Γράφει ο Άγγελος Καλογερόπουλος
«Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν καμμιὰ τελειωτικὴ λύση καὶ καμμιὰ εὐτυχία ποὺ νὰ μη διατρέχει κινδύνους. […] Αὐτὴ εἶναι ἡ «ἔσχατη πραγματικότητα», ὅπως τὴ συλλαμβάνει ἡ ἀξιολογικὰ ἐλεύθερη περιγραφικὴ θεωρία τῆς ἀπόφασης. […] Βρίσκω συγκλονιστικὸ καὶ συναρπαστικὸ τὸ ὅτι πάνω σ’αὐτὸν τὸν πλανήτη ἡ ὕλη ἢ ἡ ἐνέργεια -ὅπως θέλει κανεὶς- ἀπόκτησε συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της, ὅτι ὑπάρχουν ὄντα ποὺ ἐπιδιώκοντας νὰ διευρύνουν τὴν ἰσχύ τους παράγουν τὸ «πνεῦμα» σ’ ὅλη τὴν ποικιλία τῶν μορφῶν καὶ τῶν ἐκπληκτικῶν παιγνιδιῶν του καὶ ποὺ ἀλληλοεξοντώνονται ἐπικαλούμενα κατὰ προτίμηση ἄρθρα πίστεως καὶ θεωρίες. Ὡστόσο, τέτοιες παρατηρήσεις καὶ σκέψεις μποροῦν νὰ χαρίσουν ἀπολαύσεις μονάχα σὲ λεπτογεῦστες καὶ ἐπαΐοντες τοῦ περιθωρίου. Καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν ἀποτελοῦν πειθαναγκαστικὰ ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς αὐτοκτονίας ἀπὸ θλίψη.»
Ἰσχὺς καὶ ἀπόφαση, στιγμή ,1991,σ. 231-232
Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια κλείνει ο Π. Κονδύλης τὸ ἔργο του ποὺ συμπυκνώνει τὶς προσωπικές του φιλοσοφικές ἀπόψεις. «Ἡ δική μας περιγραφικὴ θεωρία τῆς ἀπόφασης δὲν δέχεται λοιπὸν οὔτε τὴν ἀπόφαση ὡς ὑπαρξιακὸ Δέον οὔτε τὴν καθηκοντολογικὴ σύνδεση τῶν ἀποφάσεων μὲ κάποιο Δέον δῆθεν ἀντικειμενικό». ( ὅ.π. σ. 13). Σταθερὴ πεποίθηση τοῦ Κονδύλη εἶναι πὼς οἱ φιλοσοφικὲς θεωρίες ἔχουν ἀξιώσεις ἰσχύος καὶ ἐπιλέγει μιὰ στάση ἀριστοκρατικῆς, μὲ τὴν πνευματικὴ σημασία τοῦ ὅρου, «ἀποχῆς». Μὲ μιὰ διεισδυτικὴ ματιὰ ἀναζητᾶ καὶ ἀναδεικνύει τὶς βασικὲς ἀφετηρίες καὶ τὰ στοιχειώδη κίνητρα τῆς ἀνθρώπινης πράξης ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἐπενδεδυμένα μὲ ὑψηλὲς πνευματικὲς ἀρχές. Τὸ «πνεῦμα» θέλει νὰ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῶν ἐνστικτωδῶν δομῶν, ἀλλὰ δὲν εἶναι παρὰ τὸ ὑποκατάστατό τους (ὅ.π. σ. 143) ἔτσι ἀκόμα κι ἂν οἱ θεμελιώδεις ἀποφάσεις μας στηρίζονται σὲ μιὰ πανηγυρικὴ ὁμολογία πίστεως στὸν ὀρθολογισμὸ παραμένουν κατὰ βάσιν ἀνορθολογικές. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ πίστη τῶν ὀρθολογιστῶν στὸν Λόγο ἔχει ἕναν ἀνορθολογικὸ (μὲ τὴ μυστικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου) χαρακτήρα. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀνορθολογικὲς πεποιθήσεις δὲν καταφέρνουν νὰ ἐξοβελίσουν τὸν λόγο. Ἑπομένως, συμπεραίνει κανείς, ἡ ἀντιπαλότητα ἰδεολογιῶν, θρησκειῶν, φιλοσοφικῶν θεωριῶν δὲν στηρίζεται στὴν ἀδυναμία μιᾶς οὐσιαστικῆς συμπτώσεως ὅσο στὶς διαφορετικὲς ἐπιδιώξεις ἰσχύος.
