Αρχική πολιτισμός Στις τρεις χαράματα, Ομόνοια

Στις τρεις χαράματα, Ομόνοια

Της Μαρίας Πετρίτση. Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να γίνω μουσικός. Θυμάμαι τα σαββατοκύριακα, τα άλλα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν μπάλα κι έκαναν ποδήλατο στο δρόμο, εγώ όμως καθόμουν κλεισμένος στο δωμάτιό μου και προσπαθούσα να μαντέψω στην κιθάρα τις νότες των αγαπημένων μου τραγουδιών. Μαθήματα άρχισα κάπως αργότερα, όταν είχα ήδη τελειώσει την Α’ Γυμνασίου.

Ο δάσκαλός μου ήταν ένας νευρωτικός μεσήλικας που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική, πόσο δε μάλλον για τους μαθητές του. Την ώρα του μαθήματος με άφηνε να γρατζουνίζω την κιθάρα μου και εξαφανιζόταν στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού – στο σπίτι του κάναμε μάθημα, τότε δεν υπήρχαν ωδεία στην επαρχία και η Αθήνα παραήταν μακριά. Δίπλα του έμαθα τα βασικά. Λίγο σολφέζ, λίγη αρμονία, κάτι κλίμακες και αυτό ήταν όλο. Τη σοβαρή δουλειά την έκανα μόνος μου, μετά.
Μου άρεσαν τα τραγούδια των Μπιτλς, των Ρόλινγκ Στόουνς του Μόρισον και της Τζάνις Τζόπλιν. Και διάφορες άλλες ροκιές που άκουγα στο ραδιόφωνο, συνήθως στην εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη, και μετά προσπαθούσα να εντοπίσω στο δισκάδικο της γειτονιάς. Λεφτά πολλά δεν είχαμε, αλλά κάτι ψιλά για τίποτε βινύλια πάντοτε κατόρθωνα να βρω.
Στο σχολείο δεν ήμουν αυτό που λένε «καλός μαθητής». Κανένα μάθημα δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα, με μοναδική εξαίρεση ίσως τα Αρχαία. Κάθε χρόνο περνούσα την τάξη στο τσακ, αλλά μου αρκούσε. Βέβαια, οι γονείς μου γίνονταν έξαλλοι κάθε Ιούνιο που παίρναμε ελέγχους κι έβλεπαν τα χάλια μου, παρ’ όλα αυτά η κατάσταση παρέμενε σταθερή.
Στο Λύκειο με στείλανε φροντιστήριο, με βάλανε να κάνω ιδιαίτερα, με προειδοποίησαν πως, αν δεν περνούσα σε κάποια σχολή, δεν θα συνέχιζαν να με τρέφουν για να τεμπελιάζω, όμως εγώ δεν άκουγα τίποτα. Τελικά, πήγα στην πέμπτη δέσμη, που διάλεγαν τότε όσοι δεν ενδιαφέρονταν για κάποια σχολή, πήρα το απολυτήριό μου με γενικό βαθμό 12,2 και ησύχασα.
Τον πρώτο χρόνο μετά το σχολείο ο πατέρας μου προσπάθησε να με διορίσει στον ΟΤΕ, όπου δούλευε κι αυτός. Εγώ ούτε να το ακούσω δεν ήθελα. Η υπαλληλική ζωή μού φαινόταν γελοία και εντελώς πληκτική. Ήθελα να γίνω μουσικός, όχι μισθοσυντήρητος. Η μάνα μου έκλαιγε και φώναζε πως θα γινόμουν ρεμάλι, πως έτσι όπως πήγαινα, άμα πέθαιναν αυτοί, θα ψόφαγα της πείνας, πως δεν είχα μέλλον και άλλα τέτοια ποιητικά. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να με πείσει για τα πλεονεκτήματα του διορισμού, για την τύχη μου να έχουμε το μέσον που θα με έμπαζε αμέσως στη δουλειά, για τη σύνταξη και για τις παροχές που απολάμβαναν οι κρατικοί υπάλληλοι, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα. Τους άφηνα και τους δυο να λένε και κλειδωνόμουν στο δωμάτιό μου με τις ώρες. Έτσι κι αλλιώς, δεν καταλάβαιναν τίποτε. Εγώ ήμουν πάντα μόνος.
