Τις τελευταίες ημέρες η τουρκική επιθετικότητα εκδηλώνεται με τον πιο προκλητικό και παράλληλα επίσημο τρόπο. Είτε ο ίδιος ο Ερντογάν είτε οι υπουργοί του, αλλεπάλληλα αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία, υποτιμούν την χώρα, στέλνουν επιστολές στον ΟΗΕ και εν γένει προετοιμάζουν ένα θερμό καλοκαίρι. Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα το υπουργείο Εξωτερικών είναι… υπεράνω συγκεκριμένων απαντήσεων και αρκείται σε γενικόλογες δηλώσεις για την ειρήνη και τη σταθερότητα. Ενώ σε δύο περιπτώσεις μάθαμε από ξένους αξιωματούχους πως η χώρα μας θα στείλει εξοπλισμό –ίσως και κρίσιμης σημασίας– στην Ουκρανία αλλά και ότι θα προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής με την Γερμανία. Ωστόσο, για όλα αυτά τα απίθανα, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας σε ολόκληρο το φάσμα τους, τηρούν μια ήπια στάση, με μισόλογα και χλιαρές δηλώσεις, όπως εκείνες του Α. Τσίπρα, δίνοντας την εντύπωση πως το θέμα είναι χαμηλά στις ιεραρχήσεις τους.

Η ερμηνεία αυτής της στάσης θα πρέπει να ανιχνευθεί στα ίδια τα γεγονότα. Οι ανακοινώσεις ξένων αξιωματούχων που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με τα ταξίδια του πρωθυπουργού, τις επισκέψεις στη χώρα μας αλλά και γεγονότα που αφορούν την αναμέτρηση ΗΠΑ-Ρωσίας, υποδηλώνουν πως βρισκόμαστε σε μια στιγμή όπου οι διεθνείς κινήσεις και σχεδιασμοί υπερβαίνουν τα εγχώρια συμφέροντα και ζητείται απόλυτη συμμόρφωση από το πολιτικό προσωπικό, ειδικά των μικρότερων χωρών. Επιπλέον, η πρωτοφανής πρόσδεση της χώρας στις ΗΠΑ έχει αναδειχθεί ως η μέγιστη κίνηση για την διασφάλιση της εθνικής μας κυριαρχίας. Σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και η κριτική προς τις κυβερνητικές κινήσεις αντιπροτείνει ακόμη μεγαλύτερη παραχώρηση κυριαρχίας σε μεγάλες δυνάμεις. Αλλά και σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τα ελληνοτουρκικά, η χώρα τηρεί μια πολιτική ήπιας διεθνοποίησης του ζητήματος, εναπόθεσης της λύσης στην παρέμβαση τρίτων και εσχάτως προωθεί μια διαδικασία επίλυσης μέσω Χάγης με την πιθανότητα μιας μεγάλης παραχώρησης. Ώστε να αποφευχθούν τάχα τα χειρότερα μοιάζοντας έτσι ελκυστική για πολλούς. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα τις ήπιες δηλώσεις, την απουσία οποιασδήποτε επίσημης κίνησης σε διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) που να απαντά στην πράξη στην επιθετικότητα της γείτονος ή που θα εξόργιζε την Τουρκία, ώστε να μείνει ανοιχτή έστω και μια χαραμάδα διαπραγματεύσεων. Πράγμα που ενώ θα μπορούσε να μοιάζει συνετό, είναι εντελώς ανώφελο όταν η Τουρκία κλείνει από μόνη της την διαπραγματευτική οδό, τουλάχιστον μέχρι να κάνει τις επόμενες κινήσεις της για να κατοχυρώσει ακόμη καλύτερα τις θέσεις της.

Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τη στάση των κομμάτων, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν και ιδιοτελείς σκοποί. Αφού βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, πράγμα που για το εγχώριο πολιτικό σύστημα αποτελεί την κορωνίδα της ύπαρξής του. Έτσι, εφόσον επί της ουσίας στα ελληνοτουρκικά δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις, το θέμα μένει στα αζήτητα, αφού προτιμούνται θέματα πιο κοντά στην πολιτική ατζέντα του καθενός. Σε ό,τι δε αφορά τον προοδευτικό-αριστερό χώρο πρέπει να συνυπολογιστεί πως η ενδεχόμενη ήττα της κυβέρνησης έχει αναδειχθεί στο μέγιστο ζήτημα, λες και έπειτα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη πρόκειται να αλλάξει σελίδα η χώρα. Ενώ στην ουσία κάνουν τα στραβά μάτια για το γεγονός ότι υπάρχει συνολική συμφωνία στο πολιτικό σύστημα για όλα τα μεγάλα ζητήματα και το μόνο που είναι διαπραγματεύσιμο είναι το πρόσημο (δικαιωματικό ή νεοφιλελεύθερο) της παράδοσης στους «συμμάχους», στο σουλτάνο και τις μπίζνες των ελίτ και των μαφιόζων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!