Πράσινες ημιδιάφανες κάλτσες, μαύρη μίνι φούστα με σχίσιμο στο πλάι, πράσινη διάφανη μπλούζα και πράσινο κορδελάκι στα φουντωτά μαύρα μαλλιά της, ασορτί με το πράσινο φιογκάκι στο άσπρο μαλλιαρό κανίς, στην αγκαλιά της, σκιαγραφούν την περίφημη Γλυκιά Ίρμα (Σίρλεϊ ΜακΛέιν), την Παριζιάνα Τροτέζα, στην ομώνυμη ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ, που κάνει πιάτσα τα βράδια, κοντά στην κεντρική αγορά του Παρισιού. Στο απέναντι γωνιακό μπιστρό του Μουστάκια (Λου Τζάκομπι), συναντιούνται όλες οι κοπέλες και οι μαστρωποί τους. Ξετυλίγοντας τις καθιερωμένες συνήθειες αυτού του μικρόκοσμου, στην εκτός κάδρου αφήγηση της αρχής αποσαφηνίζεται η περίφημη «ειρηνική συνύπαρξη» ανάμεσα σε νταβατζήδες, πόρνες και αστυνομικούς, που χρηματίζονται, καθώς πίνουν αμέριμνοι ποτό, με τους θαμώνες να αφήνουν τον οβολό τους, στο διακριτικά αφημένο δίπλα πηλήκιο. Όταν εμφανίστηκε όμως στη γειτονιά ο έντιμος αστυνομικός Νεστόρ Πατού (Τζακ Λέμον), αποφασισμένος να εφαρμόσει τον νόμο, οδηγεί τις εκδιδόμενες κοπέλες στο τμήμα, αγνοώντας πως και ο Διευθυντής ήταν στο κόλπο, για να έρθει τελικά αντιμέτωπος με την απόλυσή του, το ίδιο βράδυ. Με μια βαλίτσα στο χέρι, στο μπιστρό του Μουστάκια, ξαναβλέπει την Ίρμα και την ερωτεύεται σφόδρα, κατατροπώνοντας για χατίρι της τον βάναυσο μαστρωπό της Ιππόλυτο. Συγκινημένη η Ίρμα τον φιλοξενεί στη μικρή σοφίτα της και τον ορίζει νέο της προστάτη. Ο Πατού όμως, τρελός από έρωτα, δεν αντέχει να την μοιράζεται με άλλους. Σκαρφίζεται την περσόνα ενός πλούσιου Άγγλου Λόρδου, κάποιας ηλικίας, που παίζει ολοβραδίς μαζί της πασιέντζες, αφήνοντας γενναίο φιλοδώρημα. Προκειμένου να την αποτρέψει να κάνει πεζοδρόμιο, ο Πατού, μεταμφιέζεται τακτικά στον Λόρδο, ώσπου γίνεται και ο μοναδικός πελάτης της. Για να εξασφαλίσει όμως χρήματα, ξεθεώνεται τα βράδια, ως αχθοφόρος στην αγορά. Η εξοντωτική κούραση και η ζήλεια τον κάνουν να αντιμετωπίζει τον Λόρδο ως υπαρκτό πρόσωπο, με αποκορύφωμα τη φαεινή ιδέα να τον σκοτώσει, με απρόβλεπτες συνέπειες…

Από τις πιο γλυκά έξυπνες χολιγουντιανές κωμωδίες, η «Τροτέζα» του Μπίλι Γουάιλντερ ήταν η κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου φημισμένου θεατρικού μιούζικαλ του Αλεξάντρ Μπρεφόρ, που είχε ανέβει το 1956 στο Παρίσι. Η ταινία είχε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και κέρδισε Όσκαρ πρωτότυπης μουσικής που συνέθεσε ο Αντρέ Πρεβέν, χρησιμοποιώντας τα μουσικά θέματα της Μαργκερίτ Μονό, από τη θεατρική παράσταση. Αυστριακός εβραιοπολωνικής καταγωγής, ο Μπίλι Γουάιλντερ (1906-2002) υπήρξε από τους Ευρωπαίους σκηνοθέτες που για να αποφύγουν τη μήνη του ναζισμού κατέφυγαν στο Χόλιγουντ. Διάσημος μετά το φιλμ νουάρ «Η Λεωφόρος της Δύσης» (1950), στράφηκε στη συνέχεια προς τις κωμωδίες, με την εκρηκτική Μέριλιν Μονρόε (Εφτά χρόνια φαγούρας/1955, Μερικοί το προτιμούν καυτό/1959). Βραβεύτηκε με τρία Όσκαρ για την «Γκαρσονιέρα» (1960) και τρία χρόνια αργότερα, στην «Τροτέζα» (1963), συνενώνει ξανά το επιτυχημένο πρωταγωνιστικό ζευγάρι Τζακ Λέμον-Σίρλεϊ ΜακΛέιν.

