Αρχική πολιτική Πέραν του κυβερνητισμού και του διεκδικητισμού

Πέραν του κυβερνητισμού και του διεκδικητισμού

Ένα από τα θέματα που ανοίγει αυτή την περίοδο ο Δρόμος της Αριστεράς αφορά το ζήτημα του υποκειμένου που θα φέρει μια μεγάλη πολιτική αλλαγή στη χώρα. Αρκεί μια κυβέρνηση για να οδηγήσει μπροστά τα πράγματα; Έχουν άλλο ρόλο οι πολίτες πέρα από αυτόν του ψηφοφόρου; Μετά τα δύο άρθρα με τίτλο Η κρισιμότητα της περιόδου και η παγίδα του κυβερνητισμού του Τ. Βαρούνη, ο Δρόμος δημοσιεύει σήμερα ένα άρθρο του Β. Ξυδιά, ενώ τη Δευτέρα οργάνωσε πολιτική εκδήλωση με ανάλογο περιεχόμενο στη Θεσσαλονίκη.

 

 

Πέραν του κυβερνητισμού και του διεκδικητισμού. Ζητούμενο η κοινωνικοπολιτική συμμετοχή και η αλλαγή οικονομικού μοντέλου

Του Βασίλη Ξυδιά

Όσο πιο ευκρινής καθίσταται η προοπτική εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο οξύτερα αναδύονται τα ερωτήματα για τα περιθώρια κινήσεων που θα έχει ή και για τις προθέσεις του. Απ’ τα πολλά κείμενα συντρόφων που επιχειρούν να φωτίσουν τα σχετικά ζητήματα, ξεχωρίζω το άρθρο του Τάσου Βαρούνη Η κρισιμότητα της περιόδου και η παγίδα του κυβερνητισμού που δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στον Δρόμο της Αριστεράς (φύλλα 1/2/2014 και 8/2/2014). Ο σ. Τάσος Βαρούνης θέτει πράγματι το κρίσιμο ζήτημα. Μπορεί η κυβέρνηση να είναι το «βασικό υποκείμενο των αλλαγών και των εξελίξεων»; Στα λόγια βέβαια όλοι θα πουν «όχι». Θα συμφωνήσουν πως είναι απαραίτητη η από τα κάτω συνδρομή του λαϊκού παράγοντα, είτε υπό την έννοια της μαζικής υποστήριξης των κυβερνητικών μέτρων, είτε υπό την έννοια του λαϊκού ελέγχου που θα θέτει τα όρια και τις κόκκινες γραμμές στην ηγεσία.

Εδώ ο σ. Τ.Β. παρουσιάζει μια διαφορετική άποψη περί λαϊκού κινήματος. Ξεκινώντας από την ανάγκη για ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου (κεντρική στρατηγική ιδέα της ΚΟΕ για την περίοδο) διαχωρίζεται και από τη δεξιά ρεαλιστική προσαρμογή στους μηχανισμούς του πολιτικού συστήματος αλλά και από την αριστερή επιμονή στο μαζικό διεκδικητισμό. Δεν μιλάμε ούτε για μια απλή «κυβερνητική πλειοψηφία», ούτε όμως και για «το κίνημα και τους αγώνες» (Μέρος Β΄).

Συνυπογράφοντας τα παραπάνω θα προχωρούσα τη σκέψη αυτή ακόμα παραπέρα, υποστηρίζοντας πως ενώπιον των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών δεν πρέπει να μιλάμε απλώς για λαϊκό κίνημα, αλλά για κοινωνία σε κίνηση. Το πρώτο παραπέμπει σε κόσμο στο δρόμο (με πανό κ.λπ.). Το δεύτερο υπονοεί καθολική αλλαγή στάσης τόσο σε συλλογικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, σε όλους τους τομείς της ζωής.

