Αρχική πολιτισμός Πότε αξίζει να σκοτωθείς και πότε να σκοτώσεις;

Πότε αξίζει να σκοτωθείς και πότε να σκοτώσεις;

Για την ταινία «Ο Μισισιπής καίγεται» (1988) του Άλαν Πάρκερ, που προβλήθηκε πρόσφατα στην τηλεόραση

«Εξπρές του Μεσονυχτίου» (1978), «Fame» (1980) και «Pink Floyd: το Τείχος» (1982), είναι μερικές από τις συναρπαστικές ταινίες του Άγγλου σκηνοθέτη Άλαν Πάρκερ (1944-2020). Στις πιο σημαντικές του συγκαταλέγεται το αριστουργηματικό πολιτικό θρίλερ «Ο Μισισιπής καίγεται» (1988), που απογειώνεται με το αιχμηρό σενάριο του Κρις Τζερόλμο και τις εξαιρετικές ηλεκτρισμένες ερμηνείες των Τζην Χάκμαν και Γουίλιαμ Νταφόε. Η ταινία εμπνέεται από την υπόθεση δολοφονίας τριών νεαρών ακτιβιστών από την Κου Κλουξ Κλαν. Με τίτλο την κωδική ονομασία που έδωσε το FBI στην εξιχνίαση αυτής της υπόθεσης και μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, η ταινία τοποθετείται στο 1964, που ονομάστηκε «Καλοκαίρι της Ελευθερίας», καθώς επιχειρήθηκε η εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στον αμερικανικό Νότο, μετά από απόφαση του Λίντον Τζόνσον, ένα μόλις χρόνο μετά τη δολοφονία του Τζον Κέννεντυ.

Δυο πράκτορες του FBI διερευνούν την εξαφάνιση τριών μελών του γραφείου πολιτικών δικαιωμάτων, στη φανταστική πόλη Τζέσαπ, του Μισισίπι. Σε κλίμα αντιπαράθεσης, ο εκλεπτυσμένος επικεφαλής Άλαν Γουώρντ (Γουίλιαμ Νταφόε) είναι αποφασισμένος να εξαντλήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχεται, στα πλαίσια τυπικών διαδικασιών, αμφισβητώντας τις ανορθόδοξες μεθόδους του γηραιότερου και λαϊκότερου υφισταμένου του, του Ρούπερτ Άντερσον (Τζην Χάκμαν). Οι τοπικές Αρχές δείχνουν απρόθυμες να συνεργαστούν, οι ντόπιοι είναι επιθετικοί, ενώ οι μαύροι είναι φοβισμένοι. Με την απειλή του φλεγόμενου σταυρού -σύμβολο της Κου Κλουξ Κλαν- έξω από το παράθυρό τους, οι δυο πράκτορες συνειδητοποιούν ότι οφείλουν να συνεργαστούν. Όταν εντοπίζεται στο βάλτο το αμάξι των τριών αγνοούμενων, ο Γουώρντ καλεί ενισχύσεις και η πόλη γεμίζει πράκτορες, εξαγριώνοντας τη ρατσιστική τοπική κοινωνία. Όσο εντείνονται οι προσπάθειες του FBI να βρει τα πτώματα των άτυχων ακτιβιστών, διερευνώντας σπιθαμή προς σπιθαμή τους βάλτους, τόσο πολλαπλασιάζονται οι τραμπουκισμοί και οι εμπρησμοί σε σπίτια και εκκλησίες των μαύρων.

Πλοκή και ηθική διάσταση περνούν μέσα από την αντιθετική φύση των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, νέος-άπειρος/παλιός-έμπειρος, συγκρατημένος- τυπολάτρης/οργισμένος-ανορθόδοξος. Ο Γουώρντ εκπροσωπεί τους χαρτογιακάδες του Κέννεντυ, ο Άντερσον τον λαϊκό αστυνόμο της πιάτσας, που ξέρει να εκμαιεύει απαντήσεις. Μόλις ο Γουώρντ πλησιάσει τα αποκαΐδια εκκλησίας, το συγκεντρωμένο πλήθος διαλύεται, ενώ ο Άντερσον κερδίζει την εμπιστοσύνη τους, με αφελείς ερωτήσεις. Όταν πάλι καταφθάνει στην πόλη κουστωδία αυτοκινήτων με σημαίες της Συνομοσπονδίας, ο Γουώρντ δίνει εντολή στους άντρες του να ερευνήσουν τις πινακίδες, ενώ ο Άντερσον παίρνει πληροφορίες από τις γυναίκες στο κομμωτήριο. Οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνονται συνθέτοντας τα δυο πρόσωπα της Αμερικανικής Δικαιοσύνης, θυμίζοντας αμυδρά και την αντιπαράθεση των δυο αστυνομικών (Ροντ Στάιγκερ-Σίντνεϊ Πουατιέ) στην ταινία «Ιστορία ενός εγκλήματος» (1967/Νόρμαν Τζούισον).

