Συνέντευξη του Saso Slacek, εκπρόσωπου του Worker’s Punk Universisty της Λιουμπλιάνα στον Πέτρο Αλ Αχμάρ

Οι διαδηλώσεις στη Σλοβενία εναντίον του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος και των νεοφιλελεύθερων επιλογών του συνεχίζονται, παρά την ανάδειξη νέας κυβέρνησης. Το περασμένο Σάββατο, σε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις του τετράμηνου λαϊκού αγώνα, και παρά την καταρρακτώδη βροχή, οι διαδηλωτές καλούσαν σε ξεσηκωμό στοχεύοντας παράλληλα την Τρόικα που προβάλλει ως απειλή. Για το «άγνωστο» αυτό κίνημα, ο Δρόμος μίλησε με τον Saso Slacek, εκπρόσωπο του Worker’s Punk University της Λιουμπλιάνα, που συμμετέχει στο κύμα των διαδηλώσεων. Το Εργατικό Πανκ Πανεπιστήμιο είναι μια συλλογικότητα φοιτητών, ερευνητών και ακτιβιστών που διοργανώνει διαλέξεις για πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα, ως ριζοσπαστική εναλλακτική στη θεσμική ακαδημαϊκή λειτουργία.

Από ποια στάδια πέρασε το κύμα των διαδηλώσεων και πού βρίσκεται τώρα;
Οι διαμαρτυρίες άρχισαν στο Μάριμπορ, το άλλοτε περήφανο βιομηχανικό κέντρο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, όπου ο δήμαρχος ενεπλάκη σε υποθέσεις διαφθοράς. Καθώς οι διαδηλώσεις εξαπλώνονταν, στόχευαν αρχικά τις τοπικές πολιτικές ελίτ και τα αντικυβερνητικά συνθήματα δεν είχαν μεγάλη απήχηση. Αυτό άλλαξε σταδιακά, με κάθε «Πανσλοβενικό Λαϊκό Ξεσηκωμό» να συγκεντρώνει όλο και περισσότερους μπροστά από τη Βουλή στη Λιουμπλιάνα, φτάνοντας τους 20.000 την τελευταία φορά. Το αίτημα για παραίτηση των διεφθαρμένων παρέμεινε κυρίαρχο, αλλά στο στόχαστρο μπήκε πλέον ολόκληρη η πολιτική κάστα και το σύστημα που αναπαράγει την εξουσία της, ενώ στο προσκήνιο ήρθε η κριτική στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, καθώς και πιο ριζοσπαστικές κριτικές του καπιταλισμού. Δεδομένου ότι οι διαδηλώσεις εμφανίστηκαν και εξαπλώθηκαν αυθόρμητα, μόλις τώρα ασχολούμαστε με την ανάπτυξη ενός οργανωτικού πλαισίου για τη συνέχιση και την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησή τους.