Η «Τροτέζα» σφύζει από χρώματα και αρώματα, με τις σκηνές στην πολύβουη αγορά, αποκλειστικά γυρισμένες σε στούντιο, να εντυπωσιάζουν με την εξαιρετική σκηνογραφική δουλειά και τα γενικά πλάνα με γερανό, απεικονίζοντας ανάγλυφα το παλλόμενο σύμπαν, τα ξημερώματα.

Σε ολόκληρες σκηνές εξαρχής, ο Τζακ Λέμον ερμηνεύει κυρίως με κινήσεις, εκφράσεις και βλέμματα, τόσο στην περιπολία του στην αγορά, όσο και στις σκηνές που δουλεύει κοπιαστικά εκεί, με τη μουσική να συντονίζει τις κινήσεις του. Εντυπωσιάζει ο τρόπο που γυρνάει προς τα πίσω και κοιτάζει υποψιασμένος πάνω από τον ώμο του, η τσαχπινιά που στριφογυρίζει αδιάφορα το γκλομπ, α λά Σαρλό, αλλά και η κινησιολογία, καθώς προσπαθεί να ντυθεί αθόρυβα, για να μην ξυπνήσει την αγαπημένη του. Απολαυστικός όμως είναι και ως κομψός Λόρδος, με πυκνά φρύδια και μούσι, κουστούμι, καπέλο, ομπρέλα και καλύπτρα στο ένα μάτι, με αποκορύφωμα τους αγγλικούς ιδιωματισμούς. Ενδεικτική είναι η προσπάθεια του Μουστάκια να τον μυήσει στην αγγλική προφορά, με τον ίδιο γλωσσοδέτη που χρησιμοποιήθηκε και στο μιούζικαλ «Ωραία μου Κυρία» (1964/Τζωρτζ Κιούκορ), με μουσική Αντρέ Πρέβεν, που του χάρισε δεύτερο Όσκαρ.

Το κωμικό στοιχείο χτίζεται αρχικά μέσα από τις παρεξηγήσεις, όπως και στην «Γκαρσονιέρα» (1960). Έτσι και εδώ, η Ίρμα νομίζει πως ο Πατού τα βραδιά ξελογιάζεται με άλλες γυναίκες. Η άλλη διάσταση του κωμικού χτίζεται μέσα από τον τρόπο που διακωμωδείται η συστολή του Πατού, όταν γδύνεται μπροστά στην Ίρμα, με προσωπείο αρρενωπής αυτοπεποίθησης, αγγίζοντας την αίσθηση κωμικής τρυφερότητας του Σαρλό. Το τρίτο μέρος του κωμικού στοιχείου στην ταινία έγκειται στο διαρκές παραμύθιασμα, δηλαδή τα ευφάνταστα ψέματα που αραδιάζουν οι χαρακτήρες, με τόσο φυσιολογικό και αξιαγάπητο τρόπο. Ήδη από την εισαγωγή, παράλληλα με τους τίτλους αρχής, παρεμβάλλονται τρεις κομβικές σκηνές, όπου η Ίρμα καταφέρνει να εισπράττει μεγαλύτερο φιλοδώρημα, με ψεματάκια. Αργότερα πάλι, προσπαθεί να διεγείρει τη φαντασία του Λόρδου, αφηγούμενη, ως άλλη Χαλιμά, ιστορίες με χαρέμια, όπου λάγνες οδαλίσκες χορεύουν το χορό των εφτά πέπλων, ενώ στη μουσική επιστρατεύεται η γνώριμη εισαγωγή της παραμυθένιας σουίτας «Σεχραζάτ», του Κόρσακοφ. Με τσαχπινιά εφάμιλλη του καρτούν της «Μπέτυ Μπουπ», η πρασινομάτα Ίρμα, εμφανίζεται ως μανιώδης καπνίστρια των Ζιτάν, ενώ πίνει τσάι μέντας, τυλιγμένη σε μια γλυκιά αρμονία του πράσινου, ασορτί με τα όμορφα μάτια της. Ο ετοιμόλογος και πνευματώδης χαρακτήρας του Μουστάκια, μόλις αρχίζει να αφηγείται τις φανταστικές περιπέτειες της ζωής του, πως έχει διατελέσει από καθηγητής οικονομικών μέχρι και κρουπιέρης, καταλήγει πάντοτε στην ίδια φράση, «…αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία». Ωστόσο, ο Μουστάκιας εκφέρει τις πιο έξυπνες ατάκες: «Η εντιμότητα είναι σαν να μαδάς κοτόπουλο κόντρα στον άνεμο. Καταλήγεις με τα πούπουλα στο στόμα», ή «η αλήθεια είναι δυναμίτης. Οι φυλακές είναι γεμάτες αθώους, επειδή είπαν την αλήθεια». Από την άλλη, ο Πατού, ως Λόρδος, προσπαθεί να πείσει την Ίρμα για τον περιπετειώδη βίο του, με τοπωνύμια παρμένα από γνωστές αγγλικές ταινίες της εποχής. Έτσι, έπαθε αποκόλληση κερατοειδούς στο Ναβαρόνε, έπεσε ολόκληρη η γέφυρα του ποταμού Κβάι πάνω του, ενώ συμμετείχε στην ανταρσία του Μπάουντυ…

