Αρχική εκτός κατηγορίας Σχολές «υψηλής» και «χαμηλής» ζήτησης: Από την γελοιότητα στην πρόκληση

Σχολές «υψηλής» και «χαμηλής» ζήτησης: Από την γελοιότητα στην πρόκληση

12-9-2011-ÔÑÉÊÁËÁ - ÁÃÉÁÓÌÏÓ ÓÔÏ ÄÇÌÏÔÉÊÏ Ó×ÏËÅÉÏ ÌÅÃÁËÏ×ÙÑÉÏÕ. (EUROKINISSI/ÈÁÍÁÓÇÓ ÊÁËËÉÁÑÁÓ)

Οι εξαγγελίες του υπουργείου Παιδείας για το νέο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια και την αναμόρφωση του Λυκείου μπορούν να επαίρονται για πολλές (πανευρωπαϊκού τουλάχιστον επιπέδου) πρωτοτυπίες, π.χ. κατάργηση του μαθήματος των Λατινικών από τις εισαγωγικές εξετάσεις για Φιλολογικά Τμήματα, κατ’ ουσία μείωση των ετών του Λυκείου κατά ένα έτος και μετατροπή της Τρίτης λυκειακής τάξης σε οιονεί φροντιστήριο.

Το σημείο, ωστόσο, στο οποίο συναντώνται όλες οι διαστάσεις της κυβερνητικής πολιτικής είναι η επίσημη αναγόρευση των πανεπιστημιακών Σχολών και Τμημάτων σε «υψηλής» και «χαμηλής» ζήτησης. Οι διαστάσεις που συναντώνται είναι:

α) Η υπακοή στα κελεύσματα των μνημονίων για μείωση των πανεπιστημιακών δομών κατά το ένα τρίτο,

β) Η εφαρμογή των υποδείξεων του ΟΟΣΑ για μια μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική στρατηγική που θα πρέπει να βασίζεται στην πεποίθηση ότι «η τοπική εκπαιδευτική ηγεσία στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στους υπόλοιπους θεσμούς της μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μαζί με τους δήμους θα είναι το καθοριστικό στοιχείο» (OECD 2017, EducationpolicyinGreece. A preliminary assessment, σελ. 20). Αυτό θα μπορούσε να γίνει βαθμιαία, επιλέγοντας αρχικά μια πιλοτική περιοχή εφαρμογής της αποκέντρωσης όπου «ως πρώτο βήμα κάποια χαλάρωση του κεντρικού ελέγχου γύρω από το προσωπικό, τα αναλυτικά προγράμματα και τον προϋπολογισμό θα ήταν χρήσιμη» (όπ.π. σελ. 29).

γ) Η εφαρμογή της κυβερνητικής υπόσχεσης για «ελεύθερη πρόσβαση» που γίνεται επιτέλους πράξη, όχι βέβαια γενικά, αλλά για ορισμένες σχολές-χωματερές. Θυμίζει κάπως τις απαντήσεις που παίρνουμε καμιά φορά σε ορισμένα καταστήματα για το εάν επιτρέπεται το κάπνισμα. «Βεβαίως» σου λένε και σου δείχνουν το πεζοδρόμιο (πολύ καλώς, βέβαια, κάνουν σε αυτήν την περίπτωση οι καταστηματάρχες).

Οι μέχρι τώρα διακρίσεις των πανεπιστημιακών Τμημάτων και Σχολών γίνονταν στη βάση λίγο-πολύ των επιστημονικών αντικειμένων (π.χ. Φιλολογικές, Νομικές, Ιατρικές, Πολυτεχνεία κ.λπ.). Η εισαγωγή της διάστασης της «ζήτησης» παραπέμπει εκ πρώτης όψεως στην αγορά και τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού. Ωστόσο, ο νεοφιλελευθερισμός επικρατεί σε όλη την Ευρώπη (τουλάχιστον). Δεν έχει συναντηθεί εκεί μια τέτοια κατηγοριοποίηση των Σχολών σε επίσημο επίπεδο. Γιατί εδώ; Ας ακούσουμε την απάντηση του Υπουργείου στο κείμενο ερωταποκρίσεων που διένειμε για να μας διαφωτίσει: «Τα Τμήματα “δύο ταχυτήτων” είναι φαινόμενο που παρατηρείται και σήμερα και προκαλείται από τη διαφορά στις προτιμήσεις των υποψηφίων και όχι από το ίδιο το σύστημα εισαγωγής. Τα αίτια των προτιμήσεων σχετίζονται ούτως ή άλλως περισσότερο με εξωτερικούς παράγοντες (αγορά εργασίας, εντοπιότητα κ.λπ.) και λιγότερο με την ποιότητα κάθε Τμήματος σε επιστημονικό και παιδαγωγικό επίπεδο».