Η ἀντιπαλότητα ἰδεολογιῶν, θρησκειῶν, φιλοσοφικῶν θεωριῶν δὲν στηρίζεται στὴν ἀδυναμία μιᾶς οὐσιαστικῆς συμπτώσεως ὅσο στὶς διαφορετικὲς ἐπιδιώξεις ἰσχύος
Αὐτὴ ἡ ἀφετηρία τῆς ἐργασίας τοῦ Π.Κονδύλη τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντιμετωπίσει χωρὶς παραμορφωτικοὺς φακοὺς τὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ νεώτερου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ μὲ ἄξονες τὴν Μεταφυσική, τὴν Διαλεκτικὴ καὶ τὸν Διαφωτισμό. Καὶ μ’ αὐτὲς τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις κατάφερε νὰ ἀνατάμει τὴν παρακμὴ τοῦ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὴν σύγχρονη μαζικοδημοκρατικὴ κοινωνία, ἀναδεικνύοντας μὲ τόλμη πτυχὲς ποὺ ἄλλοι λόγω ἰδεοληπτικῶν ἀγκυλώσεων ἀρνοῦνται νὰ διακρίνουν καὶ νὰ παραδεχτοῦν.
Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὁ Κονδύλης ἀπασχόλησε περισσότερο τὸ ἑλληνικὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ μὲ τὶς θέσεις του ποὺ ἔχουν ἀμεσες πολιτικὲς προεκτάσεις παρὰ μὲ τὸ καθαρῶς φιλοσοφικό του ἔργο. Καὶ ἐξηγοῦμαι ἀμέσως.
O Κονδύλης σὲ μιὰ φιλοσοφικὴ στάση ἀριστοκρατικῆς «ἀποχῆς» ἀφοῦ ἀπέφυγε τὸν πειρασμὸ νὰ διατυπώσει μιὰ θεωρία καὶ νὰ ἀναζητήσει ὁπαδούς, ἢ νὰ διατυπώνει κάθε τόσο σωτήριες γιὰ τοὺς ὁπαδούς του γραμμές, δὲν ἐγκατέλειψε τὸ ένδιαφέρον του καὶ τὴ μέριμνά του τόσο γιὰ τὸν κόσμο ὅσο καὶ γιὰ τὸν τόπο του
Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 ἄρχισε νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἕναν σπουδαῖο διανοούμενο ποὺ διέπρεπε στὴν Γερμανία ἀλλὰ ἦταν ἄγνωστος στὴν Ἑλλάδα, ποὺ μιλοῦσε πολλὲς ξένες γλῶσσες καὶ ἐργαζόταν μὲ μιὰν ἄγνωστη στὸν ἐγχώριο πνευματικό κόσμο αὐτοπειθαρχία. Ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀναγνωστῶν τὸν γνώριζε ἀπὸ τὶς μεταφράσεις του (π.χ. Μακιαβέλι, Κασίρερ κλπ) στὶς ἐκδόσεις «Κάλβος», ἀπὸ μιὰ σύντομη ἀντιπαράθεση στὸ περιοδικὸ «Σημειώσεις» μὲ τὸν Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο (τη συζήτηση τη βρίσκει κανείς σήμερα στον τόμο Παναγιώτης Κονδύλης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος κ.ά., Παλιά και Νέα θεότητα. Μια συζήτηση για την ιδεολογία ανάμεσα στον Π. Κονδύλη και το περιοδικό «Σημειώσεις», ἐκδ. «ΕΡΑΣΜΟΣ»), ἐνῶ τὸ 1984 ἔχει κυκλοφορήσει «Ὁ Μὰρξ καὶ ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα» (Γνώση) καὶ ἀργότερα τὸ 1988, ὁ «Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός» (Θεμέλιο). Εἶχε ἤδη ξεκινήσει στὶς ἐκδόσεις Γνώση τὴ σειρὰ «Φιλοσοφικὴ καὶ Πολιτικὴ Βιβλιοθήκη» καὶ ἡ ἔκδοση Κὰρλ Μὰρξ – Φρ. Ἔνγκελς, «Ἡ Ἑλλάδα, ἡ Τουρκία καὶ τὸ Ἀνατολικὸ ζήτημα», (1985) προκάλεσε τὸ εὐρύτερο ἐνδιαφέρον ἐνῶ ἤδη ἀναγνωριζόταν ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῶν τίτλων κάλυπτε ἕνα σημαντικὸ βιβλιογραφικὸ κενὸ στὴ χώρα μας.