Αρχική πολιτισμός Σε ένα αβέβαιο μέλλον…

Σε ένα αβέβαιο μέλλον…

Ανταπόκριση της Ιφιγένειας Καλαντζή από το online 33o Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (25/11-4/12/2020)

Μέρος Β΄ (Διαβάσε το Μέρος Α’)

Από το 33ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου που διεξάχθηκε ονλάιν, ξεχωρίσαμε δυο ταινίες που προβλήθηκαν στα πλαίσια του αφιερώματος «Ένα αβέβαιο μέλλον», σε άμεσο συσχετισμό με την πανδημιακή συγκυρία που βιώνουμε.

Τοποθετημένη στο κοντινό μέλλον που γυρίστηκε, η ασπρόμαυρη ταινία «Ο τελευταίος άντρας επί της γης» (1964/Σίντνεϊ Σαλκόφ, Ουμπάλντο Ραγκόνα) ανοίγει το 1968, καθώς ο πρωταγωνιστής Ρόμπερτ Μόργκαν (Βίνσεντ Πράις), χημικός σε ινστιτούτο ερευνών, είναι ο μοναδικός επιζών, τρία χρόνια μετά από μια πανδημία που αφάνισε την ανθρωπότητα, μετατρέποντας τους μολυσμένους επιζώντες σε αιμοδιψή ζόμπι. Αρχικά και με εκτός κάδρου αφήγηση, παρακολουθούμε τη μοναχική καθημερινότητα του Μόργκαν, που συνεχίζει να αναζητά το εμβόλιο της θεραπείας, ενώ καθημερινά καίει σ’ ένα λάκκο τα νεκρά κουφάρια από τους δρόμους, που μεταφέρει με το στέισιον βάγκον του. Παράλληλα, εφοδιάζεται με σκόρδα και καθρέφτες που κρατούν μακριά τους νεκροζώντανους, που κυκλοφορούν νύχτα, ενώ τη μέρα οργώνει τις γειτονιές της πόλης, για να ανακαλύψει τις κρυψώνες τους και να τους καρφώσει στην καρδιά μυτερούς πασσάλους. Τα βράδια κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι του, ένα καταφύγιο γεμάτο κονσέρβες, γεννήτρια, τόρνο για τις ξύλινες σφήνες και ασύρματο, με τον οποίο εκπέμπει σε διεθνείς συχνότητες, προσδοκώντας μάταια κάποια ανταπόκριση.  Για να αντιμετωπίσει τη μοναξιά, προβάλλει στο σαλόνι του οικογενειακά φιλμάκια, από μια προηγούμενη ευτυχισμένη ζωή, με την στοργική σύζυγό του και την κορούλα τους, παρουσιάζοντας την ιστορία του αποσπασματικά, μέσα από φλασμπάκ. Άλλοτε, ακούει ρυθμική τζαζ από δίσκο, για να καλύψει τις απόκοσμες φωνές των νεκροζώντανων, που επιχειρούν να εισχωρήσουν στο σπίτι, ενώ κάποιες φορές επισκέπτεται το μνήμα της αγαπημένης του. Σε μια τέτοια σκηνή στο νεκροταφείο, ο Μόργκαν αποκοιμήθηκε και τον πρόλαβε το βράδυ, με τους νεκροζώντανους να του επιτίθενται καθώς προσπαθεί να διαφύγει, σε μια χαρακτηριστική εικόνα βαμπιρικής αισθητικής, με τους σταυρούς στα μνήματα για φόντο. Οι ακλόνητες πεποιθήσεις του ανατρέπονται, μόλις συναντήσει τυχαία μια γυναίκα, που τον ενημερώνει πως υπάρχουν επιζήσαντες που είναι όμως μεταλλαγμένοι, χάρη σε ένα εμβόλιο που περιορίζει τη διάδοση και τα συμπτώματα του ιού. Έχοντας υιοθετήσει τον βαμπιρισμό, αυτοί οι μεταλλαγμένοι έχουν πάψει να αναζητούν θεραπεία και προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν μια νέα κοινωνία, εξολοθρεύοντας πρώτα τα νυκτόβια ζόμπι. Μοναδικός τους εχθρός πλέον είναι ο Μόργκαν, που σπέρνει φριχτό θάνατο αδιάκριτα στους πάντες, ενώ έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος της πόλης, όπως άλλοτε οι βρικόλακες για τους ανθρώπους.

