του Κώστα Μελά*

1. Η «επιστροφή στην κανονικότητα» αποτελεί για την πλειοψηφία των Ελλήνων το στερεότυπο εκείνο που κυριαρχεί στις ημερήσιες συζητήσεις τους και στοιχειώνει τα νυχτερινά τους όνειρα. Παράλληλα αποτελεί μόνιμη επωδό των άνευ σημασίας ρητορειών των πολιτικών κομμάτων.

Αν δεχτούμε ότι ως στερεότυπο θα μπορούσαμε να ορίσουμε σε γενικές γραμμές «μια εμβριθή παρατήρηση της οποίας η ουσιαστική αλήθεια έχει αμβλυνθεί από την επανάληψη» (Τζόναθαν Κοου: «Μέση Αγγλία», Εκδόσεις Πόλις 2021), γίνεται άμεσα αντιληπτό κάτι πολύ απλό: H «επιστροφή στην κανονικότητα» αποτελεί μια επαναλαμβανόμενη συζήτηση που η (όποια) αλήθεια της έχει ξεφτίσει. Έχει κουράσει. Έχει μετατραπεί σε ένα σλόγκαν, τελικά, άνευ περιεχομένου και επομένως στην πραγματικότητα δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Ή μάλλον σημαίνει ό,τι ο καθένας έχει στο μυαλό του.

Στην πραγματικότητα η φράση «επιστροφή στην κανονικότητα» δεν συνδέεται καθόλου με το παρελθόν –κάτι που υπονοείται μέσω του ουσιαστικού «η επιστροφή»– αλλά με το μέλλον.

Γιατί όμως δεν λέγεται αυτό με ευθύ και κατηγορηματικό τρόπο, αλλά χρησιμοποιείται μια λέξη που δηλώνει την επαναφορά κάποιας παρελθούσης περιόδου; Με παιγνιώδες τρόπο αφήνει να υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων η ελπίδα –το τελευταίο στοιχείο που υπάρχει στον πάτο του Kουτιού της Πανδώρας– για μια επιστροφή σε μια ακαθόριστη εποχή όπου ο καθένας, μπορεί να φαντασιώνεται ότι η ζωή του ήταν καλύτερη από ό,τι είναι σήμερα.

Ο πιο πιθανός λόγος θα πρέπει να αναζητηθεί, μάλλον, στην άδηλη και αβέβαιη μελλοντική «κανονικότητα» που συνεχώς εξελίσσεται καθημερινά μπροστά μας. Αυτή πρέπει με κάποιο τρόπο να συνδεθεί με το παρελθόν αλλά και συγχρόνως να αποκοπεί από αυτό δημιουργώντας μέσω των συμβολικών μηχανισμών μια παραμόρφωση της εν εξελίξει συντελούμενης κοινωνικής διαδικασίας.

Η προσέγγιση αυτή, δεν αφορά κάποιο πολιτικό κόμμα, κάποια οργάνωση πολιτών, αφορά και είναι πολύτιμη για ένα ετερόκλητο, άμορφο συνασπισμό συμφερόντων που προσέχει πολύ να συγκαλύπτει τις προθέσεις του.

Καμιά κοινωνική αλλαγή δεν επιτυγχάνεται χωρίς να έχει προαγγελθεί, προετοιμαστεί και διευκολυνθεί από ένα σύνολο μικρότερων αλλαγών, οι οποίες συχνά περνούν απαρατήρητες στην ιστορική καθημερινότητα.

Αυτές οι μικρές αλλαγές περνούν απαρατήρητες διότι καλύπτονται από τη δημιουργούμενη εντύπωση ότι αποτελούν θετικές και προοδευτικές απαντήσεις στις νέες ιστορικές προκλήσεις, μια εντύπωση προερχόμενη από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της εξουσίας, και όταν τελικά «επιβάλλεται η τροποποίηση ή η ανανέωση του θεμελιώδους δόγματος, οι γενιές που θυσιάζονται κατά τη διάρκεια του μετασχηματισμού μένουν ουσιαστικά ξένες προς αυτόν, και συχνά γίνονται ευθέως εχθρικές» (August Comte, «Έκκληση στους συντηρητικούς», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000).

Όμως, όταν εγκαθίσταται, πλέον, ως κυρίαρχη η κοινωνική αλλαγή, η Ιστορία έχει πάρει τον δρόμο της. Το ουσιαστικό είναι η ιδεολογική ματιά να έχει κάνει όλη τη «βρώμικη δουλειά». Όπως στην περίπτωσή μας η «επιστροφή στην κανονικότητα».

2. Δεν είναι δύσκολο να δώσουμε το πλαίσιο της επικαλούμενης από τις πολιτικές και οικονομικές αρχηγεσίες «επιστροφή στην κανονικότητα».

