιρίας ερευνών, και βασίζονται τόσο σε στατιστικά δεδομένα όσων ψήφισαν, όσο και σε εκατομμύρια προσωπικές συνεντεύξεις ψηφοφόρων αμέσως μετά την έξοδό τους από τα εκλογικά τμήματα. Δεν αποτελούν δηλαδή εικόνα του συνόλου του εκλογικού σώματος, αλλά μόνο των ψηφοφόρων στη συγκεκριμένη διαδικασία (είναι ακόμη άγνωστο το ποσοστό της συμμετοχής, όπως και το τι πέτυχαν μικρότερα κόμματα – εικάζεται πάντως ότι η συμμετοχή ήταν υψηλότερη από αυτήν των προηγούμενων ενδιάμεσων εκλογών, του 2018, που είχε ανέλθει σε 49,4%). Ακόμη κι έτσι, αποτυπώνουν ενδιαφέροντα ευρήματα:

  • Ψήφισαν περισσότερες γυναίκες από άντρες, υποστηρίζοντας κατά πλειοψηφία τους Δημοκρατικούς, σε αντίθεση με τους άντρες, που στράφηκαν στους Ρεπουμπλικάνους. Αυτό ίσως να εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την αντίδραση των εκλογέων στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τις αμβλώσεις, που βρίσκει αντίθετη μια σαφή πλειοψηφία (αποτελούμενη κατά το ένα τέταρτο από ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικανών).
  • Η φυλή εξακολουθεί να βαραίνει στον προσανατολισμό της ψήφου: οι λευκοί, που αποτελούν σχεδόν τα τρία τέταρτα των ψηφοφόρων, προτιμούν τους Ρεπουμπλικάνους. Στους υπόλοιπους (με την εντυπωσιακή εξαίρεση των αυτοχθόνων) κυριαρχούν οι Δημοκρατικοί, με «ακραίο» παράδειγμα τους μαύρους ψηφοφόρους, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι παίρνουν μόλις 13%.
  • Εξίσου βαραίνει η μόρφωση, η προσωπική οικονομική κατάσταση και ο τόπος διαμονής: οι περισσότεροι πτυχιούχοι ψηφίζουν Δημοκρατικούς, το ίδιο και οι οικονομικά ασθενέστεροι και οι κάτοικοι των πόλεων. Στους υπόλοιπους πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικάνοι.
  • Μια σαφής πλειοψηφία (55%) έχει «πολύ» ή «μάλλον αρνητική γνώμη» για τον Μπάιντεν, και πολύ περισσότεροι (67%) δηλώνουν ότι δεν θέλουν να τον ξαναδούν υποψήφιο το 2024 – σχεδόν το ένα τρίτο εξ αυτών είναι ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος!
  • Σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι θεωρούν ότι η οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους χειροτέρεψε την τελευταία διετία, ενώ ως μεγαλύτερα προβλήματα αξιολογούν τον πληθωρισμό (σχεδόν το ένα τρίτο των ψηφοφόρων) και τις αμβλώσεις (πάνω από το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων).
  • Τέλος, υπάρχει ένα ικανό ποσοστό όσων ψήφισαν (11%) που δηλώνει ότι δεν έχει θετική γνώμη για κανένα από τα δύο κόμματα που μονοπωλούν το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ – αν και το 93% εξ αυτών τα ψήφισε! Η αρνητική γνώμη προφανώς θα είναι μεγαλύτερη σε όσους δεν πήγαν στις κάλπες. Αλλά αδυνατεί να βρει μια εναλλακτική…
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!