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἀρχίζει νὰ μεταφράζει ὁ ἴδιος τὰ βιβλία του ἀπὸ τὰ γερμανικά, ἀρχίζει νὰ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του στὴν πνευματική μας ζωὴ ἐνῶ ἡ εἴδηση ὅτι τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ βραβεῖο «Γκαῖτε» (1991) ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ σιγά-σιγά ἕναν μῦθο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του –πολλὲς φορὲς ἀπὸ ἄνθρώπους ποὺ ἁπλῶς θαυμάζουν κεχηνότες ὅ,τι μᾶς καλοσυστήνεται ἀπὸ τὴν πολιτισμένη Εὐρώπη- ἀλλὰ καὶ νὰ δημιουργεῖ ἀντιπαλότητες ἀφοῦ ἡ κριτική του ματιὰ ἀναδεικνύει τὰ ἀδιέξοδα τόσο τῶν «ἐκσυγχρονιστῶν» ὅσο καὶ τῶν «ἑλληνοκεντρικῶν» -τῶν δύο πνευματικῶν ρευμάτων ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴν δεκαετία τοῦ ’80, συνεχίζοντας ἀνάλογες ἀντιπαλότητες τοῦ 19ου αἰ., (γιὰ νὰ μὴν πᾶμε στὰ χρόνια τῆς γένεσης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ) καὶ ποὺ ἐξηγοῦν τὶς ἀντιπαλότητες ποὺ κυριαρχοῦν καὶ σήμερα. Ὅπως ἐπίσης, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι καταδίκαζε τὸ ἴδιο τὴν ἀνεπάρκεια ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν τοῦ πνευματικοῦ καὶ πολιτικοῦ βίου: «…ὁ ἐπαρχιωτισμὸς καὶ ὁ ἐνίοτε παιδικὸς ἐγωκεντρισμὸς του [του Ἕλληνα] δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν ποτὲ νὰ διατυπώσει κάποια οὐσιώδη σκέψη ἢ πρόταση γενικοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἢ διεθνοῦς ἐνδιαφέροντος». (Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, ὅ.π. σ. 162)
Ἡ παρέμβαση ὅμως ποὺ προκάλεσε ἰδιαίτερη ἔνταση καὶ πολεμικὴ εἰς βάρος του ἦταν ἡ εἰσαγωγή του (πάλι προσαρμοσμένη στὴν ἑλληνικὴ περίπτωση, λαμβάνοντας ὡς ὑπόθεση ἐργασίας τὶς ἑλληνοτουρκικὲς σχέσεις) στὸ βιβλίο του «Θεωρία τοῦ πολέμου», (Ἀθήνα, Θεμέλιο, 1999), ὅπου κατηγορήθηκε ὡς πολεμοκάπηλος, περίπου «φασίστας» κ.ἄ.ὅ. Ἡ πνευματικὴ ἀπεμπλοκὴ τοῦ Κονδύλη ἀπὸ στερεότυπα ὅπως «ἀνθρώπινα δικαιώματα», «φιλειρηνισμός», «δημοκρατία», καθὼς ἀποδεικνύει πόσο ιδιοτελῶς χρησιμοποιοῦνται κάθε φορὰ προκειμένου νὰ ἐξυπηρετήσουν ἀξιώσεις ἰσχύος, δηλαδὴ προκειμένου νὰ ἐπιβάλλουν μιὰ ὁρισμένη ἐξουσία, τὸν καθιστοῦσε ἐχθρικὸ ἀπέναντι σὲ διανοουμένους καὶ δημοσιογραφοῦντες ποὺ εἴτε ὑπηρετοῦν τέτοιες ἀξιώσεις ἰσχύος, εἴτε τοὺς σοκάρει μιὰ πνευματικὴ ἀνεξαρτησία ποὺ μερικὲς φορὲς φαντάζει ἢ εἶναι κυνική. Ἀλλὰ πρέπει κάποτε νὰ κατανοήσει κανεὶς ὅτι ὁ κυνισμὸς εἶναι καμιὰ φορὰ περισσότερο παραγωγικὸς πνευματικὰ ἀπὸ τὴν δῆθεν ἀθωότητα τῶν εὐγενῶν σκοπῶν.