Οι παρατηρούμενες αλλαγές στα οικονομικά, κοινωνικά και στα πολιτισμικά φαινόμενα –τα οποία γίνονται ορατά εμφανώς τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αλλά ανιχνεύονται αχνά από τη δεκαετία του 1960– δείχνουν με σαφήνεια σημαντικές μετατοπίσεις αξιών και ιδεολογικών κωδίκων. Οι αλλαγές σχετίζονται άμεσα και ουσιαστικά με όλο το πλέγμα των μεταβολών που συνιστούν αυτό που ονομάσθηκε «μετανεωτερική εποχή» και «μεταμοντέρνο πλαίσιο», του οποίου τις βασικές εκφάνσεις αναλύουμε στο πρώτο μέρος τούτης της εργασίας. Λίγο πολύ, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, όλες οι αλλαγές που αναφέρονται, και οι οποίες έχουν συντελεστεί στο αντίστοιχο πολιτιστικό πρότυπο της Δύσης, ανιχνεύονται και στο πολιτιστικό πρότυπο της ελληνικής κοινωνίας. Αξίζει να επαναλάβουμε, στο σημείο αυτό, ότι οι αλλαγές εμφανίζονται στο καθημερινό κοινωνικό ήθος ως ένα πλέγμα προτύπων, βασικές αρχές του οποίου είναι οι καταναλωτικές-ηδονιστικές στάσεις ζωής, η λατρεία του εφήμερου, η ενδυνάμωση του ατομικού, και η καταρράκωση κάθε εμπιστοσύνης στο «συλλογικό».

Ως κυρίαρχη πολιτιστική λογική στο επίπεδο της καθημερινότητας, η οποία διαπερνά οριζοντίως και καθέτως την πραγματική ζωή των Ελλήνων, αναδεικνύεται η μεταμοντέρνα λογική της υπερκατανάλωσης, του σύγχρονου lifestyle, της αυτοπραγμάτωσης του εαυτού, του χρηματιστηριακού τρόπου αντιμετώπισης των κοινωνικών γεγονότων, λογική δηλαδή η οποία αντιμετωπίζει οτιδήποτε μεταμοντέρνο ως ευκαιρία απόδρασης από τα βάρη και τα πάθη του παρελθόντος, επιδιώκοντας να βιώσει μόνο το παρόν. «Οι νεοφιλελεύθερες συνθήκες είναι φροϋδικά “μελαγχολικές” επειδή χαρακτηρίζονται από την απουσία της διάστασης του μέλλοντος ως χώρου ξεδίπλωσης ενός σχεδίου και επιδίωξης διαμόρφωσης υπαρχουσών εναλλακτικών σε σχέση με εκείνες που μας προσφέρονται στο παρόν. Το υπνωτικό βλέμμα της συντελούμενης αποϊστορικοποίησης υποτάσσει το υπάρχον παρόν στην τετραπλή και συγκλίνουσα κίνηση της φυσικοποίησης, αγιοποίησης, αιωνιοποίησης και εξιδανίκευσης – λες και το υπάρχον παρόν είναι φυσικό (και όχι ιστορικά καθορισμένο) και επομένως υπήρχε ανέκαθεν και θα υπάρχει για πάντα και, συνεπώς, είναι σωστό και καλό και αντιστοιχεί στο ιδανικό (με μια ακέραιη ταυτότητα που έχει ολοκληρωθεί και είναι ιδεώδης, του είναι και του πρέπει να είναι.» (Fusaro D., «Ευρώπη και Καπιταλισμός», εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα, 2015, σ. 41). Η κατάρρευση των οριζόντων αναμονής ενός παρόντος καθηλωμένου στον ίδιο του τον εαυτό, επιφέρει την ίδια στιγμή τον αφανισμό της πολιτικής ως στρατηγικής λογικής, προς αποκλειστικό όφελος της εργαλειακής και διαχειριστικής λογικής.

Παράλληλα, εγκαθίσταται στο προσκήνιο η μεταμοντερνιστική «έκλειψη νοήματος για τη ζωή». Για τον μεταμοντερνισμό, δεν υπάρχει θύμηση για καμία εποχή όπου υπήρχε αλήθεια, νόημα και πραγματικότητα. Δεν υπάρχει, επομένως, λόγος να νοσταλγούνται βάθη νοήματος, τα οποία δεν υπήρξαν ποτέ, ή και, αν υπήρξαν, ήταν απλώς χίμαιρες. «Το γεγονός ότι μοιάζουν να έχουν εξαφανιστεί δεν σημαίνει ότι η ζωή είναι επιφανειακή, αφού επιφάνεια μπορείς να έχεις μόνο αν έχεις κάποιο βάθος να αντιπαραβάλλεις. Το Νόημα των νοημάτων δεν είναι ένα στέρεο θεμέλιο, αλλά μια καταπιεστική ψευδαίσθηση. Ζώντας χωρίς να έχεις ανάγκη από τέτοιες εγγυήσεις, είσαι ελεύθερος.» (Ήγκλετον Τ., «Το Νόημα της Ζωής», εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 95).

