Οι μετατοπίσεις και η εθνική ενότητα

 

Έχει πολλές φορές τονιστεί ότι η πολιτική πραγματικότητα, ειδικά όπως διαμορφώνεται στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα, είναι πολύπλοκη και αντιφατική. Οι προσπάθειες να διαβαστεί με εύκολους τρόπους και «καθαρά» σχήματα, συνήθως αποτυχαίνουν και οδηγούν είτε σε αφηγήσεις που δεν την συλλαμβάνουν, είτε σε στάσεις που εναλλάσσονται διαρκώς και χωρίς ισορροπία μεταξύ πρόσκαιρων «πανηγυρικών» επαληθεύσεων και διαψεύσεων.

Μια βδομάδα πριν από τη συμφωνία στο Eurogroup και κάπως «εκτός κλίματος», αφού στην ειδησεογραφία κυριαρχούσε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, η άρνηση της κυβέρνησης να συναινέσει στις έξωθεν πιέσεις, γράφονταν στο Δρόμο της Αριστεράς: «Το μήνυμα του “όχι”, σε πολιτικό επίπεδο, συνυπάρχει με ένα μεγάλων διαστάσεων στρογγύλεμα σε θέσεις, στόχους, προγραμματικό ορίζοντα. Διαδικασία που έχει ξεκινήσει ήδη από την επαύριο των διπλών εκλογών του 2012 και επιταχύνθηκε μετά τις πρόσφατες Ευρωεκλογές. Η “διακυβέρνηση” και η “διαπραγμάτευση” οξύνουν στο έπακρο αυτή τη διαδικασία» και διατυπώνονταν το ερώτημα: «Πώς και πόσο μπορεί να συνυπάρξει το “πολιτικό όχι” με τις διαρκείς προγραμματικές υποχωρήσεις και το ψαλίδισμα στόχων σε όλα τα πεδία;».

Σήμερα, λίγες βδομάδες ήδη μετά τη μεταβατική συμφωνία, η αντίθεση αυτή παραμένει ενεργή. Δεν σημαίνει αυτό, όμως, ότι οι εξελίξεις δεν έχουν πρόσημο και δεν διαφαίνονται οι βασικές τους τάσεις. Τόσο οι ανάγκες της διαπραγμάτευσης, όσο και αυτές της διακυβέρνησης, δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την εξέλιξη. Στο ένα μέτωπο, η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου είναι φανερό πλέον σε όλους ότι έφερε τη χώρα μπροστά σε ένα συμβιβασμό παράτασης του μνημονιακού καθεστώτος. Στο άλλο, αυτό της εσωτερικής πολιτικής, η έλλειψη σχεδίου συνολικής ανασυγκρότησης με υποκείμενο πολύ ευρύτερο από ένα κυβερνητικό επιτελείο, οδηγεί σε διαρκείς παλινδρομήσεις, ασάφειες, προστριβές και υποχωρήσεις σε μια σειρά τομείς.

Έτσι, από το έδαφος της προεκλογικής ρητορικής, προσγειωνόμαστε σε αυτό της σκληρής πραγματικότητας που αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ούτε σχετικά εύκολη διαπραγμάτευση σε ευνοϊκό ευρωπαϊκό περιβάλλον, ούτε και διέξοδος χωρίς ιεραρχήσεις και συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στο «εσωτερικό μέτωπο». Το πολυσυζητημένο «κέρδισμα χρόνου» μετατρέπεται εύκολα και σε «χάσιμο χρόνου», δηλαδή φθορά και σύρσιμο από τα καθημερινά δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, όσο δεν διαφαίνεται μια προοπτική πέρα από τη «δημιουργική ασάφεια».

Είναι φανερό ότι διέξοδος αναζητείται στο πολιτικό πεδίο. Αυτό φαίνεται να συνειδητοποιείται και από την κυβέρνηση που προσπαθεί να ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία, προκειμένου να μην κυριαρχηθεί πλήρως η «ατζέντα» από τα παρελκόμενα του «έντιμου συμβιβασμού». Αυτό δείχνει και το παράδειγμα των γερμανικών αποζημιώσεων που προκαλεί αντιδράσεις σε εξωτερικό και εσωτερικό. Αλλά και το άνοιγμα ζητημάτων που σχετίζονται με την πολιτική-οικονομική διαφθορά, στο οποίο είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, η κυβερνητική πλειοψηφία.

Την ίδια στιγμή, το πολιτικό σκηνικό έχει τη δική του δυναμική που δεν καθορίζεται μόνο από προθέσεις και διακηρυγμένους στόχους. Η κυβερνητική πολιτική φαίνεται να αποκτά συγκεκριμένα όρια, στο επίπεδο τόσο της διακυβέρνησης όσο και της διαπραγμάτευσης. Κυριαρχεί η «υπεύθυνη πολιτική», βασισμένη στη συνέχεια του κράτους και τον σεβασμό των συμφωνιών που έχουν γίνει εντός και εκτός συνόρων. Αυτές οι εξελίξεις έχουν άμεσο αντίκτυπο και στον πολιτικό χάρτη. Όσο αμβλύνονται οι διαφορές και χάνονται τα «αντιμνημονιακά» σύνορα, τόσο θα επανέρχονται οι πιέσεις ευθυγράμμισης στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος.

Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ωθείται προς δύο κατευθύνσεις που δεν αποκλείουν αναγκαστικά η μία την άλλη. Η μία είναι αυτή μιας κεντροαριστερής συσπείρωσης, στο πλαίσιο ενός νέου διπολισμού (ίσως το παράδειγμα της Ελιάς στην Ιταλία να μην είναι πολύ άστοχο, ούτε και οι συνεχείς πιέσεις για απομόνωση των «ακραίων» φωνών στο ΣΥΡΙΖΑ τόσο τυχαίες). Η δεύτερη είναι αυτή ευρύτερων «εθνικών συγκλίσεων», πέρα από τους διαχωρισμούς Αριστεράς-Δεξιάς, όσο τα προβλήματα θα οξύνονται και οι λύσεις θα μοιάζει να μην επηρεάζονται από χρώματα και ιδεολογίες.

Το παράδοξο είναι ότι πραγματική διέξοδος θα σήμαινε πράγματι υπερβάσεις, αλλά στο κοινωνικό σώμα και όχι στη Βουλή. Τέτοια στοιχεία, άλλωστε, είχε τόσο η αντιμνημονιακή ενότητα από το 2010, όσο και η στήριξη μιας εθνικής προσπάθειας απέναντι στους δανειστές που κατέγραψαν ποσοστά της τάξης του 70% και 80% στην ελληνική κοινωνία. Αυτού του είδους η εθνική ενότητα έχει σαφή οριοθέτηση με το παλιό πολιτικό προσωπικό και απαιτεί ρήξη με τις παθογένειες του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ πήγασε από τις λαϊκές προσδοκίες μιας ουσιαστικής αλλαγής. Αυτές τον δεσμεύουν, σε ένα βαθμό, και σήμερα. Η οριστική διάψευσή τους θα σήμαινε ολική επαναφορά του «Κανένα» με άγνωστη μορφή και πρόσημο. Η μία ή η άλλη εξέλιξη δεν επαφίεται μόνο στην αυθόρμητη φορά των πραγμάτων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!