Εκείνες οι ώρες ήταν οι καλύτερες της ζωής μου. Ψαχούλευα την κιθάρα μου και νόμιζα πως χάιδευα την ωραιότερη γκόμενα του κόσμου. Ήμουν ευτυχισμένος. Δεν ήθελα ούτε νερό ούτε φαγητό, μόνο νότες και μελωδίες, αγκαλιά με το ξύλινο θαύμα μου.
Άρχισα να βρίσκω παρτιτούρες σε διάφορα μαγαζιά, βιβλιοπωλεία κυρίως, και μάθαινα τα τραγούδια μέσα σε μία νύχτα. Τα ξένα ήταν πιο δύσκολα να βρεθούν, μόνο αν τύχαινε και τα είχε κάνας φίλος τα δανειζόμουν. Τα ελληνικά τραγούδια, όμως, τα έβρισκα μια χαρά. Σε λίγο καιρό είχα μάθει απ’ έξω ολόκληρο το ρεπερτόριο του Άσιμου, του Νικολαΐδη και του Σιδηρόπουλου.
Διάβαζα τα ποιήματα της Γώγου, που μου μιλούσαν κατευθείαν στην καρδιά, και προσπαθούσα να τα μελοποιήσω όπως μου φαινόταν πως θα ταίριαζε. Έγραφα και μόνος μου κάτι στιχάκια και μετά τα παίδευα μαζί με τις νότες, φτιάχνοντας τραγούδια που έμοιαζαν με κάποια που μου άρεσαν αλλά ταυτόχρονα είχαν και κάτι διαφορετικό.
Έτσι πέρασε ο πρώτος χρόνος μετά το σχολείο, μέχρι που ήρθε η στιγμή να πάω στρατό και εκεί τα πράγματα δυσκόλεψαν. Οι επόμενοι μήνες πέρασαν μαρτυρικά, από επαρχία σε επαρχία και από κουτσοχώρι σε κατσάβραχο. Εννοείται πως την κιθάρα την έπιανα στα χέρια μου μόνο στις εξόδους, που τύχαινε να έχω χρόνο να φτάσω ως την πόλη μου, άρα σπανίως. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα να γράφω στο χαρτί στίχους και συγχορδίες, με σκοπό να τα στρώσω καλύτερα και να τα κάνω μουσική όταν επέστρεφα.
Μετά το στρατό, επανήλθα στο πατρικό, και μαζί ξανάρχισε η φαγωμάρα για τη δουλειά και για το μέλλον. Οι δικοί μου συνέχιζαν το ίδιο βιολί, μέρα-νύχτα. Να βρω δουλειά, να κάνω κάτι χρήσιμο, να μην τεμπελιάζω σαν ρεμπελόσκυλο, να φροντίσω να παντρευτώ. Με το που το άκουσα αυτό το τελευταίο, πήρα την απόφασή μου. Το επόμενο πρωί, έμπαινα στο λεωφορείο για την Αθήνα, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου.
Εδώ γνώρισα, σχεδόν αμέσως, τον Θανάση, ένα παιδί από κάποιο ξερονήσι του Αιγαίου που είχε έρθει στην πρωτεύουσα για να βρει κι αυτός δουλειά, όπως κι εγώ. Αρχικά μείναμε μαζί σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια, μισό-μισό το δωμάτιο, και δουλεύαμε όπου βρίσκαμε για τα τρέχοντα και το νοίκι. Κάναμε θελήματα, μεταφορές, φορτώματα-ξεφορτώματα, χαμαλίκι. Το μεροκάματο έβγαινε δύσκολα, ποτέ όμως δεν μετάνιωσα την απόφασή μου να τα βροντήξω και να φύγω από το πατρικό. Τα βράδια έπιανα την κιθάρα μου, και τότε ο κόσμος μού φαινόταν πιο καλός. Η ζωή πιο ωραία.
