Ο επιμελητής του βιβλίου του David Bollier, Τα κοινά, μια σύντομη εισαγωγή μιλά στον Δρόμο για το «κοινωνείν» και το σύγχρονο όραμα της ανθρώπινης χειραφέτησης

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Τάσο Βαρούνη

 

Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Angelus Novus το βιβλίο Τα κοινά, μια σύντομη εισαγωγή. Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, ο αμερικάνος ερευνητής και ακτιβιστής David Bollier, «διατρέχει την ιστορία των Κοινών και αναδεικνύει το πολιτικό όραμα που προβάλλουν». Σε μια περίοδο «στρατηγικού πλουραλισμού», όπου κινήματα και εγχειρήματα, καταστροφές και σκιρτήματα ωθούν τη σκέψη να τα παρακολουθήσει, ο Δρόμος συζήτησε με τον Γιώργο Παπανικολάου, που είχε την επιστημονική επιμέλεια της έκδοσης. Ο Γιώργος Παπανικολάου είναι λέκτορας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και συνεργάτης του p2p Foundation.

 

Περί τίνος πρόκειται λοιπόν όταν μιλάμε για τα Κοινά;

Κλείστε για λίγο τα μάτια και αναλογιστείτε όλα αυτά που παράγουμε και αναπαράγουμε, ή που κληρονομήσαμε σαν ανθρώπινες κοινωνίες από κοινού και έχουμε την ηθική υποχρέωση να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Σκεφτείτε τη γλώσσα μας, το ημερολόγιο, το αλφάβητο, τις θρησκείες, τις επιστήμες και την τεχνογνωσία, τους ηθικούς κανόνες και τους άγραφους κώδικες συμπεριφοράς. Τις κοινόχρηστες υποδομές όπως οι δρόμοι οι πλατείες και τα πάρκα μας, αλλά και φυσικούς πόρους που διαχειριζόμαστε και μοιραζόμαστε από κοινού από τις καταβολές του ανθρώπινου είδους, όπως το νερό, τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια από τις οποίες σε πολλές περιοχές του πλανήτη, ακόμα και στις μέρες μας, δισεκατομμύρια άνθρωποι εξασφαλίζουν τους απαραίτητους πόρους για την επιβίωσή τους. Σκεφτείτε ακόμα τα ψηφιακά κοινά που μοιραζόμαστε μέσω του διαδικτύου όπως την Wikipedia και το ελεύθερο λογισμικό.

 

Όπως περιγράφεται στην εισαγωγή του βιβλίου, η έννοια του Κοινού δεν αφορά απλά ένα πράγμα ή έναν πόρο αλλά ένα «ενιαίο πακέτο». Τι περιλαμβάνει αυτό;

Έχετε δίκιο. Τα κοινά δεν είναι πόροι. Η έννοια του κοινού περιλαμβάνει την διαλεκτική ενότητα των πόρων, της ανθρώπινης κοινότητας και των ανθρώπινων πρακτικών, αν θέλετε πρωτοκόλλων, με τα οποία η κοινότητα διαχειρίζεται τους πόρους με συλλογικό τρόπο. Στα ελληνικά διαθέτουμε ένα όμορφο απαρέμφατο που μπορεί να περιγράψει την ανθρώπινη δραστηριότητα που παράγει και αναπαράγει τα κοινά, το «κοινωνείν». Το «κοινωνείν», λοιπόν, αποτελεί τον πυρήνα του κοινού, όχι ο πόρος. Δίνοντας όμως την ιδεολογική μάχη για την διεκδίκηση του περιεχομένου της λέξης του κοινού θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι από τη δική μας σκοπιά το «κοινωνείν» θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συλλογικότητα, δικαιοσύνη, βιωσιμότητα και αειφορία. Αυτές οι τελευταίες πινελιές είναι απαραίτητες για να διαχωρίσουμε τη θέση μας από προνεωτερικά κοινά, η νοσταλγική αναπόληση των οποίων δεν είναι στις προθέσεις μας.