Η λογική ερώτηση είναι: και το κράτος τι ακριβώς θα κάνει; Θα παρακολουθεί την αγορά και τις προτιμήσεις των νέων στο κέντρο μιας άνευ προηγουμένου κρίσης;. Δεν θα έχει καμιά παρέμβαση για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση που έχει ανάγκη η χώρα, τόσο με βάση τις εκπαιδευτικές ανάγκες όσο και με βάση τους παραγωγικούς της σχεδιασμούς; Και η λογική απάντηση για αυτό το πολιτικό σύστημα που διαθέτουμε είναι όχι. Το πολιτικό μας σύστημα σε όλες τις εκδοχές του θα εφαρμόζει υποδείξεις των διεθνών νεοφιλελεύθερων θεσμών της εκπαίδευσης, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο του «διοικητή/τροχονόμου» που θα ανοιγοκλείνει την στρόφιγγα των εισακτέων (μιας και το Υπουργείο είναι αυτό που καθορίζει τελικά τον αριθμό των εισακτέων σε κάθε Τμήμα, μετά από τις προτάσεις των πανεπιστημίων). Εκεί έγκειται και η διαφορά με τις ισχυρές χώρες της Ευρώπης, στις οποίες επίσης κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός. Στην Ελλάδα εφαρμόζεται βαλκανικού τύπου νεοφιλελευθερισμός, η χώρα είναι σε αυξημένη εποπτεία σε όλα τα επίπεδα παρά τις εξόδους από τα οικονομικά μνημόνια και ασκεί περιορισμένη αυτόνομη πολιτική γενικά, και στην εκπαίδευση. Ως εκ τούτου, η αριστερή κυβέρνηση παρακολουθεί τις εξελίξεις της αγοράς με δέος και μιας και τίποτα άλλο δεν μπορεί και δεν θέλει να κάνει, αποφασίζει να τα βάλει με τα λατινικά και τους «συντηρητικούς φιλόλογους» που ανακόπτουν την πορεία της χώρας προς την Ευρώπη. Θα ήταν γελοίο, εάν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο και καταστροφικό!

Η διαφοροποιημένη διαχείριση των κυβερνητικών προτάσεων δημιουργεί «πατρίκιους» και «πληβείους» στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους νέους και τις νέες. Σε αυτό κατέληξε η μάχη εναντίον της «αριστείας»! Η γενική μόρφωση δεν είναι πλέον αιτούμενο, οι γενικές εξετάσεις για όλους δεν είναι απαραίτητες, τα αιτήματα ισότητας θεωρούνται παρωχημένα. Το κάποτε ριζοσπαστικό «δικαίωμα στη διαφορά» λειτουργεί ως μοχλός αποκλεισμών από τη μόρφωση και την εργασία. Η μέγιστη υπηρεσία της αριστερής ρητορικής είναι ότι διαμορφώνει –ή επιβάλλει– τη συμφιλίωση με αυτό

Η κατάργηση των γενικών κεντρικών πανελλαδικών εξετάσεων ως εργαλείο για την αποδιάρθρωση της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Με βάση τις κυβερνητικές εξαγγελίες στις Σχολές «χαμηλής» ζήτησης θα μπορεί ο μαθητής να εισάγεται χωρίς εξετάσεις, με βάση το βαθμό του απολυτηρίου. Οι εξετάσεις για το απολυτήριο θα γίνονται σε επίπεδο δήμου ή περιφέρειας. Οι υποδείξεις του ΟΟΣΑ που προαναφέρθηκαν έδωσαν ωραίες ιδέες! Πανελλαδικές εξετάσεις θα απαιτούν οι Σχολές «υψηλής» ζήτησης. Επομένως, το κεντρικό εξεταστικό σύστημα, το οποίο –παρ’όλα τα κενά που μπορεί να είχε– είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας ως προς την αδιαβλητότητά του, καταργείται σε γενικό επίπεδο. Ισχύει εν μέρει, επομένως δεν ισχύει.