Διάσημος ηθοποιός που καθιερώθηκε μέσα από τις ταινίες τρόμου, ο ψηλόλιγνος Βίνσεντ Πράις, ηθοποιός της παλιότερης ερμηνευτικής σχολής των βουβών ταινιών, με έντονες εκφράσεις, συχνά με προσωπείο τρόμου με γουρλωμένα μάτια, δεν επιλέχθηκε τυχαία σ’ αυτή την ταινία που κρατάει έντονα τα στοιχεία του βαμπιρικού μύθου, σύμφωνα και με το μυθιστόρημα «Ζωντανός Θρύλος» (1954) του Ρίτσαρντ Μάθεσον, στο οποίο βασίστηκε. Οι νεκροζώντανοι εδώ, παρουσιάζουν βαμπιρικές συμπεριφορές, ενώ ο πρωταγωνιστής έχει ανοσία, επειδή τον δάγκωσε νυχτερίδα. Παρότι το δεύτερο ριμέικ «Ο άνθρωπος που αντίκρυσε την κόλαση» (1971/Μπόρις Σαγκάλ), με τον Τσάρλτον Ίστον, από τις τρεις συνολικά διασκευές που βασίστηκαν στο ίδιο βιβλίο, παρουσιάζεται απαλλαγμένο από τα βαμπιρικά στοιχεία, κρατά εντούτοις μερικές αναφορές από αυτή την πρώτη και πιο πιστή κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος, όπως ο σημειωμένος χάρτης, τα πλάνα της εισαγωγής με τις πολυκατοικίες και τη μεσιανική φιγούρα του πρωταγωνιστή, καρφωμένου από σιδερένια λόγχη. Αξιοσημείωτη είναι η απόκοσμη σουρεαλιστική αίσθηση των αδειανών από ανθρώπινη παρουσία δρόμων στην ύπαιθρο, σε μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, με δυο Ιταλίδες πρωταγωνίστριες (Έμα Ντανιέλι και Φράνκα Μπετόια -σύζυγο του Ούγκο Τονιάτσι), που γυρίστηκε στο νεόδμητο τότε, προάστιο της Ρώμης EUR, εκεί όπου δυο χρόνια πριν είχε γυριστεί η «Έκλειψη» (1962/Αντονιόνι), φροντίζοντας μάλιστα να συμπεριλάβει και αντίστοιχο πλάνο με τον Βίνσεντ Πράις και φόντο το χαρακτηριστικό φουτουριστικό κτίριο-μανιτάρι.

Στο ίδιο αφιέρωμα προβλήθηκε και η κλασική καλτ ταινία «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» (1968/Τζωρτζ Α. Ρομέρο). Σε ένα απομακρυσμένο νεκροταφείο, δυο αδέρφια, ο Τζόνι και η Μπάρμπαρα προχωρούν προς τον τάφο του πατέρα τους, ενώ τους πλησιάζει διαρκώς ένας άντρας που περπατάει περίεργα. Προς μεγάλη έκπληξη του Τζόνι, ο άντρας επιτίθεται στην Μπάρμπαρα. Στην προσπάθειά του να την σώσει, πέφτει πάνω σε μια ταφόπλακα, χτυπώντας θανάσιμα. Η Μπάρμπαρα τρέχει πανικόβλητη να ξεφύγει από τον αλλόκοτο άντρα. Καθώς βραδιάζει, βρίσκει καταφύγιο σε μια απομονωμένη αγροικία, όπου καταφθάνει λίγο αργότερα και ένας ψηλός Αφροαμερικάνος, ο Μπεν, καταδιωκόμενος κι αυτός από κάποιο άλλο αντίστοιχο όν. Δεκάδες τέτοια πλάσματα, με σπασμωδικές κινήσεις και άναρθρες κραυγές, περικυκλώνουν απειλητικά το σπίτι. Ο Μπεν ασφαλίζει παράθυρα και πόρτες με ξύλινες σανίδες, η έντρομη Μπάρμπαρα λιποθυμάει, ενώ εμφανίζονται μια οικογένεια και ένα ζευγάρι νέων, που κρυβόντουσαν στο κελάρι. Σύντομα προκύπτουν ανταγωνισμοί και ηγετικές τάσεις με τον οικογενειάρχη πατέρα, που νοιάζεται μονάχα για τη δική του οικογένεια, θέτοντας το ζήτημα αν θα αντιμετωπίσουν την απειλή όλοι μαζί πάνω, ή θα κλειδαμπαρωθούν στο κελάρι δίχως διέξοδο. Σε έκτακτο ανακοινωθέν, το ραδιόφωνο μεταδίδει πως οι δράστες των μαζικών δολοφονιών έχουν κανιβαλικές διαθέσεις, ενώ στην τηλεόραση συμπληρώνεται πως πρόκειται για νεκροζώντανους, που εξολοθρεύονται με σφαίρα στο κεφάλι. Αντιμετωπίζοντας την ανεξήγητη αυτή απειλή τάγματα Πολιτοφυλακής αρπάζουν καραμπίνες και ξεπαστρεύουν όσους περισσότερους μπορούν, διαφυλάσσοντας τάξη και ασφάλεια. Σε χαρακτηριστικές εικόνες φρίκης, οι νεκροζώντανοι εμφανίζονται σαν υπνωτισμένοι ως άτακτο μπουλούκι που πλησιάζει απειλητικά από το βάθος, ενώ καταβροχθίζουν ματωμένα ανθρώπινα μέλη. Εικόνες με τις καρφωμένες σανίδες στα παράθυρα, για προστασία από μια άγνωστη απειλή, που εισβάλει βίαια στο σπίτι-καταφύγιο, που στεγάζει την αμερικανική οικογένεια, φέρνουν στο νου την πρωτοποριακή ταινία τρόμου του Χίτσκοκ «Τα Πουλιά» (1963), ενώ ακολουθώντας τα χιτσκοκικά διδάγματα, η λάμψη του μαχαιριού που βαστούν οι πρωταγωνιστές αναδεικνύεται σε κοντινό πλάνο.

