του Κώστα Μελά*

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά, όχι μόνο λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού αλλά και λόγω του «πολέμου για το πετρέλαιο» που έχει ξεσπάσει μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας, μετά το αδιέξοδο στην διευρυμένη εαρινή σύνοδο του OPEC στη Βιέννη, την Παρασκευή 6 Μαρτίου.

Όπως είναι ήδη γνωστό, η Ρωσία απέρριψε την πρόταση του Οργανισμού για περικοπή παραγωγής κατά 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως (το 1,5% της παγκόσμιας παραγωγής), εκ των οποίων η ίδια θα αναλάμβανε το ένα τρίτο, με στόχο να έλθει πιο κοντά η προσφορά στην ήδη παρατηρούμενη μείωση της πετρελαϊκής ζήτησης λόγω κορωνοϊού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε ήδη εφαρμοστεί μείωση 2,1 εκατ. βαρελιών ημερησίως, η οποία θα εκτείνονταν μέχρι το τέλος του 2020, ενώ αρχικά είχε συμφωνηθεί να ισχύσει μέχρι τον Μάρτιο.

Μετά την αποτυχία συμφωνίας, η Σαουδική Αραβία αντέδρασε με επιθετικές μειώσεις των τιμών για τον Απρίλιο μέσα στο Σαββατοκύριακο, αξιοποιώντας το συγκριτικό πλεονέκτημα του χαμηλού λειτουργικού της κόστους, και επιπρόσθετα, ανακοίνωσε αύξηση της παραγωγής της πάνω από το όριο των 10 εκατ. βαρελιών ημερησίως έναντι 9,7 εκατ. σήμερα.

Οι συνέπειες στα διεθνή χρηματιστήρια ήταν εξαιρετικά αρνητικές, με τους πετρελαϊκούς δείκτες να συρρικνώνονται κατά 30% εντός μιας ημέρας. Η ταυτόχρονη εμφάνιση ισχυρής διαταραχής τόσο στη ζήτηση όσο και στην παραγωγή πετρελαίου ήταν κάτι το μη αναμενόμενο και φυσικά ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει πανικό.

Οι συνέπειες των αρνητικών επιπτώσεων από αυτή τη διαταραχή θα αποκαλυφθούν στο προσεχές διάστημα και εξαρτώνται από τη διάρκεια της πτωτικής τάσης και το νέο σημείο ισορροπίας.

Η υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου συνεπάγεται μειωμένο κόστος ενέργειας, κάτι που θεωρητικά ευνοεί την παγκόσμια οικονομία σε αυτή τη φάση που διαφαίνεται συρρίκνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, όμως η ωφέλεια αυτή μπορεί να μην είναι εκμεταλλεύσιμη όσο συρρικνώνεται η παγκόσμια ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών. Παράλληλα πλήττει τις χώρες που το παράγουν (το Reuters σε ανάλυσή του εκτιμά ότι η νέα τιμή του πετρελαίου στοιχίζει περί τα 500 εκατ. δολάρια κάθε ημέρα για τους παραγωγούς του OPEC), την εξόρυξη και τα διυλιστήρια. Οι μετοχές των πετρελαϊκών εταιρειών υποχωρούν. Πετρελαϊκοί κολοσσοί, όπως η Exxon, είχαν ήδη ανακοινώσει ότι αναβάλουν εξορύξεις, ενώ επαναπροσδιορίζεται και η δραστηριοποίηση στο σχιστολιθικό αέριο (shalegas), όπου η τιμή WTI, 45 δολάρια το βαρέλι, θεωρείται οριακή για να διασφαλίσει την οικονομική βιωσιμότητα των επενδύσεων.

Οι ανησυχίες αφορούν και το τραπεζικό σύστημα λόγω του δανεισμού των πετρελαϊκών κολοσσών, τα επενδυτικά funds (μεταξύ αυτών και συνταξιοδοτικά), τις εργασιακές θέσεις στον ενεργειακό κλάδο, καθώς και τους κρατικούς προϋπολογισμούς.