 

Και πώς παράγονται τα Κοινά;

Μια διαδεδομένη άποψη, ειδικότερα στο ελληνικό κίνημα, βλέπει την παραγωγή του κοινού σαν μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα αμιγώς από τα κάτω, σαν μια διαδικασία αυτοθέσμισης με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Παρ’ όλο που αυτό μπορεί κάποιες φορές να ισχύει, συνήθως αφορά κοινά μικρής κλίμακας που συχνά δεν αποδεικνύονται βιώσιμα στο χρόνο. Η βιωσιμότητα απαιτεί κάποιο τρόπο αμοιβαίας προσαρμογής με την αγορά και το κράτος, γι’ αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις τα κοινά που αντέχουν στον χρόνο είναι αυτό που θα λέγαμε «υβριδικά». Μια δεύτερη άποψη θεωρεί ότι τα κοινά μπορούν να θεσμοθετηθούν από τα «πάνω». Χωρίς να αρνιέμαι ότι η κρατική εξουσία μπορεί να διαμορφώνει ένα λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάπτυξη του «κοινωνείν», θεωρώ την άποψη αυτή εξίσου απλουστευτική. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα, ποικιλόμορφα αλλά και συγκεκριμένα. Το νομοθετικό πλαίσιο, οι σχέσεις εξουσίας, τα οικονομικά συμφέροντα, η ηθική, ο πολιτισμός και οι παραδόσεις της κοινότητας, η φύση του πόρου, η τεχνολογία αλλά και η κατάλληλη ηγεσία είναι μερικοί από τους παράγοντες που συντελούν. Συνήθως το πρώτο βήμα είναι η έκφραση της θέλησης της κοινότητας να διαχειριστεί τον πόρο σαν κοινό.

 

Συχνά χρησιμοποιείται ο όρος «ομότιμη παραγωγή». Πώς σχετίζεται αυτή με τα Κοινά;

Αυτή είναι κατά την γνώμη μου η σημαντικότερη διάσταση στην διαδικασία παραγωγής των σύγχρονων κοινών. Στην ομότιμη παραγωγή, η εργασία αποτελεί ελεύθερη επιλογή των συνεταιρισμένων παραγωγών, δεν πραγματοποιείται για τον μισθό και δεν οδηγεί στην παραγωγή εμπορευμάτων αλλά αξιών χρήσης που μπορούν να διαμοιραστούν σε παγκόσμια κλίμακα. Μάλιστα η απόδοση της αυξάνει όσο αυξάνεται το πλήθος των συμμετεχόντων. Αν η σχέση της μισθωτής εργασίας αναπαράγει και συσσωρεύει το κεφάλαιο, οι ομότιμες παραγωγικές σχέσεις αναπαράγουν και συσσωρεύουν τα κοινά. Πρόκειται για την πραγματοποίηση της γνωστής ρήσης του Μαρξ, «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».

 

Αυτό μοιάζει ν’ ανοίγει μια ευρύτερη κουβέντα για τη φύση και το χαρακτήρα της εργασίας και της αξίας, τόσο γενικά, όσο κι από τη σκοπιά μιας χειραφετητικής προοπτικής.

Έτσι είναι. Είναι διαφορετική η διάσταση της εργασίας στον κόσμο των κοινών. Δεν γίνεται για την αγορά αλλά σαν συνεισφορά στην κοινότητα ή ως συνδυασμός εισφοράς και υποχρέωσης στην κοινότητα για τα δώρα που λαμβάνει το άτομο απ’ αυτήν. Έξω δηλαδή από το νόμο της αξίας, χρειαζόμαστε νέους δείκτες και πιο ποιοτικά στοιχεία για να αξιολογήσουμε τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής. Με έμφαση στις αξίες χρήσης. Ακόμα και η αριστερά δεν μπόρεσε να διαχωριστεί από τη σχέση κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας. Δεν μπόρεσε να δει πέρα απ’ αυτή. Προσπαθώντας να υπερασπίσει τα συμφέροντα της εργασίας, παρέμεινε εγκλωβισμένη στην αναπαραγωγή ενός τρόπου που κυριαρχούνταν από την αγορά.

 

Σε πολλά σημεία του βιβλίου δίνεται έμφαση στις κοινωνικές σχέσεις και ταυτότητες που συγκροτούν τα κοινά. Η οπτική των κοινών ορίζει μια κριτική στάση απέναντι στον φιλελευθερισμό, την ατομική ιδιοκτησία και το ατομικό δικαίωμα;