Η εξαέρωση του σταθερού νοήματος αποτελεί βασικό επίτευγμα του μεταμοντερνισμού ως πολιτιστική έκφραση της μετανεωτερικότητας.

Η ζωή προσανατολισμένη μόνο στο παρόν, ή διαφορετικά η ζωή χωρίς χρόνο, αποτελεί επακόλουθο του γεγονότος ότι υπάρχουν φρενήρεις ρυθμοί παραγωγής και κατανάλωσης, οι οποίοι καταστούν εξαντλητικές τις συνθήκες ύπαρξης του σύγχρονου ανθρώπου, αναγκάζοντάς τον να προσαρμοστεί στην καλπάζουσα προσωρινότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

3.

Συνακόλουθο αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης είναι η διάβρωση των κρατών-εθνών. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, το μονοπώλιο των ποικίλων κατηγορημάτων (μονοπώλιο της βίας, διατήρηση του δικαίου, αναπαραγωγή των συνθηκών αναπαραγωγής του) των εθνικών κρατών κλονίστηκε από τη μεγέθυνση της διεθνούς ροής κεφαλαίων, πόρων, πληθυσμών, ιδεών, εμπορευμάτων, βίας και πολιτικοθρησκευτικών πεποιθήσεων. Όλες αυτές οι ροές διαρρηγνύουν τα σύνορα των κρατών που διασχίζουν και στο εσωτερικό τους αποκρυσταλλώνονται προκειμένου να συγκροτήσουν παρεμβατικές δυνάμεις: με τον τρόπο αυτό η κυριαρχία των εθνικών κρατών κλονίστηκε τόσο στα σύνορά τους όσο και στο εσωτερικό τους (Μελάς Κ., «Το Εθνικό Κράτος την Εποχή της Παγκοσμιοποίησης», εκδόσεις Ειρμός, Θεσσαλονίκη, 2001, τεύχος 3).

Εντός της ακρωτηριασμένης κυριαρχίας τους τα κράτη απομακρύνονται από το να υπηρετούν τη δημοκρατία προκαλώντας δύο σημαντικές συνέπειες: από τη μια πλευρά, η δημοκρατία χάνει την πολιτική της μορφή, το περιέχον της, και από την άλλη τα κράτη εγκαταλείπουν κάθε αξίωση να ενσαρκώσουν τη λαϊκή κυριαρχία, να κάνουν να ακουστεί η βούληση του λαού. «Η δημοκρατία χωρίς καθορισμένη επικράτεια δικαιοδοσίας δεν έχει κανένα πολιτικό νόημα: για να μπορέσει να αυτοκυβερνηθεί ο λαός, πρέπει να υπάρχει μια ταυτοποιήσιμη συλλογική οντότητα στους κόλπους της οποίας η νομή της εξουσίας να οργανωθεί και επί της οποίας μπορεί να ασκηθεί» (Brown W., «Τώρα είμαστε όλοι δημοκράτες», Βεργέτης, Δ. (επιμ.), στο συλλογικό «Πού πηγαίνει η Δημοκρατία;», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013, σ. 91-2).

Εκτός της αυτονόητης αυτής διαπίστωσης, η Brown πραγματοποιεί ένα περαιτέρω βήμα τονίζοντας με έμφαση ότι: «Η δημοκρατία ως έννοια και ως πρακτική περιβαλλόταν πάντα από μια μη δημοκρατική ζώνη στην περιφέρεια και περιείχε πάντα ένα μη ενσωματωμένο εσωτερικό υπόβαθρο, που ταυτόχρονα τη στηρίζει υλικά και της χρησιμεύει στο να αυτοπροσδιορίζεται σε αντίθεση προς αυτό. Ιστορικά, όλες οι δημοκρατίες όρισαν μια αποκλεισμένη εσωτερική ομάδα – η οποία μπορεί να αποτελείται από δούλους, αυτόχθονες, γυναίκες, φτωχούς, ή να ανήκει σε ορισμένες φυλές, εθνότητες, θρησκείες ή να αποτελείται (όπως συμβαίνει σήμερα) από ξένους χωρίς άδεια παραμονής. Και υπάρχει πάντα ένας εξωτερικός κόσμος που επιτρέπει στη δημοκρατία να αυτό-προσδιορίζεται: οι “βάρβαροι”, όνομα που έδωσαν οι αρχαίοι, αλλά που έκτοτε ενεργοποιήθηκε με διάφορους τρόπους, από τον κομμουνισμό ως τις αποικίες των δημοκρατιών». (Στο ίδιο, ό.π., σ. 95).

Το συμπέρασμα είναι απλό και εύκολα κατανοητό: Υπάρχει πάντα ένας ομολογημένος αντι-οικουμενισμός στην ίδια την καρδιά της δημοκρατίας, πράγμα που υποδηλώνει ότι το αυτοκρατορικό όνειρο μιας δημοκρατίας με οικουμενικό εύρος αν έμελλε να πραγματοποιηθεί δεν θα είναι υπό τη μορφή δημοκρατίας.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!