Η «τοπικοποίηση» των εξετάσεων για το απολυτήριο –πέρα από τα κενά ως προς το αδιάβλητο που μπορεί να επιφέρει– δημιουργεί και πολλών επιπέδων και τύπων απολυτήρια, και επομένως φοιτητές και επομένως πανεπιστημιακά Τμήματα. Ως γνωστόν, η ανήσυχη αριστερά που κυβερνά δεν συμπαθεί την ομοιομορφία. Εάν είσαι φτωχός και δεν μπορείς να πληρώσεις για φροντιστήρια ή εάν είσαι από φτωχή περιοχή της χώρας, μπορείς με το «φτωχό» σου απολυτήριο, να εισαχθείς σε ένα «φτωχό» τμήμα ή Πανεπιστήμιο. Στο τέλος, θα υπάρχει και κάποιο επίδομα για σένα. Η αριστερή ευαισθησία αρέσκεται στα επιδόματα.

Τα ευτράπελα βέβαια καραδοκούν. Εάν σε ένα Τμήμα «χαμηλής» ζήτησης και άνευ εξετάσεων, δεν συμπληρωθούν όλες οι θέσεις, τότε θα μπορούν να εισάγονται σε αυτό και φοιτητές με τις πανελλαδικές εξετάσεις, που απέτυχαν στα Τμήματα με εξετάσεις. Έτσι, π.χ. ένα Τμήμα Ελεύθερης Πρόσβασης με 100 θέσεις είναι πιθανόν να έχει 40 φοιτητές άνευ πανελλαδικών εξετάσεων, οι οποίοι όμως θα έχουν εισαχθεί με απολυτήριο που έλαβαν με διαφορετικά θέματα εξετάσεων (ανάλογα με την περιφέρειά τους), και 60 φοιτητές κατόπιν εξετάσεων, οι οποίοι απέτυχαν να εισαχθούν στα Τμήματα με εξετάσεις. Είναι απορίας άξιο πώς ο διδάσκων στα εισαγωγικά μαθήματα του πρώτου έτους θα μπορέσει να κάνει μάθημα και να γίνει στοιχειωδώς κατανοητός από όλους. Υπάρχουν και χειρότερα όμως: ο πρωτοετής της Φιλολογίας δεν θα ξέρει λατινικά.

Ελπίζω να έγινε κατανοητό από την παραπάνω περιγραφή και ανάλυση ότι η βασική λογική που διαπνέει τις κυβερνητικές προτάσεις είναι η διαφοροποιημένη διαχείριση μαθητών, φοιτητών, σχολείων, πανεπιστημιακών Τμημάτων και Σχολών. Αυτή η διαφοροποιημένη διαχείριση αποτελεί κεντρική επιλογή των νεοφιλελεύθερων επιταγών για την εκπαίδευση, ενώ από την αριστερή ρητορική διανθίζεται με την άρνηση της ομοιομορφίας και με την προσαρμογή στις τοπικές, εκπαιδευτικές και άλλες ιδιαιτερότητες και με στερεοτυπικές κοινοτυπίες «τα παιδιά δεν εισάγονταν όπου ήθελαν».

Πρόκειται για μια διαχείριση που δημιουργεί «πατρίκιους» και «πληβείους» στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους νέους και τις νέες. Σε αυτό κατέληξε η μάχη εναντίον της «αριστείας»! Η γενική μόρφωση δεν είναι πλέον αιτούμενο, οι γενικές εξετάσεις για όλους δεν είναι απαραίτητες, τα αιτήματα ισότητας θεωρούνται παρωχημένα. Το κάποτε ριζοσπαστικό «δικαίωμα στη διαφορά» λειτουργεί ως μοχλός αποκλεισμών από τη μόρφωση και την εργασία. Η μέγιστη υπηρεσία της αριστερής ρητορικής είναι ότι διαμορφώνει –ή επιβάλλει– τη συμφιλίωση με αυτό.

Προβλέψεις για το αν οι κυβερνητικές εξαγγελίες θα προχωρήσουν απρόσκοπτα ή θα ανακοπούν δεν είναι εύκολο να γίνουν. Η αντίδραση για το θέμα των λατινικών είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα. Ας την γενικεύσουμε!

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

Σχόλια

Exit mobile version