Οι φιλελεύθεροι θεωρούν το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας φυσικό ή περίπου θεόσταλτο. Η ανθρωπολογική και ιστορική έρευνα έχει αποδείξει ότι το εύρος των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας διαφέρει από τον ένα πολιτισμό στον άλλο, ενώ στην πραγματικότητα σε κάθε πολιτισμό συνυπάρχουν ταυτόχρονα διαφορετικά είδη ιδιοκτησίας. Η έννοια της ιδιοκτησίας εμπερικλείει τελικά πολλά διαφορετικά δικαιώματα που εξαρτώνται από τη φύση του πράγματος και τον πολιτισμό της κοινότητας, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα να μεταβιβάσεις, να κληρονομήσεις, να υποθηκεύσεις, να καταναλώσεις ή να χρησιμοποιήσεις, να αποκλείσεις τους άλλους από όλες ή εκλεκτικά από κάποιες χρήσεις κ.ό.κ. Το πώς χειριζόμαστε ειδικά αυτά τα δικαιώματα αλλάζει πολύ τον τύπο των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνουμε. Η διεκδίκηση απόλυτων δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας –η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη τζιχάντ– είναι μια φαντασίωση που όταν πραγματώνεται αποδεικνύεται επικίνδυνη για την κοινωνία. Οι φιλελεύθεροι τείνουν να βλέπουν μόνο πώς η ατομική ιδιοκτησία προάγει την ατομική ελευθερία και όχι πώς την περιορίζει.

 

Ενώ η σχέση των Κοινών με την ιδιοκτησία;

Τα κοινά δεν αποτελούν το αντίθετο της ιδιοκτησίας, δεν αποτελούν «μη ιδιοκτησία». Δεν έχουν να κάνουν τόσο με την κυριότητα όσο με την επιστασία. Πολλούς πόρους τους διαχειριζόμαστε πολύ πιο αποτελεσματικά συχνά έξω από το καθεστώς ιδιοκτησίας, για παράδειγμα μέσω πολιτιστικών πρακτικών, παραδόσεων ή άγραφων κανόνων. Ένα πολύ οικείο στους παππούδες μας παράδειγμα είναι τα συστήματα άρδευσης και δημόσιας ύδρευσης σε πολλά ελληνικά χωριά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το νερό μοιραζόταν ανάμεσα στους κλήρους, τα συστήματα ήταν συμπεριληπτικά και η συσσωρευμένη τοπική εμπειρία επέτρεπε την αποτελεσματική διαχείριση του νερού σε αρμονία με τις τοπικές συνθήκες και τη διαθεσιμότητά του. Στη σφαίρα των κοινών, η παραγωγή, η αναπαραγωγή και ο διαμοιρασμός των πόρων γίνεται με τους όρους ενός κοινωνικού συμβολαίου που ενσωματώνει τις παραδόσεις, την ηθική και τον πολιτισμό της κοινότητας. Προϋποθέτει τη συμβολή όλων και τον σεβασμό στους κανόνες που είναι ηθικά νομιμοποιημένοι. Δεν χρειάζεται να κατέχεις ιδιοκτησία για να συμμετέχεις. Οι περιορισμοί και τα δικαιώματά σου εγγράφονται σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Αντίθετα, προϋπόθεση συμμετοχής στις αγορές είναι η ατομική ιδιοκτησία. Πρέπει να κατέχεις κάτι για να το ανταλλάξεις. Οι αγορές τείνουν να αποκλείουν, φυσικά του φτωχότερους, ενώ τα κοινά είναι συμπεριληπτικά. Οι αγορές έχουν σαν αφετηρία τους τη σπάνη, την αντίληψη ότι όλοι οι πόροι είναι περιορισμένοι και κάποιοι τελικά θα πρέπει να αποκλείονται. Τα κοινά ξεκινούν με την αντίληψη της αφθονίας. Ακόμα και για τα αγαθά που είναι περιορισμένα, αναζητούν έναν κοινωνικά δίκαιο τρόπο ώστε να είναι αρκετά για όλους. Περιφράσσοντας τα κοινά με τις ιδιωτικοποιήσεις δεν μεταβάλεις απλώς την νομική υπόσταση κάποιων πραγμάτων αλλά καταστρέφεις τις κοινωνικές σχέσεις που συνιστούν το «κοινωνείν».

 

Να σκεφτούμε δηλαδή πέρα από τον «homo economicus»;

Ο homo economicus είναι μια ιδεολογική κατασκευή των ισχυρών που στερείται οποιασδήποτε επιστημονικής βάσης και δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Οι φιλελεύθεροι έχουν υποβιβάσει την ανθρώπινη υπόσταση, ανάγοντάς την σε άτομα που συμπεριφέρονται με ιδιοτέλεια και μοναδικό σκοπό να μεγιστοποιήσουν τα υλικά αγαθά που κατέχουν. Αλήθεια, τι έχουν να πουν για τον έρωτα, την αγάπη, τη συμπόνια, τον αλτρουισμό και τόσα άλλα ανθρώπινα που κάνουν το είδος μας συναρπαστικό; Πραγματικά τίποτα. Οι κοινωνοί βρίσκονται στον οντολογικό αντίποδα. Αναγνωρίζουν το σύνολο της συνθετότητας της ανθρώπινης υπόστασης και δεν επιδιώκουν φτηνούς αναγωγισμούς προκειμένου να υποστηρίξουν τις ιδεοληψίες τους.