Το κίνημά σας, που διαρκεί ήδη τέσσερις μήνες, δεν είναι κάτι που συναντούσαμε μέχρι σήμερα σε ανατολικοευρωπαϊκές χώρες…
Χρειάζεται να καταλάβουμε τον ειδικό σλοβένικο δρόμο μετάβασης στον καπιταλισμό. Εδώ, στη δεκαετία του ’90, απέφυγαν τη νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ, υιοθετώντας μια μετάβαση πιο βαθμιαία. Διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό η δημόσια ιδιοκτησία, ένας ισχυρός δημόσιος τομέας, αντικυκλικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, υψηλή φορολογία κεφαλαίου και σημαντικός ρόλος των συνδικάτων στον κοινωνικό διάλογο. Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη μεταφράστηκε σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου για την πλειοψηφία και οι αριστεροί ακτιβιστές επικέντρωσαν κυρίως στους περιθωριοποιημένους και στα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Με την πορεία ένταξης στην Ε.Ε., τα περιθώρια άσκησης κεϊνσιανών πολιτικών στένεψαν και εξαφανίστηκαν με την ένταξη στην Ευρωζώνη το 2007. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση Γιάνσα σε περίοδο ανάπτυξης μεταξύ 2004-2008, άσκησε μια μη αντικυκλική πολιτική, ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, μείωσης της φορολογίας κεφαλαίου και των υψηλών εισοδημάτων, ενώ παράλληλα κράτησε χαμηλά τα επιτόκια, συντελώντας έτσι στη φούσκα των ακινήτων. Έτσι, η Σλοβενία χτυπήθηκε βαριά από τη διεθνή κρίση: το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων οδήγησε σε απότομη πτώση του ΑΕΠ, ενώ οι νεοφιλελεύθερες φορολογικές μεταρρυθμίσεις είχαν αποδυναμώσει τα δημόσια οικονομικά. Η κεντροαριστερή κυβερνητική συμμ αχία του 2008 αρχικά αντιμετώπισε κάποια από τα συμπτώματα της κρίσης, αλλά σύντομα αξιοποίησε την κρίση για την επιβολή νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Κατάφερε να περάσει νομοσχέδιο για την κοινωνική πρόνοια, αλλά μια σειρά άλλες μεταρρυθμίσεις απορρίφθηκαν σε δημοψηφίσματα και οδήγησαν την κυβέρνηση σε παραίτηση το 2011, με τον δεξιό Γιάνσα να επανέρχεται, σε συμμαχία με φονταμενταλιστές νεοφιλελεύθερους. Η ατζέντα του ήταν ξεκάθαρη: βάρβαρη λιτότητα, παραπέρα φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο και επιπλέον ιδιωτικοποιήσεις σε τιμές ξεπουλήματος. Αυτά οδήγησαν σε πτώση της εγχώριας ζήτησης, τη χώρα στην ύφεση και την ανεργία και τη φτώχεια σε εκτίναξη. Παρ’ ότι η κυβέρνηση αποτύγχανε στα οικονομικά και στο μετριασμό της ύφεσης, υιοθετούσε ταυτόχρονα μια αυταρχική, αλαζονική διακυβέρνηση, ενώ μέλη της εμπλέκονταν σε υποθέσεις διαφθοράς.

Παίζει κάποιο ρόλο το «φάντασμα» της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας στην πολιτική, οικονομική ζωή; Ο ευρωπαϊσμός από την άλλη;
Η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα προσπαθεί να απεικονίσει την πρώην Γιουγκοσλαβία ως μια βάρβαρη ολοκληρωτική δικτατορία. Έτσι πετυχαίνονται πολλά πράγματα.
Πρώτον, διάφοροι πολιτικοί αντλούν τη νομιμοποίησή τους από το ρόλο τους στην απόσχιση από τη Γιουγκοσλαβία. Δεύτερον, μπορούν και δαιμονοποιούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, κατηγορώντας τους ως συνέχεια του παλιού συστήματος. Τρίτον, μπορούν να συμμαχούν με την Καθολική Εκκλησία, αποκτώντας πρόσβαση στον αποτελεσματικότατο προπαγανδιστικό της μηχανισμό. Τέλος, μπορούν και αποδίδουν τη σημερινή κατάσταση όχι στην καπιταλιστική κρίση, αλλά στην ατελή μετάβαση στον καπιταλισμό, όπου υπολείμματα του σοσιαλισμού (εργατικά δικαιώματα, δημόσια ιδιοκτησία, ισχύς συνδικάτων, μέγεθος δημόσιου τομέα) εμποδίζουν την ανάπτυξη και, συνεπώς, πρέπει να εξαλειφθούν. Σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο η Ε.Ε. λειτουργεί ως το αντίπαλο δέος της σοσιαλιστικής βαρβαρότητας, ως η Γη της Επαγγελίας χάρη στην οποία θα εξορκίσουμε τα φαντάσματα του παρελθόντος. Αντίθετα, αν δεν ακολουθήσουμε το παράδειγμά της, η Ευρώπη θα εισβάλει ως τρόικα και θα βρέξει φωτιά και λιτότητα πάνω μας. Η θεσμική «Αριστερά», από την άλλη, δηλαδή κοινοβουλευτικά κόμματα που δεν υιοθετούν τη λογική του με κάθε κόστος δόγματος του νεοφιλελεύθερου σοκ, κρατά μια πιο θετική στάση έναντι του σοσιαλιστικού παρελθόντος, αλλά μια στάση εντελώς αφηρημένη, πιο πολύ στο επίπεδο της νοσταλγίας παρά της ενεργούς πολιτικής. Η αγάπη τους για την πρώην Γιουγκοσλαβία δεν πηγαίνει πιο πέρα από τα καλά λόγια για την αξία της αλληλεγγύης και την αντιφασιστική αντίσταση στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκουν να κεφαλαιοποιήσουν τη νοσταλγία που είναι διαδεδομένη ανάμεσα στον κόσμο, ενώ την ίδια στιγμή ακολουθούν πολιτικές που είναι το ακριβώς αντίθετο από οτιδήποτε πρέσβευε ο γιουγκοσλάβικος σοσιαλισμός.

