Αρχική πολιτική οικονομία Το πολιτικό «παράδοξο» ΔΝΤ και Ε.Ε.

Το πολιτικό «παράδοξο» ΔΝΤ και Ε.Ε.

Τι χωρίζει και τι ενώνει τους εταίρους της τρόικας στη σκληρή διαχείριση του ελληνικού «πειράματος»

 

Γην, ύδωρ και ό,τι άλλο προκύψει είναι διατεθειμένη η κυβέρνηση να δώσει στην τρόικα προκειμένου να σώσει κι αυτή την παρτίδα μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου (συνεδρίαση Eurogroup) ή το αργότερο μέχρι τις 18 (Σύνοδος Κορυφής). Συνεχείς κυβερνητικές διαρροές από χθες, Παρασκευή, προσθέτουν νέα μέτρα με σημαντικές επιβαρύνσεις (ΦΠΑ, μισθολόγιο Δημοσίου, συνδικαλιστικός νόμος κ.ά.), ενώ είναι άγνωστο, μέχρι στιγμής, αν θα αποφευχθούν σκληρές παρεμβάσεις και στο Ασφαλιστικό, όπως απαιτεί η τρόικα και προσπαθεί εναγωνίως να αποφύγει -προς το παρόν- η κυβέρνηση.

Ωστόσο, όλη αυτή η διελκυστίνδα μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας αναδύει άρωμα… προσωρινότητας. Με επίκεντρο την επιμονή των δανειστών στην κάλυψη του δημοσιονομικού κενού των 2,5 δισ. ευρώ, η πολιτικά παράδοξη εκ πρώτης όψεως αδιαλλαξία της τρόικας έχει εξευτελίσει πολιτικά την κυβέρνηση. Η ηρωική «έξοδος από το Μνημόνιο» έγινε παραίτηση από το υπόλοιπο δάνειο του ΔΝΤ, αυτό μεταλλάχθηκε σε «προληπτική πιστωτική γραμμή» μετά νέου Μνημονίου, κι αυτή με τη σειρά της έδωσε τη θέση της στην παράταση του ισχύοντος Μνημονίου μέχρι και ένα χρόνο. Το χειρότερο για την κυβέρνηση Σαμαρά είναι ότι για πρώτη φορά, με επίσημο τρόπο, παραδέχεται ότι οι εταίροι την έχουν εγκαταλείψει πολιτικά. Η δημόσια τοποθέτηση Χαρδούβελη ότι «το ΔΝΤ με τη στάση του αδιαφορεί για τις πολιτικές επιπτώσεις» δεν επιδέχεται άλλη ανάγνωση.

 

Η ξεχασμένη «βιωσιμότητα»

Αυτό που χρειάζεται αποκωδικοποίηση είναι γιατί οι δανειστές κρατούν αυτή τη στάση. Το γεγονός ότι το ΔΝΤ εμφανίζεται βασιλικότερο του βασιλέως και σε πλήρη εναρμόνιση με Ε.Ε. και ΕΚΤ δίνει την εντύπωση ότι έχουν εξαλειφθεί οι εντάσεις και αντιθέσεις στις σχέσεις τους, ιδιαίτερα όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ως γνωστόν, πριν από δυο χρόνια ακριβώς, το Eurogroup ανέλαβε τη δέσμευση έναντι του ΔΝΤ να εγγυηθεί με κάθε τρόπο τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, προκειμένου να συνεχιστεί η «εταιρική σχέση» στην τρόικα. Το ΔΝΤ έχει πολλές φορές υπενθυμίσει αυτή τη δέσμευση, υπογραμμίζοντας ότι η εκπλήρωσή της μπορεί να γίνει ή με άμεσο κούρεμα του χρέους ή με κάποια άλλη μορφή ελάφρυνσής τους. Η Ε.Ε. επιχείρησε να αποκρούσει τις πιέσεις του ΔΝΤ, αντικαθιστώντας τη «βιωσιμότητα» με την «εξυπηρετησιμότητα» του χρέους, δηλαδή στην ελάφρυνση του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησής του. Εξού και οι εναλλακτικές της επιμήκυνσης και της μείωσης των επιτοκίων που μπήκαν στον τραπέζι.

 

Τελικός αποδέκτης η ΕΚΤ

Το ΔΝΤ είχε δώσει την εντύπωση ότι είναι διατεθειμένο να συμβιβαστεί με τη νέα ερμηνεία «βιωσιμότητας». Ωστόσο, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Η αναθεώρηση του ΑΕΠ από την οποία προέκυψε και… η ανάπτυξη, είχε μια βασική παρενέργεια. Την αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 3 μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι, με τα σημερινά δεδομένα, το 2020 το ελληνικό χρέος είναι αδύνατο να πέσει κάτω από το 130% του ΑΕΠ. Η διαφορά από τα κριτήρια του ΔΝΤ γίνεται τεράστια, κι επομένως ο «εγγυητής της διεθνούς τοκογλυφίας» δεν έχει κανένα επιχείρημα υπέρ της χρηματοδότησης της Ελλάδας από τις διεθνείς αγορές. Έτσι, το ΔΝΤ επαναφέρει τη συζήτηση εκεί που την είχε αφήσει. Πιέζει την ελληνική κυβέρνηση για κάλυψη του δημοσιονομικού κενού των 2,5 δισ., μέσω αυτού πιέζει την Ε.Ε. να πάρει αποφάσεις για το ελληνικό χρέος και μέσω του ελληνικού χρέους πιέζει γενικότερα την ευρωπαϊκή ηγεσία και ειδικότερα την ΕΚΤ να αναλάβει δράση «ποσοτικής χαλάρωσης» στη θέση της FED, για λογαριασμό της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, κάνοντας ένα βήμα αμοιβαιοποίησης του χρέους της Ευρωζώνης με την αγορά και κρατικών ομολόγων.

 

Για ποιον τα τετελεσμένα;

Το υποβόσκων μπρα ντε φερ ΔΝΤ- Ε.Ε. αυτή τη φορά έχει μια ιδιομορφία: Δεν έχει τις εντάσεις του παρελθόντος, ενώ αντιθέτως συνυπάρχει με μια στρατηγική σύγκλιση των διατλαντικών εταίρων στη «μεταρρυθμιστική» υστερία. Η δυστυχία (ή αβελτηρία) της κυβέρνησης Σαμαρά είναι ότι δεν κατάλαβε ποτέ ότι οι τριβές Ε.Ε. και ΔΝΤ στις «τεχνικές» διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης, όχι μόνο δεν αποκλείουν, αλλά προϋποθέτουν την αγαστή συνεργασία τους στη θεσμοποίηση της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Σ’ αυτή τη συνεργασία έχει προστεθεί πλέον ένα ακόμη στοιχείο. Η δημιουργία τετελεσμένων και αφόρητων δεσμεύσεων και για την επόμενη κυβέρνηση που βλέπουν ότι είναι αδύνατο να αποφύγουν.

 

Σχόλια

Exit mobile version