 

Τα Κοινά αποτελούν μια άλλη στρατηγική σε σχέση με την κλασσική πολιτική δράση;

Οι κοινωνοί προσπαθούν να πορευτούν πέρα από τις αντιστάσεις και να οικοδομήσουν τον κόσμο του αύριο στο σήμερα. Απ’ αυτή την άποψη, οι κοινωνοί είναι αντικαπιταλιστές αλλά όχι με την στενή αμυντική έννοια της αντίστασης – απλής αντίθεσης. Προσπαθούν να απαντούν στα προβλήματα όχι απλώς με την καταγγελία τους, αλλά με την οικοδόμηση βιώσιμων εναλλακτικών. Αυτή η πρακτική εμπλοκή με το πρόβλημα στο σήμερα, και όχι σε μελλοντικό χρόνο, αποτελεί τυπικό οντολογικό χαρακτηριστικό τους. Με αυτή την έννοια αντιλαμβάνονται την πολιτική δράση με μεγαλύτερη ευρύτητα από την ξεπερασμένη αντίληψη ότι αρκεί κανείς να καταλάβει την κρατική μηχανή για να επιβάλει την θέλησή του και να μετασχηματίσει την κοινωνία σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του. Το χειραφετητικό όραμα περνάει μέσα από την πράξη του μετασχηματισμού του τρόπου που κάνουμε τα πράγματα, της εγκαθίδρυσης του «κοινωνείν» και η συσσώρευση αυτών των πρακτικών γεννά την υλική δύναμη που στην συνέχεια επεκτείνεται στην σφαίρα της ιδεολογίας, εκπροσωπείται και εγγράφεται στον πολιτικό αγώνα. Δεν πρόκειται για μια αντίληψη απόρριψης κλασσικών πολιτικών εργαλείων δράσης, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες, αλλά για μια αντίληψη πέρα απ’ αυτές: την οικοδόμηση ενεργών κοινωνικών σχέσεων και εναλλακτικών που τιμούν τις αξίες των κοινών σε όλη τη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής και την εμπλοκή περισσότερων ανθρώπων με πρακτικό τρόπο στις διαδικασίες αυτές, που μεταβάλουν ριζικά τις συνειδήσεις και ταυτόχρονα δημιουργούν την υλική υποστηρικτική βάση που είναι απαραίτητη για να επικρατήσεις την στιγμή της αναπόφευκτης σύγκρουσης με τις ελίτ.

 

Σήμερα έχουν δημιουργηθεί αρκετά συνεταιριστικά εγχειρήματα. Αλλά και ιστορικά το συνεταιριστικό κίνημα έπαιζε κάποιο ρόλο, είχε ένα ειδικό βάρος στην κοινωνία, έδινε ένα στίγμα. Είμαστε εντός της ίδιας συζήτησης όταν αναφερόμαστε στα Κοινά;

Και ναι και όχι. Ο συνεταιρισμός αποτελεί κοινό «μέσα» αλλά όχι «απ’ έξω». Δηλαδή, οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί μοιράζονται με βάση κανόνες, άρα είναι φιλικοί στην αντίληψη του κοινού. Έχει όμως σημασία το πρόταγμα τους: Είναι η μεγιστοποίηση του οφέλους των μελών τους ή το γενικό καλό; Η λογική των Κοινών είναι το κέρδος να ξαναγυρνά στο σύνολο της κοινωνίας. Τα Αμπελάκια ήταν μια τέτοια μορφή συνεταιρισμού. Συμπεριληπτικού. Δεν κοίταζε να γεμίσει τις τσέπες των μεμονωμένων που συμμετείχαν με εισοδήματα και προσόδους αλλά νοιαζόταν για την προκοπή του συνόλου της κοινότητας.

 

Στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης μπορούμε να υπερασπιστούμε ως κοινό ακόμα και την εθνική μας υπόσταση με τα διάφορα πολιτισμικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.ά. χαρακτηριστικά που συμπεριλαμβάνει;

Το έθνος αποτελεί ένα κοινό. Με όρος πολιτισμού, γλώσσας αλλά και εδαφικότητας για την οποία δεν μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι. Οι αποφάσεις οφείλουν να λαμβάνονται «πλησίον» των ανθρώπων και όχι σε απόμακρα κέντρα εξουσίας. Προσωπικά δεν μπορώ να φανταστώ την ανάπτυξη των κοινών χωρίς τον κατακερματισμό της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Αυτό επ’ ουδενί δε σημαίνει ότι δεν σκεφτόμαστε οικουμενικά, αλλά ότι το οικουμενικό μας όραμα το βρίσκουμε μέσα από τη διαφορετικότητα. Σήμερα, εξαφανίζεται κάθε ιδιαιτερότητα, πράγμα ενάντια στην ανθρώπινη φύση αλλά και τη φύση των κοινωνιών.

