Πανδημία και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στη Ελλάδα

του Δημήτρη Βασιλάκη*

Η Ελλάδα σήμερα αποτελεί την τρίτη χώρα στην Ε.Ε. σχετικά με τις ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας και ιατρικής εξέτασης. Αποτελεί επίσης τη χώρα στην Ε.Ε. με το χαμηλότερο αριθμό γενικών γιατρών, των ιατρών που καλούνται να έχουν τον ρόλο του προσωπικού/οικογενειακού γιατρού στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Εδώ και χρόνια έχει αφεθεί η πρωτοβάθμια φροντίδα στο περιθώριο και δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία του πληθυσμού της.

Η πανδημία μας έκανε πιο εμφανές ότι η υγεία είναι ζήτημα περισσότερο κοινωνικών συμπεριφορών και πολιτικών υγείας, παρά ζήτημα εξειδικευμένων ιατρικών γνώσεων. Ταυτόχρονα, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που μολύνθηκαν, φαίνεται να χρειάζονται κατ’ οίκον νοσηλεία και όχι νοσοκομειακή περίθαλψη. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δίνουν στην πρωτοβάθμια τον πιο κρίσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση του ιού. Μια οργανωμένη πρωτοβάθμια περίθαλψη οπλισμένη με απεικονιστικά και εργαστηριακά τεστ, προστατευτικό εξοπλισμό και το απαιτούμενο προσωπικό (ιατρούς, νοσηλευτές ψυχολόγους κοινωνικούς λειτουργούς) θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη φροντίδα των περισσότερων ασθενών όσο και στον περιορισμό της διάδοσης των κρουσμάτων.

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ της πρωτοβάθμιας που έχει την ευθύνη για την υγεία της κοινότητας, είναι ο πλέον κατάλληλος ώστε σε συνεργασία με τοπικούς φορείς (δήμους, σχολεία ΚΑΠΗ, φαρμακεία, εκκλησίες) να κάνει κτήμα του κάθε ανθρώπου την ορθή ενημέρωση και τα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να πάρει. Μπορεί επίσης έχοντας γνώση του πληθυσμού και των συμπεριφορών του να μεριμνήσει ώστε να μην γίνει διασπορά του ιού και να εντοπιστούν έγκαιρα οι ύποπτες περιπτώσεις. Την ίδια στιγμή έχει τη δυνατότητα σε επίπεδο κοινότητας να λάβει μέτρα ώστε να τονώσει το αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης που είναι κρίσιμο για την ψυχική υγεία, και να αποτρέψει το στίγμα που δημιουργείται σε έναν κλειστό πληθυσμό σε περιπτώσεις πανδημιών.

Ο γενικός ιατρός, είναι επίσης ο καταλληλότερος για να απευθυνθεί ένας ασθενής με έμπιστο τρόπο και στη συνέχεια έχοντας γνώση του ιστορικού και του περιβάλλοντος στο οποίο ζει να το κατευθύνει και να τον εκτιμά σε καθημερινή βάση ελέγχοντας την πορεία της νόσου και τις επαφές του. Όπως έδειξε η πρόσφατη εμπειρία, ένα απρόσωπο τηλεφωνικό κέντρο είναι επικίνδυνο να αναλάβει αυτή την υποχρέωση σε τέτοιες περιπτώσεις.

Η πρωτοβάθμια με τον ολιστικό της χαρακτήρα, θα παίξει και ρόλο στη διαχείριση χρόνιων νοσημάτων που παραμελούνται σε μία κατάσταση όπου τα τακτικά ιατρεία είναι κλειστά και τα νοσοκομεία απροσπέλαστα. Έχοντας γνώση του ιστορικού και του περιβάλλοντος του ασθενή ο γενικός ιατρός μπορεί να επισκεφτεί κατ’ οίκον ή να βοηθήσει τηλεφωνικά μεγάλο πληθυσμό που βρίσκεται σε κίνδυνο. Πολύ σημαντικές είναι επίσης οι ψυχολογικές παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου που η ψυχική του υγεία καταποντίζεται σε καθεστώς γενικής καραντίνας και απραξίας.

Αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι, όχι μόνο ο περιορισμός της διάδοσης του ιού και η ανάσχεση του συνωστισμού των νοσοκομείων αλλά και η διατήρηση της καλύτερης δυνατής υγείας του πληθυσμού, μέσω της καθημερινής επαφής με τον άνθρωπο για οποιοδήποτε πρόβλημα κοινωνικής, ψυχικής ή σωματικής υγείας τον απασχολεί.

Η μεγάλη απουσία της πρωτοβάθμιας φαίνεται πιο έντονα στα αστικά κέντρα. Η Αθήνα, μια πόλη 5 εκατομμυρίων, μοιάζει με ένα χαώδες μη συνεκτικό κοινωνικά περιβάλλον με πολλές φτωχές περιοχές και γκέτο. Ιδιαίτερα εκεί η πρωτοβάθμια περίθαλψη μοιάζει ανέκδοτο. Οι άνθρωποι αυτοί απομακρυσμένοι από την υγειονομική πρόσβαση και την ενημέρωση είναι δύσκολο να ελεγχθούν και να αναγνωριστούν οι ανάγκες υγείας τους, ενώ η διαμονή σε συνωστισμένους χώρους σε συνδυασμό με την μεγάλη φτωχοποίηση τους, μπορεί να αποτελέσουν υγειονομική βόμβα σε περίοδο πανδημίας. Ας σκεφτούμε μόνο, με βάση τις δυνατότητες που περιγράφθηκαν, τι διαφορετικό αντίκτυπο θα είχε η υγειονομική περίθαλψη, ο έλεγχος, η πρόληψη και η προαγωγή υγείας των συνοικιών αυτών ιδιαίτερα σε καιρό κορωνοϊού;

Η ανάδειξη της υγείας ως ζήτημα κοινωνικών συμπεριφορών δεν φαίνεται μόνο στα πλαίσια της λοιμωξιολογίας αλλά και μιας άλλης σειράς νοσημάτων, που αν ο πληθυσμός άλλαζε τις συνήθειες του όπως για παράδειγμα το κάπνισμα και την διατροφή θα μείωνε δραματικά τους θανάτους.

Όπως είδαμε και στην υπόθεση του COVID, η κοινωνία δεν είναι απλά μια συγκέντρωση ατόμων, αλλά μια συλλογικότητα και η υγεία των ατόμων επηρεάζεται από τα συλλογικά χαρακτηριστικά και τα κοινωνικά πρότυπα. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να αλλάξουν σε μακροεπίπεδο με αλλαγή στη δομή της κοινωνίας, της οικονομίας και του περιβάλλοντος είτε σε μικροεπίπεδο με την δράση ατόμων που μπορούν να παίξουν έναν κρίσιμο ρόλο στην διαμόρφωση ενός υγιεινού τρόπου κοινωνικής και ατομικής ζωής στην κοινότητα. Αυτόν τον ρόλο καλείται να παίξουν και όσοι στελεχώνουν την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.

Ο γενικός ιατρός έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αλλαγή των συμπεριφορικών αυτών παραγόντων, αφού είναι σε θέση να ξέρει τις πολιτισμικές, ψυχολογικές ιδιαιτερότητες ενός ανθρώπου καθώς και το οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζει. Μέσα από αυτό το πρίσμα, με συνεχή ενθάρρυνση και σε βάθος χρόνου εκτίμηση μπορεί να βρει εφαρμογή το δύσκολο, αλλά κρίσιμο έργο της παρέμβασης στο τρόπο ζωής των κοινωνιών ώστε να προληφθούν θανατηφόρες ασθένειες στο αγχώδες και απαιτητικό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Παραδείγματα τέτοιων παρεμβάσεων αποτελούν οι δράσεις προαγωγής υγείας στην κοινότητα όπως και οι προσυμπτωματικοί έλεγχοι για κακοήθη νεοπλάσματα και οι εμβολιασμοί, που φαντάζουν δύσκολα επιτεύξιμα για όσους δεν έχουν την ευχέρεια να έχουν προσωπικό ιατρό.