Η απουσία μιας ανταγωνιστικής πολιτικής δύναμης είναι προφανής στους Σλοβένους;
Η παρατήρησή σας είναι σωστή. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα διαφωνούν μόνο στις μεθόδους εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και είναι αποξενωμένα από τους ψηφοφόρους τους. Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα πραγματικά αριστερό κόμμα με κάποια σημαντική επιρροή πανεθνικά ή τοπικά. Υπάρχουν μικρές αντικαπιταλιστικές ομάδες, αλλά βρίσκονται στο περιθώριο. Τα συνδικάτα, από την άλλη, τα οποία ασκούν σημαντική επιρροή, βαρύνονται με ένα παρελθόν κατά το οποίο η στάση τους στον κοινωνικό διάλογο δεν αμφισβητήθηκε σχεδόν ποτέ. Προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση με το να γίνουν α-πολιτικά. Ανησυχώντας μην τυχόν αποξενωθούν από κάποια πλευρά της πολιτικής κάστας και χάσουν την επιρροή τους, έχουν προσκολληθεί σε στενά κλαδικά αιτήματα. Επιπλέον, μέσα από τον κοινωνικό διάλογο, διατήρησαν μια σημαντική επιρροή στην κυβερνητική πολιτική υπέρ των εργαζομένων, αλλά προκειμένου να παραμείνουν αξιόπιστοι συνομιλητές στις διαπραγματεύσεις, έπρεπε να κρατούν τα μέλη τους στη γραμμή, αποτρέποντάς τα να ζητήσουν περισσότερα από όσα η κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει.
 Έτσι, διαμορφώθηκε μια ιεραρχική δομή και αποξένωση των συνδικαλιστικών ηγεσιών από τη βάση. Καθώς η κυβέρνηση Γιάνσα αποφάσισε να έρθει σε ρήξη με την παράδοση του κοινωνικού διαλόγου και να χρησιμοποιήσει τις διαπραγματεύσεις απλώς ως κωλυσιεργία, τα συνδικάτα αδυνατούσαν να απαντήσουν αγωνιστικά: παραμένουν απρόθυμα να πολιτικοποιήσουν αποφασιστικά τον αγώνα τους και δεν έχουν δεσμούς με τη βάση τους ώστε να την κινητοποιήσουν αποτελεσματικά για μαζικές κινητοποιήσεις.
Συνεπώς, η πρόκληση της οικοδόμησης μιας αριστερής πολιτικής δύναμης έχει δύο πτυχές. Η μια αφορά την οργάνωση του ξεσηκωμού με μια μορφή που να μπορεί να επιβιώνει και πέραν των αυθόρμητων ξεσπασμάτων οργής και η δεύτερη αφορά τη μεταρρύθμιση των υπαρχόντων θεσμών, κυρίως των συνδικάτων, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τη ριζοσπαστικοποίηση της κυβέρνησης με τη δική τους ριζοσπαστικοποίηση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!