Αργότερα, νοίκιασα ένα δωμάτιο στο κέντρο, κοντά στην Αγίου Κωνσταντίνου, και έμεινα μόνος μου. Τα προς το ζην έβγαιναν δύσκολα. Έρχονταν μέρες που δεν είχα ούτε για τσιγάρο. Παρ’ όλα αυτά, έκανα ό,τι δουλειά μου έπεφτε στα χέρια, σκοτωνόμουν στην κούραση και τα κουτσοβόλευα. Ταυτόχρονα άρχισα να ψάχνω τις αγγελίες μήπως και έβρισκα τίποτε ως μουσικός. Μετά από έξι μήνες, έπιασα δουλειά σε ένα κωλάδικο στο Περιστέρι, ως κιθαρίστας σε μια ορχήστρα που έπαιζε βαριά λαϊκά και σκυλάδικα.
Στην αρχή το υπέμενα, σιγά-σιγά όμως το ρεπερτόριο άρχισε να μου διαλύει τα νεύρα. Δεν είχα κάτι εναντίον της συγκεκριμένης μουσικής, απλώς εκεί μέσα δεν ακουγόταν ποτέ τίποτε άλλο. Σε λίγο είχα αρχίσει να ξεχνάω και αυτά που ήξερα, και αντί για Χέντριξ έπαιζα κάτι τερατωδίες, που μου έκοβαν το στομάχι στα δύο και μου έφερναν εμετό. Πάλι και πάλι, ασταμάτητα.
Λίγο αργότερα τα παράτησα και ξαναγύρισα στο χαμαλίκι.
Με την Κάτια συναντηθήκαμε στα Εξάρχεια, στο Green Door. Δούλευε σερβιτόρα εκεί και την είχα παρατηρήσει από καιρό. Ένα βράδυ μιλήσαμε, ήπιαμε κάνα-δυο ποτά, και κατά το χάραμα καταλήξαμε στο σπίτι της. Μείναμε μαζί τρία χρόνια, όπου έζησα το μεγάλο έρωτα αλλά και τη χειρότερη καταστροφή. Ήταν θερμόαιμη κοπέλα, οι καβγάδες μας ακούγονταν σε ολόκληρη τη γειτονιά. Οι αγάπες μας το ίδιο. Από λεφτά ήμασταν πάντοτε πανί με πανί. Η Κάτια τα ξόδευε όλα στην πρέζα και για το σπίτι δεν έμενε δραχμή. Εγώ αντιστεκόμουν, δούλευα εδώ κι εκεί, και τις νύχτες της τραγουδούσα ροκιές, την πρόσεχα και της φίλαγα τα μάτια. Όταν χωρίσαμε, από αντίδραση, δοκίμασα κι εγώ τις ουσίες της για πρώτη φορά.
Από περιέργεια και βλακώδη εκδίκηση, μπήκα στο παιχνίδι των ναρκωτικών. Για πλάκα. Απερίσκεπτα, λες και η συνήθεια για μένα δεν επρόκειτο να υπάρξει ποτέ. Και από ανάγκη να βρω ένα καταφύγιο για τις έγνοιες μου, για τις στερήσεις, για τα όνειρά μου που καθυστερούσαν και ματαιώνονταν το ένα μετά το άλλο. Έτσι ξεκίνησα.
Στην πλατεία έβρισκα εύκολα ανεφοδιασμό. Τα συνήθισα γρήγορα, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. Άρχισα να κάνω παρέα με τα πρεζόνια της περιοχής και να ντιλάρω και ο ίδιος, ίσα για να εξασφαλίζω κάνα φράγκο για τη δόση μου. Σε κάποια φάση, θυμάμαι, ζύγιζα λιγότερο από πενήντα κιλά. Ποτέ δεν πεινούσα, όμως. Μόνο για την ηρωίνη μου νοιαζόμουν πραγματικά -για την Ηρώ, λέγαμε συνθηματικά μεταξύ μας- και, όποτε ήμουν σε κατάσταση σωστή, για την παραμελημένη μου κιθάρα.