Στην ταινία του Πάρκερ, η πλοκή εξελίσσεται με τη δομή δράσης-αντίδρασης. Σε κάθε πράξη της αστυνομίας παρουσιάζεται άμεσα η ανταπάντηση της Κου Κλουξ Κλαν, συνεπικουρούμενη από τη μουσική, το μοντάζ και την εύστοχη χρήση παράλληλων εμβόλιμων πλάνων, δημιουργώντας εκρηκτικές σκηνές. Καθώς πλησιάζουν τα φορτηγά γεμάτα εθελοντές για τις έρευνες, σε εμβόλιμα πλάνα ανατινάζεται ένα ξύλινο καλύβι, με λοξή ταμπέλα με τη λέξη «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», ενώ τα πλάνα στους βάλτους, με τον κόσμο να αναζητά τις σωρούς των ακτιβιστών, αντιπαρατίθενται με εμβόλιμα των υποτιθέμενων τηλεοπτικών ρεπορτάζ. Με την αισθητική αμεσότητας του σινεμά βεριτέ, οι ρατσιστικές αντιλήψεις των ντόπιων φανερώνονται με χαρακτηριστικές φράσεις, όπως «αν τους βρουν στο βάλτο, τότε πήγαιναν γυρεύοντας», μεταφέροντας έτσι τη σφυγμομέτρηση της τοπικής κοινωνίας. Οι κοφτές και απέριττες αυτές λήψεις σκιαγραφούν τον διάχυτο ρατσισμό, συνυφασμένο με το ταξικό προφίλ των λευκών μικροαστών, συμπληρώνοντας εννοιολογικά τη φράση του Άντερσον, από την ιστορία του πατέρα του, «δεν ξέρουν πως εχθρός τους είναι η φτώχεια», καταδεικνύοντας την ταξική ανισότητα, ως πρωταρχικό συστατικό του μίσους. Μέσα από λιγοστά πλάνα, δίνεται το κοινωνικό υπόβαθρο και στις φτωχογειτονιές των μαύρων. Τα εμβόλιμα κοντινά του κατάκοιτου άντρα, μιας ηλικιωμένης μαύρης, κατά την ανάκρισή της από τον Γουώρντ, με φόντο το ετοιμόρροπο σπίτι της, προδίδουν την εξαθλίωση του περιθωριοποιημένου μαύρου πληθυσμού, ενώ αιχμηρές ατάκες συμπυκνώνουν το πολιτικό σημαινόμενο. Ο Γουώρντ δηλώνει «για κάποια πράγματα αξίζει να σκοτωθείς», ενώ ο Άντερσον επιμένει «στο Μισισίπι, το σκέφτονται αλλιώς. Για μερικά πράγματα αξίζει να σκοτώνεις». Αντίστοιχα πάλι, με αφορμή το σκορ αγώνα μπέιζμπολ από το ραδιόφωνο, ο Άντερσον αναφέρει πάντα με χαμόγελο «Στο μπέιζμπολ είναι η μόνη φορά που μαύρος κραδαίνει ρόπαλο σε λευκό, δίχως να ξεκινήσει εξέγερση».

Ο Άλαν Πάρκερ μετουσιώνει πετυχημένα πολλά απ’ τα πολιτικά μηνύματα σε δυνατές εικόνες-συνθήματα, διατηρώντας την οικονομία του μέσου, με νεύρο και ρυθμό. Δυο διαφορετικές διπλανές δημόσιες βρύσες, στην εισαγωγή, η μια με ταμπελάκι «Έγχρωμοι», ενώ στην άλλη, πάνω από ένα σύγχρονο ψύκτη αναγράφεται «Λευκοί», συνοψίζουν την έννοια του ρατσιστικού διαχωρισμού, με το συναίσθημα να ξεχειλίζει στο άκουσμα του θλιμμένου γκόσπελ «Take my hand precious lord», από την Μαχάλια Τζάκσον, που συνοδεύει και την επόμενη σκηνή, με μια εκκλησία παραδομένη στις φλόγες.