Τα κρίσιμα μέτωπα

Το στοίχημα θα κριθεί σε πολλά επίπεδα, αλλά δύο είναι τα κρίσιμα μέτωπα: Η κοινωνικοπολιτική συμμετοχή και η αλλαγή οικονομικού μοντέλου. Στην οικονομία το ζητούμενο είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Όμως, όπως όλα δείχνουν τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα. Και το ερώτημα είναι τι θα γίνει στη σχεδόν βέβαιη περίπτωση που η αριστερή διακυβέρνηση δεν θα καταστήσει δυνατή μια, έστω και περιορισμένη, επιστροφή στο μοντέλο της ευμάρειας των προηγουμένων δεκαετιών, αλλά θα αναγκαστεί να αποδεχθεί ένα πλαίσιο μακρόχρονης λιτότητας; Θα χρειαστεί να επινοήσουμε ένα άλλο οικονομικό μοντέλο με έμφαση στην παραγωγή και στην πραγματική οικονομία. Κι εδώ η ελληνική Αριστερά και η ελληνική κοινωνία θα κληθεί να υπερβεί τη γνωστή ώς τώρα νεοκεϊνσιανή λογική της φιλολαϊκής αναδιανομής, η οποία αποτελεί τον κοινό παρανομαστή και σημείο σύμπτωσης της δεξιάς διαχειριστικής εκδοχής του κυβερνητισμού και της «αριστερής» της παραλλαγής του διεκδικητισμού.

Το άλλο ζήτημα είναι η κοινωνική και πολιτική συμμετοχή. Το ζητούμενο εδώ είναι η εμβάθυνση και ουσιαστικοποίηση δημοκρατίας σ’ ένα ευρύ φάσμα θεσμών και διαδικασιών που ξεκινούν απ’ τη Διοίκηση και φτάνουν στο επίπεδο της πολιτειακής συγκρότησης και του Συντάγματος της χώρας. Προϋπόθεση, βέβαια, αυτού θα ήταν μια νέα λαϊκή ηθική κοινωνικής και πολιτικής συνευθύνης. Αυτό, όμως, θα έπρεπε να βασιστεί σε μια εναλλακτική πρόταση «ριζοσπαστικού πατριωτισμού», με εντελώς άλλη προσέγγιση του ζητήματος του έθνους, όπως και της πολιτικής συμμετοχής. Εδώ έχουμε μια ανάλογη δυσκολία στο βαθμό που η Αριστερά έχει μάθει να βλέπει το ζήτημα της δημοκρατίας, κυρίως αμυντικά (ως ζήτημα υπεράσπισης επιμέρους ατομικών ή συλλογικών δικαιωμάτων) και όχι επιθετικά (ως ζήτημα συμμετοχής). Κι εδώ κολλάμε στον άλλο μονόπαντο εγκλωβισμό της Αριστεράς στην κατ’ ουσίαν ατομικιστική φιλοσοφία του «πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού» κι ένα ακόμα πεδίο σύμπτωσης του «δεξιού» κυβερνητισμού με τον «αριστερό» διεκδικητισμό.

 

Η κεντρική πολιτική αντίφαση

Τα πράγματα δεν είναι απλά και γίνονται ακόμα πιο δύσκολα στο μέτρο που το πρόβλημα τίθεται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία, όπου η προοπτική της αριστερής κυβέρνησης έρχεται να υποστηριχτεί από μια κοινωνία πολιτικά ηττημένη και ιδεολογικά καθηλωμένη. Αυτή είναι η κεντρική πολιτική αντίφαση που οφείλει να επιλύσει, στην παρούσα πολιτική φάση, η Αριστερά. Αν δεν το κάνει θα αποτύχει, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει και για την ίδια και για τη χώρα.

Ένα απ’ τα κλειδιά είναι να δούμε το κίνημα ως ριζοσπαστικοποίηση της καθημερινότητας κι όχι κάτι έξω απ’ αυτή. Αυτό σημαίνει τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από ένα κίνημα διεκδικητικό που βασίζεται στην ηθική των «δικαιωμάτων» σε ένα κίνημα πολιτικής και κοινωνικής συμμετοχής που βασίζεται στην ηθική της «ευθύνης». Σε κάθε κοινωνικό και επαγγελματικό χώρο πρέπει να διαμορφωθούν, μικροί έστω, κινηματικοί πυρήνες θετικής-δημιουργικής παρέμβασης που θα επινοήσουν τρόπους και θα καλλιεργήσουν το ήθος της συμμετοχής και της ευθύνης. Κάπως έτσι καταλαβαίνω, όπως λέει και ο σ. Τ.Β., το λαϊκό κίνημα «όχι μονάχα σε ρόλο υποστήριξης μιας κυβέρνησης αλλά σε ρόλο υλοποίησης ενός προγράμματος».

Σχόλια

Exit mobile version