Η Ρωσία υπολογίζει ότι ο πετρελαϊκός πόλεμος με τη Σαουδική Αραβία θα κερδηθεί. Σύμφωνα με υπολογισμούς, για να διατηρηθεί σε σχετική ισορροπία το δημοσιονομικό ισοζύγιο της Ρωσίας, απαιτείται η τιμή του πετρελαίου να μην είναι χαμηλότερη από 40 δολάρια το βαρέλι. Αντιστοίχως, στη Σαουδική Αραβία θα πρέπει η τιμή να μην είναι χαμηλότερη από 80 δολάρια το βαρέλι

Ανεξάρτητα, όμως, από την μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου, οι Ρώσοι υπεύθυνοι, παραμένουν σταθεροί ότι η απόφασή τους για αποχώρηση από τη συμφωνία με τον ΟΠΕΚ είναι σωστή. Όπως έχει γίνει γνωστό, πριν την κατάληξη σε μη συμφωνία με την Σαουδική Αραβία, η Ρωσία είχε προτείνει να διατηρηθεί η υπάρχουσα συμφωνία (λήγει την 1η Απριλίου 2020) μέχρι το τέλος του α΄ εξαμήνου του 2020, ώστε να εκτιμηθούν σε ευρύτερη βάση τα αποτελέσματα του κορωνοϊού στην παγκόσμια οικονομία και στη ζήτηση του πετρελαίου. Όμως η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της αποφάσισαν, αντιθέτως, την αύξηση της παραγωγής και κατά συνέπεια τη μείωση των τιμών.

Η κίνηση αυτή της Ρωσίας ερμηνεύεται σαν συνέχεια ενός καλού υπολογισμού που θα αποτρέψει στους παραγωγούς σχιστολιθικού αερίου των ΗΠΑ, να κερδίσουν μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς. Σύμφωνα με την Rosneft, την εταιρεία που ελέγχει το 40% της παραγωγής πετρελαίου στη Ρωσία, οι αμερικανικές επιχειρήσεις παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου δεν είναι βιώσιμες για τιμές χαμηλότερες των 40 δολαρίων το βαρέλι, σε αντίθεση με την ίδια.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η Ρωσία αρχίζει τον πόλεμο, έχοντας κάνει τους απαραίτητους υπολογισμούς για όταν οι τιμές του πετρελαίου μειωθούν. Το 2014 και το 2016, οι εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου οδήγησαν σε σημαντική υποχώρηση στο ρούβλι, μείωση της παραγωγής και του εθνικού εισοδήματος. Αλλά σήμερα βρίσκεται σε καλύτερη θέση. Μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων αποτελείται από δολάρια, κάτι που σημαίνει ότι μια υποχώρηση της τιμής του ρουβλιού δημιουργεί πλεονέκτημα, ενώ τα σημαντικά κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού πραγματοποιούνται σε ρούβλια. Ο πληθωρισμός βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα κάτι που επιτρέπει μια άνοδο του στο 3,5-4%.

Επίσης. ο πόλεμος με τη Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με τους Ρώσους υπευθύνους, θα κερδηθεί. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, για να διατηρηθεί σε σχετική ισορροπία το δημοσιονομικό ισοζύγιο της χώρας, απαιτείται η τιμή του πετρελαίου να μην είναι χαμηλότερη από 40 δολάρια το βαρέλι. Αντιστοίχως, στη Σαουδική Αραβία θα πρέπει η τιμή να μην είναι χαμηλότερη από 80 δολάρια το βαρέλι. Όπως ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας, ο προϋπολογισμός της έχει καταρτιστεί με πρόβλεψη για μέση τιμή πετρελαίου στα 40 δολάρια. Επίσης, όπως υποστηρίζουν οι Ρώσοι υπεύθυνοι, τα 150 δισ. δολάρια που έχουν επενδυθεί μέσω του National Wealth Fund, που αντιστοιχεί στο 9,2% του ΑΕΠ, είναι αρκετά για να χρηματοδοτήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα, εάν οι τιμές πέσουν στα 25-30 δολάρια το βαρέλι για περίοδο 6 με 10 έτη.

Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι όλα τα παραπάνω σηματοδοτούν νέες πράξεις στο σκηνικό του γεωπολιτικού πολέμου που εδώ και αρκετό διάστημα εκτυλίσσεται στον πλανήτη.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!