Στην ταινία αξιοποιείται και πραγματικό αρχειακό υλικό ως ιστορική υπενθύμιση ενός βίαιου παρελθόντος. Ανατριχιαστικές εικόνες από λιντσαρίσματα και τελετές, με λευκοντυμένους με ράσα και μυτερές κουκούλες, ανακαλούνται μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο φάκελο της υπόθεσης που κοιτάει ο Άντερσον.

Το αναγνωρίσιμο ρυθμικό μοτίβο του Νοτιοαφρικανού κινηματογραφικού συνθέτη Τρέβορ Τζόουνς, διάσημου από τη μουσική του στον «Τελευταίο των Μοϊκανών» (1992/Μάικλ Μαν), επαναλαμβάνεται στην ταινία του Πάρκερ, κάθε φορά που παρουσιάζεται η εξέλιξη του εμπόλεμου σκηνικού, ακολουθώντας τη δομή δράσης-αντίδρασης. Οι περιοδικοί αυτοί χτύποι, που πρωτοακούγονται στην εκτέλεση των τριών ακτιβιστών, επανέρχονται, κρατώντας το σφυγμό της ταινίας, στις κρίσιμες σκηνές που καταγράφουν τόσο την παραδειγματική τακτική εκφοβισμού των επιθέσεων, όσο και τις αποτελεσματικές δράσεις του FBI σε κάθε βήμα του. Η ίδια μουσική φορτίζει και τη σκηνή στις βαμβακοφυτείες, με την κάμερα να εντάσσει αργά τη φρικαλεότητα στο κάδρο, με τον νεαρό μαύρο, που είχε προσεγγίσει την προηγούμενη ο Γουώρντ, να βρίσκεται σε ένα κλουβί, καταμεσής του χωραφιού, δαρμένος και κατατρομοκρατημένος.

Παράλληλα, η χρήση συγκεκριμένων γκόσπελ α καπέλα ανυψώνει το συναίσθημα. Το γκόσπελ «Try Jesus» ακούγεται στην εικόνα-σύμβολο, όπου η φιγούρα ενός μαύρου κρεμασμένου σε δέντρο έχει για φόντο τη φλεγόμενη αποθήκη του με τα ζώα. Ο συνδυασμός επεξεργασμένου μοντάζ, με το συναισθηματισμό των γκόσπελ, επικρατεί στη σκηνή όπου μαύροι τραγουδούν στην εκκλησία το «When we all get to heaven», ενώ παρεμβάλλονται πλάνα τραμπούκων με λευκές κουκούλες που τους περιμένουν να βγουν, βαστώντας ρόπαλα.

Τα γκόσπελ δεν χρησιμοποιούνται μόνο ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μαύρης κουλτούρας, αλλά συνδέουν στην ταινία αυτή το θρησκευτικό παθητικό και μοιρολατρικό συναίσθημα, με την ευρύτερη θυματοποίηση των μαύρων. Παρά το σαφές πολιτικό της περιεχόμενο και κυρίως τον αριστουργηματικό σκηνοθετικό χειρισμό της, η ταινία όχι μόνο ενισχύει την εικόνα θυματοποίησης των μαύρων, αναμασώντας τα στερεότυπα των λευκών σωτήρων, αλλά ηρωποιεί και το FBI, τα παιδιά του αντικομμουνιστή Χούβερ, στο όνομα της αδέκαστης Αμερικανικής Δικαιοσύνης. Ωστόσο, παραμένει από τις ελάχιστες ταινίες που δείχνει πως μέλη της αήττητης ως τότε, Κου Κλουξ Κλαν οδηγούνται στη Δικαιοσύνη, σπάζοντας τόσο τον τσαμπουκά, αλλά και την τρομοκρατία της σιωπής.

Στο κλείσιμο της ταινίας, το γκόσπελ «Walk on by faith», συνοδεία χορωδίας, λειτουργεί ως πένθιμο μοιρολόι που κορυφώνει τη συγκίνηση, με φόντο πλαγιά νεκροταφείου γεμάτη μνήματα και σε πρώτο πλάνο μια σπασμένη ταφόπλακα με σκαλισμένο το 1964 και την επιγραφή «Δεν ξεχάστηκαν», πριν τους τίτλους τέλους, ως ρέκβιεμ στη μνήμη των θυμάτων.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Exit mobile version