Με αφορμή τη Βίλα Αμαλίας και το κτίριο Σκαραμαγκά. Της Έλενας Πατρικίου

«Είναι χώροι οι οποίοι γίνονται μαθήματα, γίνονται προβολές, είναι πραγματικά πολιτιστικά κέντρα και μπορώ να καταλάβω την αντίδρασή τους γιατί είναι συντηρητικοί, είναι το μυαλό τους στην εμπορευματοποίηση και δεν μπορούν να καταλάβουν τί συμβαίνει μ’ αυτά…»
(Βαγγέλης Διαμαντόπουλος, βουλευτής Καστοριάς του ΣΥΡΙΖΑ,
για τη Βίλα Αμαλίας)

«Ήταν ιδιαίτερα απαράδεκτο σε σχέση με την μνήμη της Μαρίας Κάλλας αλλά αποτελούσε και αποτελεί προσβολή στο ελληνικό πολιτιστικό πρότυπο»
(Νίκος Δένδιας, Βουλευτής Κέρκυρας της Ν.Δ.,
 υπουργός Δημόσιας Τάξης, για την κατάληψη Σκαραμαγκά)

Υποβαλλόμενες σε στοιχειώδη λογικό και, κυρίως, «πολιτιστικό» έλεγχο, οι δύο αντιπαρατιθέμενες δηλώσεις αποδεικνύονται εξίσου κενές. Γιατί και οι δύο παραπέμπουν σε ιδεολογικές κατασκευές, προσπαθούν να ερεθίσουν συναισθηματικά το κοινό τους επικαλούμενες φαντασιακές καταγωγικές αναφορές, και παραβιάζουν κατάφωρα την αλήθεια.
Ο έλεγχος της δεύτερης είναι εύκολος, διότι δεν μας πονάει το ψεύδος της. Η πολυκατοικία Παπαλεονάρδου στέγασε προπολεμικά την οικογένεια Καλογεροπούλου, αυτό βεβαίως δεν την καθιστά «σπίτι της Μαρίας Κάλλας». Το από δεκαετίες εγκαταλελειμμένο κτίριο δεν έχει στοιχειωθεί από το Φάντασμα της Όπερας, αλλά από το φάσμα της μελλοντικής κατεδάφισης και αξιοποίησης.
Όποια δυτικότροπη και μεγαλοπιασμένη επτανησιακή φαντασίωση κι αν επικαλεστεί ο κύριος Δένδιας, εκ της κερκυραϊκής καταγωγής του ορμώμενος και εκ της ιταλικής μελοδραματικής επίδρασης εμφορούμενος, δεν μπορεί να αλλάξει την ιστορική και πολιτιστική νεοελληνική πραγματικότητα. Το οθωνικό κρατίδιο ξόδεψε περισσότερα για την μετάκληση ιταλικών θιάσων όπερας απ’ ό,τι για την αγροτική οικονομία και το μεταπολιτευτικό κράτος λειτούργησε ως γενναιόδωρος Μαικήνας χρηματοδοτώντας δαψιλώς τα οπερετικά οράματα του λαμπρακικού Μεγάρου – η θλιβερή αλήθεια όμως είναι πως η μουσική, είτε στην δυτικότροπη είτε στην καθ’ ημάς ανατολίζουσα εκδοχή της, είτε ως ζακυνθινή καντάδα είτε ως λαγγεμένος σμυρνιώτικος αμανές, είτε ως επική ηπειρώτικη πολυφωνία είτε ως λυρική κερκυραϊκή μονωδία, υπήρξε τόσο παραμελημένη από την επίσημη πολιτεία όσο και όλες οι άλλες τέχνες. Εξού η βιαστική και οριστική αναχώρηση της Μαρίας Κάλλας από τα πάτρια εδάφη, εξού η αναγκαστική εξορία του Δημήτρη Μητρόπουλου, εξού η μίζερη και θλιβερή εν Αθήναις ζωή του Νίκου Σκαλκώτα, εξού η μαύρη πέτρα που έριξαν πίσω τους πλήθος λυρικών καλλιτεχνών με λαμπρές ή λιγότερο λαμπρές, αδιάφορο, εν Εσπερία σταδιοδρομίες.
Η κατάληψη του κτιρίου Σκαραμαγκά δεν προσβάλλει επομένως τη μνήμη της Μαρίας Κάλλας, τουλάχιστον όχι τόσο όσο την προσβάλλει η παραδοσιακή και πάγια στάση της ελληνικής πολιτείας και των δεξιών και κεντροδεξιών κυβερνήσεών της. Αλλά πόσο κομψή ακούγεται στα αυτιά του κοινού που προσπαθεί να χαϊδέψει ο Σιόρ Δένδιας η επίκληση του κομψού και μελίρρυτου ονόματος της τραγικής Ντίβας των πολλών οκτάβων και των πολυεκατομυριούχων θαυμαστών.
Η κατάληψη όμως, με τα παρεπόμενα καδρόνια, μπουκάλια (τα γκαζάκια πού χάθηκαν;) και όλη την εργαστηριακή εξάσκηση στην «ανομία», προσβάλλει κατάφωρα το «ελληνικό πολιτιστικό πρότυπο». Το πολιτιστικό πρότυπο της αντιπαροχής, της ρεμούλας και της εργολαβίας, της εγκατάλειψης των μνημείων και της προσφυγής στη μπουλντόζα της αξιοποίησης και της σπέκουλας. Ο Σιόρ Νιόνιος της Προστασίας του Πολίτη προσπαθεί να επικαλεστεί έναν πολιτισμό που, από την εποχή της πολιτικής μετεμφυλιακής νομιμοποίησης του ενδόξου μαυραγοριτισμού, δεν είναι απλώς έωλος, είναι κυρίως κατάπτυστος. Με αφορμή τη Βίλα Αμαλίας, θα μπορούσε να θυμηθεί, δια του Ιωάννου Ράλλη και των κατοχικών σχέσεών του με την Ελένη Παπαδάκη, και την προσβολή της μνήμης της υπό των κομμουνιστών σφαγιασθείσης τραγωδού. Αλλά το πολιτιστικό του πρότυπο δεν πάει καν λίγο πιο μακριά από τα όσα θυμούνται και χαίρονται τα δελτία των 8:30. Ας αφήσει λοιπόν τον μακαριστό παπαδοπουλικό, ου μην αλλά και πρωτοκαραμανλικό (και κανελλοπουλικό και τσατσικό…) ελληνικό πολιτισμό στην διαρπαγή και την λεηλασία των εργολάβων και στους τσιριχτούς πομφόλυγες του Γεωργιάδη. Οι πολιτικές επιλογές δεν χρειάζονται πάντα πολιτιστικά προσχήματα (όπως θα πρέπει, στην επόμενη συνέχεια αυτού του άρθρου να εξηγήσουμε και στον σύντροφο Διαμαντόπουλο).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!