 

Η προοπτική των Κοινών είναι περισσότερο κοινωνικοποίηση παρά κρατική διαχείριση

 

Ως προς τι διαφέρει το «κοινό» από το «δημόσιο»;

Η σύντομη απάντηση είναι ότι το κοινό είναι μέρος αυτού του ευρύτερου χώρου που ονομάζουμε Δημόσιο. Εδώ όμως υπάρχουν διάφορες ερμηνείες. Μία μπορεί να είναι ότι το Δημόσιο είναι αυτό το οποίο είναι τσάμπα ή ελεύθερο. Άλλη, ότι τα δημόσια αγαθά είναι αγαθά στα οποία δεν μπορούν να λειτουργήσουν οι αγορές επειδή είναι δύσκολο να αποκλειστούν κάποιοι πολίτες, όπως για παράδειγμα σε ορισμένες περιπτώσεις υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας. Μια άλλη προσέγγιση είναι ότι δημόσιο είναι αυτό που δεν είναι ατομική ιδιοκτησία ή που δεν ανήκει τυπικά σε κανένα, δηλαδή βλέπει μια ιδιοκτησιακή διάσταση στην έννοια του δημοσίου. Θα έλεγα ότι η έννοια του Δημοσίου έχει πολλούς «δημόσιους τομείς». Ένας τομέας απ’ αυτούς είναι το κοινό. Στο κοινό λοιπόν το χαρακτηριστικότερο σημείο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να επιβάλει στον άλλον τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσει τον πόρο, βασισμένος σε σχέσεις ασυμμετρίας δύναμης, όπως για παράδειγμα αυτές που ορίζουν τα απόλυτα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Η διαχείριση του πόρου πραγματοποιείται μέσα σε κοινωνικά πλαίσια στην διαμόρφωση των οποίων συμμετέχουν ενεργά τα μέλη της κοινότητας.

 

Άρα μάλλον δεν είναι αδιάφορο – ειδικά στην τωρινή περίοδο που τα πάντα εκποιούνται – το δίλημμα «ιδιωτικό ή δημόσιο».

Σε καμιά περίπτωση. Είναι απολύτως πραγματικό γιατί η αλλαγή των νομικών σχέσεων όπως μπορεί να συμβαίνει μέσα από τις διαδικασίες της ιδιωτικοποίησης, σημαίνει ότι αποδεχόμαστε και παραδίνουμε πλήρως αυτό το κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας ή αυτούς τους πόρους στις δυνάμεις της αγοράς, άρα τους βάζουμε στο πλαίσιο της ασυμμετρίας δύναμης που δημιουργεί η ατομική ιδιοκτησία. Μέσα στην αγορά, αυτός που είναι ο πιο πλούσιος είναι αυτός που έχει περισσότερη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και να ξεδιπλώσει το δικό του σχέδιο. Ακόμα και αν το κράτος δεν λειτουργεί με τον αποτελεσματικό τρόπο που θα θέλαμε προς όφελος του συνόλου, ακόμα και τότε οι δυνατότητες παρέμβασης όταν ιδιοκτησιακά ένας πόρος είναι υπό δημόσιο έλεγχο, είναι μεγαλύτερες, πιο ευνοϊκές, με την έννοια ότι μπορεί να παίξει ρόλο η δημοκρατία ή οι διάφοροι θεσμοί τους οποίους ο πολίτης ίσως έχει μια μεγαλύτερη ευκαιρία να επηρεάσει. Μ’ αυτή την έννοια, η πάλη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση είναι πάλη η οποία βρίσκεται στην κατεύθυνση του κινήματος των Κοινών, ωστόσο δε πρέπει να σταματάει εκεί. Δηλαδή θα πρέπει να δούμε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να αλλάξουν στην κρατική διαχείριση, ούτως ώστε οι πόροι να γίνουν πραγματικά πόροι για όλους τους πολίτες, οι πολίτες να βρίσκονται πιο κοντά στη διαχείρισή τους, να συμμετέχουν πιο ενεργά στη λήψη των αποφάσεων. Η προοπτική των Κοινών είναι περισσότερο μια κατάσταση κοινωνικοποίησης παρά κρατικής διαχείρισης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!