Οι πρώτες συλλήψεις ξεκίνησαν με κάτι διαδηλώσεις που έφεραν την αστυνομία στην πλατεία και μας μάζεψαν ομαδικώς. Μετά ο δήμαρχος εφάρμοσε την «επιχείρηση σκούπα», και κάθε τόσο μας μπουζουριάζανε στην κλούβα και μας έβγαζαν το λάδι στο κρατητήριο. Σιγά-σιγά έμαθα τα κόλπα και άρχισα να συνεργάζομαι μαζί τους, κυρίως ως πληροφοριοδότης. Ντρεπόμουν, αλλά ήξερα πως ήταν προσωρινό. Μια λύση ανάγκης μέχρι να ξελασπώσω και να βρω δουλειά σαν μουσικός. Κι έτσι το υπέμενα.
Περνούσε ο καιρός και η κατάσταση χειροτέρευε. Στην πλατεία με ήξεραν όλοι, δεν μου μιλούσε πια κανείς. Τα καινούρια φιντανάκια, που τα πλεύριζα με το που εμφανίζονταν στην περιοχή, μάθαιναν σύντομα τα νέα και με απέφευγαν κι αυτά. Έσπρωχνα πού και πού λίγο πράμα, αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός, τα πάντα δυσκόλευαν. Τελικά με πετάξανε έξω και από την αστυνομία, γιατί, έτσι όπως είχα καταντήσει, δεν τους ήμουν πια χρήσιμος σε τίποτα.
Έκτοτε ζω στο δρόμο, πότε εδώ και πότε εκεί, κυρίως γύρω από την Ομόνοια. Το σπίτι μου είναι φορητό -μια χαρτόκουτα όλη κι όλη- τα υπάρχοντά μου το ίδιο. Όταν έχω τη δύναμη, στήνομαι στο δρόμο και παίζω κάνα τραγούδι στην κιθάρα. Η ελεημοσύνη των ξένων με συντηρεί στη ζωή. Ήρθαν φορές που αναγκάστηκα να κλέψω για τη δόση μου, κι άλλες που είπα πως θα τα παρατήσω, μα λίγο μετά χύμαγα στους δρόμους σαν αγρίμι…
Με τους γονείς μου δεν επικοινωνώ ποτέ. Στο πατρικό έχω είκοσι χρόνια να πάω. Νέα από την πόλη μου δεν μαθαίνω. Δεν θέλω να τους ξαναδώ στα μάτια μου. Δεν θα το άντεχα να αντικρύσουν την κατάντια μου, ούτε κι εγώ τα γεράματά τους. Θέλησα να ακολουθήσω το σκοπό μου μέχρι το τέλος, αλλά λοξοδρόμησα στη διαδρομή. Μια αστοχία ήταν, τίποτε περισσότερο. Μια εσωτερική φαγούρα. Μια άτυχη στιγμή.
Από αλλού και γι’ αλλού ξεκίνησα και όμως κατέληξα στη μαύρη τρύπα. Ήμουν ένα ελεύθερο παιδί που ονειρευόταν μια μεγάλη μουσική σκηνή και μια κιθάρα στα χέρια. Κατέληξα στο δρόμο, στη μεγάλη σκηνή του κόσμου, χωρίς φώτα και κοινό. Οι μουσικές μου συμβαίνουν πια μέσα στο κεφάλι μου και μοιάζουν με κραυγές απελπισμένου. Οι φίλοι μου είναι τζάνκια, μετανάστες και παρίες της ζωής. Η κιθάρα μου είναι πια μια σιωπηλή παρέα.
Παρ’ όλα αυτά, σας διαβεβαιώ. Τότε που σχεδίαζα το μέλλον μου, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου.
Όταν ήμουν μικρός και με ρωτούσαν «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις» εγώ απαντούσα: «Μουσικός». Δεν έλεγα «πρεζόνι».
*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.

 

Σχόλια

Exit mobile version