Ὅποιος μελετάει τὸ ἔργο τοῦ Κονδύλη καταλαβαίνει -πέρα ἀπὸ τὶς ὅποιες ἄλλες ἐπιρροὲς (Μὰρξ, Κὰντ κλπ)- ὅτι καὶ ἡ ἐπιχειρηματολογία του καὶ τὸ ὕφος του ὀφείλουν πολλὰ στὴν ἐντριβὴ μελέτη τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ λόγου καὶ δὴ τοῦ Θουκυδίδη. Ὁ ἴδιος παραδέχεται: «Ἡ ἰδιαίτερη κλίση μου πρὸς τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μὲ ὁδήγησε, μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μελέτη τῆς γλώσσας, σὲ μιὰ πρώτη ἀνακάλυψη τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῶν προσωκρατικῶν, τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Θουκυδίδη, ἡ ὁποία ἄφησε ἴχνη ἰσχυρά, ὥστε νὰ διαγράψουν τὴν πορεία τῶν μελλοντικῶν προβληματισμῶν μου». («CURRICULUM VITAE», περ. Τὸ Κοινὸν τῶν Ὡραίων Τεχνῶν, τχ1).
Ἡ πνευματικὴ ἀπεμπλοκὴ τοῦ Κονδύλη ἀπὸ στερεότυπα ὅπως «ἀνθρώπινα δικαιώματα», «φιλειρηνισμός», «δημοκρατία», τὸν καθιστοῦσε ἐχθρικὸ ἀπέναντι σὲ διανοουμένους καὶ δημοσιογραφοῦντες ποὺ εἴτε ὑπηρετοῦν ἀξιώσεις ἰσχύος, εἴτε τοὺς σοκάρει μιὰ πνευματικὴ ἀνεξαρτησία ποὺ μερικὲς φορὲς φαντάζει ἢ εἶναι κυνική
Ἡ μελέτη τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ – ἀλλὰ καὶ τοῦ μεσαιωνικοῦ- λόγου τὸν ὁδήγησε νὰ δεῖ «τὴ γέφυρα ποὺ συνδέει τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Αἰσχύλο μὲ τὸν Παλαμᾶ καὶ τὸν Ἐλύτη» καὶ νὰ συλλάβει, ἔτσι, «τὴν θεμελιώδη ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καθὼς καὶ τὸν ἔντονο δυναμισμό, ὁ ὁποῖος ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἑνότητα αὐτή, γεννώντας ἀδιάκοπα λογοτεχνία ὑψηλῆς στάθμης· καὶ οἱ διαπιστώσεις αὐτὲς μοῦ ἔδειξαν, μὲ τὴ σειρά τους, τὴν πνευματικὴ στειρότητα κάθε γλωσσικῆς μισαλλοδοξίας» (ὅ.π.) Ἐξ ἄλλου δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ἐκφράζει τὴν ἐκτίμησή του ὅτι ὁ μόνος τομέας ποὺ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἀξιόλογο ἔργο ὁ νεώτερος ἑλληνισμὸς εἶναι ἡ ποίηση.
Ἡ μέριμνά του γιὰ τὴ γλώσσα τὸν ὁδήγησε στὴν ἐπιλογὴ τῆς μετάφρασης τοῦ ὀγκώδους ἔργου του ποὺ ἦταν γραμμένο στὰ γερμανικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο καθὼς διαπίστωνε τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἑλληνικοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου καὶ ἤθελε καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ συμβάλει στὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς ὁρολογίας. Ἐνῶ ἔβλεπε ὅτι στὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ ἑλληνικοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου δὲν θὰ ἔπαιζε ρόλο μόνο ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ἀλλὰ θεωροῦσε ἀπαραίτητη καὶ τὴν ἀξιοποίηση «τῆς λογίας βυζαντινῆς παραδόσεως ἢ τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ» (ὅ.π.)
