Αρχική αρχείο στηλών πόλεων ψυχές και μνήμες Πόλεων …ψυχές και μνήμες: H Μυτιλήνη του Σωκράτη Μαντζουράνη

Πόλεων …ψυχές και μνήμες: H Μυτιλήνη του Σωκράτη Μαντζουράνη

Πώς να χωρέσεις την ψυχή μέσα σε 1.000 λέξεις;

 

Βρήκα ενδιαφέρουσα την πρωτοβουλία του Δρόμου να επιχειρήσει να ανιχνεύσει την… ψυχή ελληνικών πόλεων μέσα από μνήμες και βιώματα ανθρώπων που τις έζησαν και τις αγάπησαν.

Όταν δέχτηκα να συμμετάσχω σ’ αυτό το οδοιπορικό, σκέφτηκα πως θα ήταν κάτι εύκολο και γλυκό. Τελικά αποδείχτηκε γλυκόπικρο τούτο το ταξίδι μνήμης.

Βάλσαμο ψυχής όμως.

Μυτιλήνης ψυχή και μνήμη, λοιπόν.

Πιστεύω πως η γενέθλια πόλη, μας σημαδεύει, μας διαμορφώνει και μας ακολουθεί. Είμαι ερωτευμένος με την πόλη μου και νομίζω πως κι εκείνη το ξέρει και μου το ανταποδίδει. Με απλοχεριά.

Όταν η ψυχή αποζητά να ξαποστάσει με θύμησες και μνήμες, νοιώθω πως η Πόλη μου είναι πάντα παρούσα. Για μένα, η Μυτιλήνη είναι πολλά. Βασικά όμως, είναι χρώματα, μυρουδιές, έρωτες και γειτονιές.

Το γαλάζιο! Αυτό το μυριόχρωμο γαλάζιο, των αιολικών πολιτισμών, των άφοβων κοντραμπατζήδων, των ψαράδων της σκληρής επιβίωσης, των άπληστων εμπόρων, της απελπισμένης μάνας μου από τη Σμύρνη του ’22, των σημερινών κολασμένων της προσφυγιάς.

Κι αυτό το μοναδικό ασημένιο-πράσινο της ελιάς και του λαδιού, ποτισμένο από τους αναστεναγμούς της λιομαζώχτρας και τους αμανέδες του τεμπλιστή.

Και τα χρώματα. Αυτά τα χρώματα στο πρωινό και στο λιόγερμα! Αυτή το ισομοιρασμένο «βασίλειο του ήλιου και της σελήνης», που υμνεί ο Ελύτης..

Εμ οι μυρουδιές; Και δεν μιλώ για την υγρή μυρουδιά της θάλασσας κι εκείνη τη μεθυστική του ρακιού από τους καφενέδες, αλλά για τις μυρουδιές του κυριακάτικου μεσημεριού. Τις μοσχοβολιές από το σφουγγάτο και το γιουβέτσι και τα καλαμάρια τα γεμιστά…

Χρόνια μετά, σαν πήγα Κυριακή μεσημέρι να σεργιανίσω στη παλιά μου γειτονιά, οι μυρουδιές των φαγητών μου ζωντάνευαν τις γειτόνισσες. Τα σουτζουκάκια ήταν η κυρά-Θοδώρα, το ροσμπίφ με την κανέλλα η κυρία Αμαλία και ο τηγανητός γαύρος η κυρά-Γαρυφαλιά η χήρα, πρόσφυγας από το Αϊδίνι.

Άσε πια οι μυρουδιές από το φούρνο του κυρ-Κώστα του Βαμβακά. Αυτές οι πίτες και τα γιουβέτσια με τα ντόπιο κατσικάκι και τη σπιτίσια μανέστρα, να σου σπάνε τη μύτη.

Το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε η Μυτιλήνη, εκείνο που μέχρι σήμερα το νιώθω ανεκτίμητο, είναι οι γειτονιές. Η γειτονιά μου, οι γείτονες! Ο κόσμος της νιότης μου!

Στο διπλανό σπίτι, ο κύριος Θείελπης ο Λευκίας, γλυκός, ευγενικός και απρόσιτος, που πάντα με τσάκωνε σαν πηδούσα το μεσότοιχο για να κόψω μούσμουλα και κάθε φορά φώναζε στην αδερφή του:

-Αγάπη το ιώδιο. Πάλι γδάρθηκε τούτος.

Απέναντι μας, ο κυρ-Γιάννης. Συνταξιούχος, προσφέρθηκε να με βοηθά στα μαθήματα και ανάμεσα στα φωνήεντα και στα κλάσματα, μου μιλούσε για τους φτωχούς και τους αδύναμους της κοινωνίας, για άλλες χώρες όπου δεν υπήρχαν φτωχοί και πλούσιοι. Μ’ άρεσαν αυτά τα «μαθήματα». Ίσως γιατί όταν τελειώναμε, με περίμενε ένα φοντάν και τα κουλουράκια κανέλλας της κυρίας Δέσποινας.

Λίγο παρακάτω, ο κυρ-Γιάννης ο καπετάνιος με τις δυο όμορφες κόρες, που κάναμε ένα σωρό φιακίες για να μας προσέξουν και προς τον Άγιο-Ευδόκιμο, οι δυο ανύπαντρες αδερφές με τη γάτα Αγκύρας και τα κεντητά σεμεδάκια, που τα έβαζαν μέχρι και στα κάγκελα της βεράντας και μ’ ένα τεράστιο γιασεμί που μοσχοβόλαγε μέχρι το Τζαμί.