Δεν είναι τυχαίο, πως η βασική ιστορία του θεατρικού και της ταινίας περιέχει αρχετυπικούς χαρακτήρες του προπολεμικού κυρίως παριζιάνικου υπόκοσμου, που έχουν αναδειχθεί στα γαλλικά τραγούδια του καμπαρέ, με τη φωνή της Μιστινγκέτ. Η σκληρότητα του Ιππόλυτου θυμίζει το «C’ est mon homme» (1938), ενώ η αναζήτηση πλούσιου γέρου το «Je cherche un millionaire» (1937).

Στην εισαγωγή, η εκτός κάδρου αφήγηση με ηχόχρωμα ακορντεόν αναδύει παριζιάνικα αρώματα και έρχεται σε αντιστοιχία με το ακορντεόν που εκδηλώνει την τρυφερότητα των δυο πρωταγωνιστών, καθώς βαδίζουν προς τη σοφίτα της Ίρμα. Ρυθμοί ηρωικού εμβατηρίου ακολουθούν την αγγλική μεταμόρφωση του ήρωα, μόλις αναδύεται στην επιφάνεια με το αναβατόριο εμπορευμάτων, από το υπόγειο του Μουστάκια και όταν ξαναβυθίζεται πίσω στη γη, ανακαλώντας τα κινούμενα σκηνικά στην όπερα.

Η μουσική στις σκηνές της αγοράς ακολουθεί εικόνες δίχως λόγια, όπου όλοι οι σχολιασμοί γίνονται ενορχηστρωτικά. Από τις κατιούσες κλίμακες διαφαίνεται ο μόχθος του Πατού, που λυγίζει από το βάρος, ενώ η επιβράδυνση του ρυθμού υποδεικνύει νύστα και κούραση. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα, οι κινήσεις του αποκαμωμένου Πατού, που γδύνεται αθόρυβα, υπογραμμίζονται με σόλο βιολί, πλαισιωμένες συναισθηματικά από τη μουσική του Πρεβέν.

Ο γερμανοεβραϊκής καταγωγής πιανίστας και ενορχηστρωτής Αντρέ Πρεβέν (1929-2019) συνεργάστηκε με τις μεγάλες εταιρίες παραγωγής του Χόλιγουντ, γράφοντας τη μουσική για πάνω από 50 ταινίες. Αξίζει να αναφερθεί πως μια από τις συζύγους του ήταν και η Μία Φάροου, με την οποία υιοθέτησαν μαζί παιδιά από το Βιετνάμ, ανάμεσά τους και την Σου-Γι Πρεβέν, νυν σύζυγο του Γούντυ Άλλεν, αλλά αυτό, όπως θα παρατηρούσε και ο Μουστάκιας, …είναι μια άλλη ιστορία.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!