Ἔφυγε ὅταν ἑτοίμαζε τὸ πιὸ σημαντικό του ἔργο -ὅπως ἔλεγε- τὸ «Πολιτικὸ καὶ ὁ Ἄνθρωπος. Βασικὰ στοιχεῖα κοινωνικῆς ὀντολογίας», ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ τὸν θάνατό του μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Φὰλκ Χὸρστ (ἑλληνικὴ μετάφραση: Λ. Ἀναγνώστου, ἐκδ. Θεμέλιο, 2007) ὅπου φαίνεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν τίτλο ἡ ἐμμονὴ τοῦ συγγραφέα στὴν ἰδιαίτερη σημασία ποὺ ἔδινε στὴν Πολιτικὴ ὡς οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ὁποῖο δὲν ἐπιτρέπει τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας ὅσο θὰ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς. (Ἂν καὶ γιὰ νὰ ὑπάρχει ἱστορία πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ὑπάρχουν καὶ μεταγενέστεροι ἄνθρωποι). Καὶ ἀφοῦ ἀπορρίπτεται κάθε –μεταφυσικὴ κατὰ βάθος- νοηματοδότηση τῆς ζωῆς ὡς πρόσχημα ἀξιώσεως ἰσχύος, ἀλλὰ καὶ κάθε πίστη αἰωνιότητος, μένει κανεὶς μὲ τὴν ἀπορία: τι εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δικαιολογεῖ τὴν ἀσκητικὴ ἀφοσίωση τοῦ Κονδύλη στὸ ἔργο του καὶ στὴν ἀνάγνωση καὶ τὸν ἀπέτρεψε «νὰ αὐτοκτονήσει ἀπὸ ἀνία»;
Καταλήγοντας, λοιπόν, ὁ Κονδύλης σὲ μιὰ φιλοσοφικὴ στάση ἀριστοκρατικῆς «ἀποχῆς» ἀφοῦ ἀπέφυγε τὸν πειρασμὸ νὰ διατυπώσει μιὰ θεωρία καὶ νὰ ἀναζητήσει ὁπαδούς, ἢ νὰ διατυπώνει κάθε τόσο σωτήριες γιὰ τοὺς ὁπαδούς του γραμμές, δὲν ἐγκατέλειψε τὸ ένδιαφέρον του καὶ τὴ μέριμνά του τόσο γιὰ τὸν κόσμο ὅσο καὶ γιὰ τὸν τόπο του. Μέσα ἀπὸ μιὰ ὑπόγεια γραμμὴ -χωρὶς νὰ ὑπονοῶ κάποια κρυφὴ συγγένεια- συναντιέται μὲ μιὰ περίφημη ρήση τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «ὅπου γενικότης ἐκεῖ καὶ ἐπιπολαιότης». Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ αὐθαιρεσία: κανεὶς ἄλλος ἕλληνας συγγραφέας δὲν ἀκολούθησε μὲ τέτοια συνέπεια αὐτὴ τὴν πνευματικὴ παρακαταθήκη τοῦ Παπαδιαμάντη. Μόνο ἡ ἐντριβὴς μελέτη τῶν καταστάσεων μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ ἀκριβῆ συμπεράσματα. Κι ὁ Κονδύλης δὲν φιλοδοξοῦσε παρὰ νὰ περιγράφει μὲ ἀκρίβεια, μὲ ἐνδελεχὴ μελέτη, τὴν κατάσταση, τὴν πνευματικὴ καὶ τὴν πολιτική. Κι ὁ καθένας ἂς ἀποφασίσει «μὲ ποιοὺς θὰ πάει καὶ ποιοὺς θ’ ἀφήσει». Αὐτή, νομίζω, εἶναι ἡ παρακαταθήκη ποὺ ἀφήνει ὁ Κονδύλης καὶ σὲ ὅσους «κονδυλικοὺς» ἔχουν τὴν τάση νὰ τὸν παρουσιάζουν ὡς αὐθεντία: νὰ πράξουν κατὰ τὸ παράδειγμά του –τὴν ἄνευ παρωπίδων ἐξαντλητικὴ ἐξέταση τῶν πραγμάτων- καὶ ὄχι νὰ προβάλλουν τὶς ρήσεις του ὡς ἱερὲς γραφές.
Εἶναι ἔργο ἄλλων –εἰδικῶν- νὰ ἐντρυφήσουν στὸ φιλοσοφικό του ἔργο. Ἐγὼ ὑπῆρξα ἕνας συνεπὴς καὶ φιλότιμος ἀναγνώστης του καὶ ὡς ἐκ τούτου, νιώθω ὅτι μαθήτευσα σὲ ἕναν σπουδαῖο δάσκαλο, ἐνῶ ἐκκινῶ ἀπὸ ριζικὰ διαφορετικὴ πνευματικὴ ἀφετηρία, ποὺ μὲ ἐκανε νὰ καταλάβω ὅτι δὲν ἔχει ἀξία ὁ «ἀσφαλὴς προσανατολισμὸς» ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία τοῦ βλέμματος…
* Ο Π. Κονδύλης, Γνῶμες καὶ ἀποφθέγματα, μετάφραση ἀπὸ τὴν Γερμανική: Λάμπρος Λαρέλης, Νέα Ἑστία, τ. 1717, Νοέμβριος 1999.