Από την απάνω μεριά της γειτονιάς, η κυρά-Θοδώρα, πρόσφυγας απ’ το Ντικελί, απέναντι από το 8ο Δημοτικό, που μας πούλαγε στα διαλείμματα κουλούρια και φλοκάκια και πιο πάνω, «Του Κουκλάκ’», το ψιλικατζίδικο του κυρ-Γιάννη.

Στο υπόγειο κοντά στη Χωράφα, «η Αργύρ΄ς η παλαβός», που έλεγε πως η καρδιά του ήταν δεξιά και λίγο πιο πέρα, στο Συνοικισμό, κι άλλος παλαβός, που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του.

Θυμάμαι όμως πως ήταν κατάμαυρος και ψάρευε στο λιμάνι, χωρίς αγκίστρι και δόλωμα.

Σ΄ αυτόν το μαχαλά και οι πρώτοι φίλοι. Η «συμμορία».

Εκεί και οι πρώτοι μου έρωτες, τα πρώτα «ραντεβού» στον Άγιο-Ευδόκιμο, οι πρώτες βόλτες στην Απάνω Σκάλα και στην προκυμαία, με το μαθητικό πηλίκιο στη κωλότσεπη να μη μας σταμπάρει κανένας καθηγητής, εκεί το πρώτο φιλί, εκεί το πρώτο τσιγάρο. Άσσος σκέτος. Κράτησε πενήντα χρόνια.

Όλη τούτη η γειτονιά, είχε για μένα όνομα. Γιαγιά-Δαμασκηνή! Με ντάντευε, με γιατροπόρευε, με συμβούλευε στα ερωτικά μου, μου έπλεκε πουλόβερ και κασκόλ. Με ανέστησε η γιαγιά και ας μην ήταν γιαγιά μου. Μια περήφανη αγωνίστρια- πρόσφυγας από τη Σμύρνη ήταν. Χήρα στο χαλασμό του ’22, βρέθηκε στη γειτονιά μας και ο πατέρας μου της έδωσε ένα σπίτι δίπλα στο δικό μας για να βολευτεί. Τρεις μπόγοι ρούχα, κάτι κατσαρολικά, πέντε παιδιά και τα κομμάτια της, όλο το βιός της.

Ρίζωσε κοντά μας, μ’ ανέστησε και κάθε μέρα μου μάθαινε τι σημαίνει να ανταποδίδεις την αγάπη και να παλεύεις για να ζήσεις. Όταν την έβλεπα να υποφέρει αφόρητα από τα αρθριτικά, της έλεγα:

-Γιαγιά σα μεγαλώσω, θα γίνω γιατρός, θα σου κόψω το πόδι και δε θα πονάς πια.

Κι’ εκείνη για να μ’ ευχαριστήσει μου καθάριζε παπαλίνες.

Ένας φαρδύς χωματένιος δρόμος ο κόσμος μου. Οδός Ρωμανού Μελωδού. Και λίγο πιο πάνω, ο Συνοικισμός Σαβαρλή, προσφυγομαχαλάς, με τα μπαγδατένια χαμόσπιτα, τα ασβεστωμένα πεζούλια και τους πάντα κουρασμένους πρόσφυγες μεροκαματιάρηδες. Χαμάληδες, οικοδόμοι, παραγιοί και στα πεζούλια, κάτι γιαγιάδες πρωί-βράδυ να πλέκουν και να μαντάρουν. Καλοί άνθρωποι. Φίλοι μου.

Η δεύτερη αγάπη μετά τη γειτονιά μου, η αγορά. Το «μπας-φανάρι». Εκεί ήταν το μπακάλικο του πατέρα μου, του Μαρίνου. Μια σταλιά χώρος, όπως τον βλέπω σήμερα. Μα για μένα τότε, ένας όμορφος κόσμος. Το Σάββατο, όταν «οι μη έχοντες» ερχόταν να ψωνίσουν βερεσέ, ο Μαρίνος μου έλεγε:

-Αυτά γράφτα στη χαρτοσακούλα.

Και σαν κλείναμε το μαγαζί, μου έλεγε:

-Πέτα τες.

Κάθε Σάββατο το ίδιο βιολί, για χρόνια.

Αυτό έχω στο μυαλό μου, όταν ακόμα επιμένω πως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός»

«Μέχρι 1.000 λέξεις το κείμενο», μου είπαν.

Όμως, πώς να χωρέσεις μέσα σε 1.000 λέξεις, τη ψυχή και τις μνήμες της πόλης σου;

Ένας έρωτας αγιάτρευτος, είναι η Μυτιλήνη για μένα. Ένας έρωτας της νιότης μου, που μου διαμόρφωσε στάση ζωής. Ίσως να είμαι υπερβολικός, όμως ποιος ερωτευμένος δεν είναι. Η πόλη μου άλλαξε. Κι εγώ άλλαξα. Όμως η αγάπη έμεινε αγάπη.

Και όσο βλέπω σήμερα τη πόλη μου, τη προσφυγογειτονιά μου, να μπορούν ακόμα να νοιάζονται τους κατατρεγμένους όπου γης, νιώθω περήφανος για τούτον τον έρωτά μου.

Περήφανος που η πόλη μου δεν έχασε τη ψυχή της.

Σχόλια

Exit mobile version