Ο Τζορτζ Ρομέρο που και αυτός εμπνεύστηκε την ιστορία από το βιβλίο  «Ζωντανός Θρύλος» του Μάθεσον, πέτυχε με αυτή την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του να καθιερωθεί όχι μόνο ως αξιόλογος σκηνοθέτης, αλλά και ως ένας από αυτούς που καθιέρωσαν τις ταινίες με ζόμπι, παρότι η λέξη αυτή δεν αναφέρεται στη δική του ταινία. Τους περιορισμούς του χαμηλού προϋπολογισμού κατάφερε να τους μετατρέψει εύστοχα σε εκφραστικό στυλ, καθιερώνοντας αυτό που ονομάστηκε αισθητική της ανεξάρτητης παραγωγής. Δίχως πρωτότυπη μουσική, για εξοικονόμηση πόρων, η ταινία χρησιμοποιεί αποσπάσματα από προϋπάρχουσες κινηματογραφικές μουσικές, ενώ για τον ίδιο λόγο επιλέχθηκε και το ασπρόμαυρο φιλμ 36χιλ. που προσεγγίζει την αυθεντική υφή του φιλμ με κόκκο, με την αισθητική των επίκαιρων τότε ασπρόμαυρων φωτογραφιών από τον πόλεμο του Βιετνάμ, μεταφέροντας αμεσότητα, σύγχυση και αγωνία μέσα από δραστικό μοντάζ που προσδίδει αληθοφάνεια, γεμάτο κοντινά στις επιθέσεις των νεκροζώντανων, κεκλιμένα πλάνα και έντονες σκιάσεις, που παραπέμπουν στην εξπρεσιονιστική αισθητική του νουάρ, σε μια ταινία που καθήλωσε το κοινό, που την ανήγαγε σε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Αυτή η πρώτη ταινία του Ρομέρο έμεινε στην ιστορία τόσο ως το πρώτο θρίλερ με Αφροαμερικάνο πρωταγωνιστή, σε δραστήριο και πολυμήχανο ρόλο, που ερμήνευσε ο ψηλός καθηγητής πανεπιστήμιου Ντουέιν Τζόουνς (1937-1988), όσο και για το εύστοχο αντιρατσιστικό μήνυμα στο αριστουργηματικό τέλος, που ανακαλεί την αισθητική καρέ-καρέ εικόνων της μικρού μήκους «La jettée» (1962/Κρις Μαρκέρ). Πολύ χαρακτηριστική εικόνα με έντονα νεοαποικιοκρατικά χαρακτηριστικά, το περιορισμένο κάδρο που αποτυπώνει το κεφάλι του σωριασμένου στο πάτωμα Αφροαμερικάνου πρωταγωνιστή, νεκρού από σφαίρα, πλάι στη μπότα του στρατιώτη της Εθνοφρουράς, ενώ το πτώμα σύρεται στην πυρά με γάντζους, φέρνοντας έντονα στο νου τις φωτογραφίες, με τις φρικαλεότητες της Κου-Κλουξ-Κλαν, την εποχή που φούντωνε το περίφημο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις, παράλληλα με τη συγκρουσιακή διάθεση των διαδηλωτών, καθώς το γύρισμα της ταινίας στο θρυλικό 1968, συνέπεσε και με τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Exit mobile version