του Κώστα Μέλα* 

Κι έπεσαν, όλα έπεσαν· το παν εις τέφραν κείται·
υψούνται μόνον Τράπεζαι και μόνον τραπεζίται.
Αχιλλεύς Παράσχος

Είναι γνωστή η διαφορά απόψεων μεταξύ Κυβέρνησης και Τραπέζης της Ελλάδος για τον τρόπο επίλυσης του προβλήματος των μη αποτελεσματικών δανείων.

Μιλώντας ο αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Ζαββός στη Βουλή σχετικά με το νομοσχέδιο που εναρμονίζει την ελληνική με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, σχετικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τις χρηματοδοτικές και χρηματοοικονομικές εταιρείες, εμφανίστηκε αισιόδοξος για τα «κόκκινα δάνεια», κάνοντας λόγο για «πλήρως διαχειρίσιμη κατάσταση» και εκτιμώντας ότι τον επόμενο ενάμιση χρόνο, η ενδεχόμενη φουρνιά νέων κόκκινων δανείων δεν θα ξεπεράσουν τα 4 με 5 δισ. ευρώ. «Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πλήρως διαχειρίσιμη κατάσταση και αυτό σημαίνει ότι τους επόμενους 18 μήνες, στις συστημικές τράπεζες θα έχουν φτάσει σε μονοψήφιο αριθμό τα δάνεια τους. Αυτό ανοίγει στις τράπεζες το δρόμο να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, δηλαδή τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.»

Αντιθέτως η ΤτΕ (Έκθεση του Διοικητή για το 2020) αναφέρει: «Ακόμη και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος “Ηρακλής” εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας σε χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα με ταυτόχρονη επιδείνωση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικήςαπαίτησης στα κεφάλαια των τραπεζών. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν περιλαμβάνουν τα νέα ΜΕΔ που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο λόγω των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι η εν λόγω εισροή νέων ΜΕΔ θα κυμανθεί σε περίπου 8-10 δισ. ευρώ, ενώ περίπου το 1/3 των δανείων που τελούν σε αναστολή πληρωμών κατατάσσεται στην κατηγορία δανείων που εμφανίζουν σημαντική αύξηση κινδύνου (στάδιο 2 βάσει του ΔΠΧΑ 9). Πρόκειται δηλαδή για δάνεια σε αρχική βάση καθυστέρησης (πριν τη συμπλήρωση τριμήνου), τα οποία έφθαναν στα 24,02 δισ. ευρώ, ή ποσοστό 13,6% του συνολικού χαρτοφυλακίου.»

Με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις, αναφέρονται στη συνέχεια τα ακόλουθα: «Δεδομένης της αβεβαιότητας, είναι απαραίτητο να αναληφθούν πρόσθετες ενέργειες οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας, καθώς και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων μέσω συστημικών λύσεων όπως αυτές που περιλαμβάνονται στη σχετική ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2020. Επισημαίνεται ότι στοιχεία από διάφορα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ με υψηλό δείκτη ΜΕΔ υποδηλώνουν ότι μια παρατεταμένη διαδικασία αναδιάρθρωσης των ΜΕΔ σε συνδυασμό με καθυστερήσεις στην υλοποίηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων, π.χ. στον τομέα του πλαισίου αφερεγγυότητας και του πτωχευτικού δικαίου, θα μειώσει τα ποσοστά ανάκτησης των ΜΕΔ και τελικά θα απειλήσει τη βιωσιμότητα των συνεπών δανειοληπτών, ιδίως στην περίπτωση των επιχειρήσεων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει προς την κυβέρνηση τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC), στην οποία θα μεταβιβαστούν ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία και στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε πραγματικούς όρους αγοράς… Στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων».

ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΕΡΟ ότι πρόκειται για αντίθετες και συγκρουόμενες απόψεις για τον τρόπο επίλυσης του μεγάλου προβλήματος των μη αποτελεσματικών δανείων, τα οποία παρά τη μείωση που παρουσίασαν το 2020 –από 68,5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019 σε 47,4 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020– ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (30,2%) στο τέλος του 2020, σχεδόν δεκαπλάσιος του αντίστοιχου μεγέθους για τις τράπεζες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό. Οι διαφορετικές αντιλήψεις εδράζονται στις αποκλίνουσες εκτιμήσεις σχετικά με τον μελλοντικό ρυθμό μείωσης των ΜΕΔ αλλά και τον όγκο των νέων ΜΕΔ που θα δημιουργηθούν με την πανδημία COVID 19. Ακόμη οφείλονται στους τρόπους που μέχρι σήμερα μειώθηκαν τα ΜΕΔ. Σημειωτέων, ότι: «Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2020 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 19,3 δισ. ευρώ σε ατομική βάση (λόγω της αξιοποίησης του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων, γνωστού με την ονομασία “Ηρακλής”) και σε διαγραφές ύψους 2,6 δισ. ευρώ και λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω αναδιαρθρώσεων/ρυθμίσεων δανείων, είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.). Επίσης, τη μείωση των ΜΕΔ υποβοήθησαν και τα μέτρα ένταξης πελατών σε καθεστώς αναστολής πληρωμής δόσεων. Οι αναστολές καταβολής δόσεων αποτέλεσαν κατά τη διάρκεια του 2020 σημαντικό ποσοστό (περίπου 20% κατά μέσο όρο) των συνολικών ενήμερων δανείων.» (Τράπεζα της Ελλάδος, Έκθεση του Διοικητή για το 2020).

Ο ΠΡΩΤΟΣ γύρος τιτλοποιήσεων κόκκινων δανείων, δηλαδή το πρόγραμμα «Ηρακλής 1», τυπικά ολοκληρώθηκε στις 10 Απριλίου 2021, δηλαδή 18 μήνες μετά την έναρξή του και την ψήφιση του σχετικού νόμου 4649/2019. Η κυβέρνηση αποφάσισε την επέκταση του προγράμματος για 18 ακόμα μήνες ξεκινώντας από τον ερχόμενο Μάιο («Ηρακλής 2»). Χωρίς να υπεισέλθουμε σε νομικές και τεχνικές λεπτομέρειες, πρέπει να σημειωθεί ότι βασική προϋπόθεση για να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο, το ελληνικό δημόσιο έχει χορηγήσει εγγυήσεις έως 12 δισ. ευρώ στους τίτλους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior tranches), που θα εκδώσουν οι τράπεζες για να «ξεφορτωθούν» μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με άλλα λόγια το Δημόσιο θα εγγυηθεί ότι θα καλύψει όσες ζημιές τυχόν προκύψουν από τα καλύτερης ποιότητας δάνεια που θα τιτλοποιήσουν οι τράπεζες. Οι κρατικές εγγυήσεις θα δοθούν μόνο στα κομμάτια τιτλοποιήσεων που θα πάρουν αξιολόγηση τουλάχιστον ΒΒ- από την S&P, ή της αντίστοιχης βαθμίδας των άλλων οίκων αξιολόγησης.

Έτσι δημιουργείται ένα είδος υπερ-εγγύησης του Δημοσίου, κάτι που δεν έχει συμβεί στο παρελθόν. Η εγγύηση αυτή θα είναι «ρητή, ανέκκλητη και σε πρώτη ζήτηση, πληροί δηλαδή τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων». Η εγγύηση παρέχεται «ως εάν το Ελληνικό Δημόσιο ήταν πρωτοφειλέτης».

Με απλά λόγια, το Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει στις τράπεζες όσα ενδεχομένως χάσουν από τη διαδικασία είσπραξης των απαιτήσεων, σαν να χρωστούσε το ίδιο το Δημόσιο αυτά τα δάνεια στις τράπεζες. Πρόκειται για ένα καθεστώς εντελώς διαφορετικό από αυτό που γνωρίζαμε στο παρελθόν, όταν το Δημόσιο έδινε τις εγγυήσεις του για διάφορες κατηγορίες δανείων.

Η αποδοχή (;) εκ μέρους της Κυβέρνησης, αυτού του πολύ αυστηρού καθεστώτος παροχής εγγυήσεων επιβλήθηκε από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η μηδενική στάθμιση κινδύνου (Risk Weigthed Asset) από την ΕΚΤ των τίτλων που θα εκδώσουν οι εγχώριες τράπεζες, χωρίς επιβαρύνσεις στην κεφαλαιακή τους επάρκεια. Σε διαφορετική περίπτωση οι τράπεζες θα ήταν υποχρεωμένες να συνεχίσουν να χρειάζονται να διακρατούν πρόσθετα κεφάλαια, με συνέπεια να γίνονται λιγότερο συμφέρουσες οι τιτλοποιήσεις.

ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμούς (SSM) για τις αντιρρήσεις που έχει εγείρει στο αίτημα των ελληνικών τραπεζών για την στάθμιση ως μηδενικού κινδύνου (Risk WeigthedAsset) των τίτλων που θα έχουν την εγγύηση του Δημοσίου, είναι ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτές ως μηδενικού κινδύνου εγγυήσεις μιας χώρας που δεν βρίσκεται στο investment grade.

Συνεχίζεται

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!