ΓΙΑΤΙ ΟΜΩΣ έχει υποβαθμιστεί η ΠΦΥ που τόσα έχει να προσφέρει στην υγεία του πληθυσμού, μπορεί να αντιμετωπίσει τη συντριπτική πλειοψηφία των λόγων ιατρικής επίσκεψης και να παίξει μεγάλο ρόλο στη μείωση των θανάτων μέσω της πρόληψης;

Στη χώρα μας η κουλτούρα ήταν πάντα νοσοκομειοκεντρική με κατεύθυνση την υπερεξειδίκευση και όχι την πρόληψη και την πρωτοβάθμια. Όσοι σπουδάσαμε σε ελληνικά πανεπιστήμια θα θυμόμαστε τους καθηγητές μας να μας αποθαρρύνουν από το να διαλέξουμε μια πρωτοβάθμια ειδικότητα, μιας και δεν έχει κύρος και καλές οικονομικές απολαβές.

Η δαπάνες στη χώρα μας το 2019 για την ενδοσοκομειακή περίθαλψη αφορούσαν το 42% ενώ για την πρόληψη το 1%, πράγμα που συνηγορεί στην κατεύθυνση αυτή της υγείας. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότερες φαρμακευτικές δεν επενδύουν στην πρόληψη, όπως π.χ. στην έρευνα για παρασκευή εμβολίων αλλά στη θεραπεία τον νόσων ακολουθώντας τους κανόνες της αγοράς και όχι των ανθρώπινων αναγκών.

Μεγάλο πρόβλημα φαίνεται και στη διασύνδεση της πρωτοβάθμιας με δευτεροβάθμιες δομές και ειδικούς όσο και με κοινωνικές δομές και δομές ψυχικής υγείας. Η παραπομπή σε παραπάνω βαθμίδα δεν γίνεται απευθείας με αποτέλεσμα ένας ασθενής να χάνει ζωτικό χρόνο στις γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Τέλος, η εκπαίδευση των γιατρών της πρωτοβάθμιας θα πρέπει να παρέχεται από το κράτος και να είναι συνεχής και εμπλουτισμένη με δεξιότητες που θα οδηγήσουν σε αναβάθμιση της παροχής υπηρεσιών στην κοινότητα.

Η πρόσφατη επιδημία είναι μια ευκαιρία να ξαναδούμε συνολικά το ζήτημα της υγείας στην χώρα μας. Βασικά συστατικά του συστήματος υγείας θα πρέπει να είναι η επικέντρωση στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πληθυσμού και όχι στις επιδιώξεις του κέρδους ή των ιδιωτικών συμφερόντων.

Η Ελλάδα οφείλει να χαράξει μια στρατηγική υγείας ώστε οι πολλοί γιατροί που έχει την ευτυχία να παράγει να έχουν ρόλο ώστε να αναβαθμιστεί η υγεία του πληθυσμού που βρίσκεται σε πτώση τα τελευταία χρόνια λόγω των πολιτικών λιτότητας. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με τα ανθρωποκεντρικά, ολιστικά χαρακτηριστικά της, οφείλει να ξαναεφευρεθεί στην Ελλάδα και να ανταποκριθεί με τη βοήθεια του κράτους και της κοινωνίας στο ιδιαίτερο πολιτισμικό και γεωγραφικό τοπίο της χώρας.

Ακόμα και τώρα όμως, στην κρίσιμη μάχη του κορωνοϊού η χώρα χρειάζεται μια πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ενεργοποιημένη στις συνοικίες και την κοινότητα, εκεί όπου χτυπάει ο κατ’ οίκον παλμός της κοινωνίας, και όχι διαλυτική, που μόνη της αρμοδιότητα θα είναι η στελέχωση των δευτεροβάθμιων νοσοκομείων.

* Ο Δημήτρης Βασιλάκης είναι γενικός ιατρός στο Κέντρο Υγείας Αγίας Βαρβάρας Νομού Ηρακλείου Κρήτης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!