Πυκνώνουν τις τελευταίες μέρες οι πολιτικές τοποθετήσεις, παρεμβάσεις και κινήσεις από γνωστούς πολιτικούς παράγοντες, τυπικούς εκπροσώπους του υπερδικτυωμένου μέσα στο πολιτικό σύστημα, «κόμματος» (σημιτικό περιβάλλον, ΕΛΙΑΜΕΠ, κύκλοι της «ευρωπαϊστικής «ανανεωτικής αριστεράς» κ.ά.) που προωθεί σταθερά την πιο ακραιφνή εκδοχή μιας πολιτικής σταδιακής παράδοσης της χώρας μας στις επεκτατικές αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας. Μετά από την παρέμβαση του Π. Ιωακειμίδη με άρθρο του στα Νέα, που σχολιάσαμε στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου (φ. 573, 15/1/2022), ήρθε να προσθέσει τη δική του «συμβολή» ο Χ. Ροζάκης με δύο ραδιοφωνικές του συνεντεύξεις στο Πρώτο πρόγραμμα – ΕΡΤ και στον Alpha 98,9.

Διευρύνεται η λογική του ενδοτισμού μέσα στο τρέχον διεθνές πιεστικό σκηνικό

Εν όψει των «παραινετικών» φορτικών «συμμαχικών» πιέσεων για επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου, ο Χ. Ροζάκης προτείνει διάλογο για την αιγιαλίτιδα ζώνη των νησιών κάνοντας αόριστες αναφορές σε προτάσεις διαπραγμάτευσης για 8 ή 10 ναυτικά μίλια. Διάλογο χωρίς προϋποθέσεις και ρητά αποσυνδεμένο μάλιστα από τα άλλα κομβικά θέματα (την υφαλοκρηπίδα, την αντιμετώπιση της τουρκικής αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών του Αιγαίου). Ένας τρόπος τοποθέτησης που σκόπιμα συσκοτίζει πως η ουσία της σχετικής πρότασης είναι η κατοχύρωση της παραίτησης από τις προβλέψεις του διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της θάλασσας (12 ν. μίλια). Η πρότασή του επιπλέον αφήνει να εννοηθεί ότι το θέμα έχει ήδη συζητηθεί σε κάποια ή σε κάποιες προγενέστερες φάσεις των διερευνητικών συνομιλιών. Δεν πρόκειται για μια «ακαδημαϊκή» τοποθέτηση φυσικά, αλλά για βαρύνουσα πολιτική κίνηση προωθητική σχεδιασμών ενδοτισμού. Με αποκαλυπτική την άμεση ετοιμότητα απόκρισης από πλευράς Τουρκίας που έσπευσε να αξιοποιήσει ηχηρά το θέμα. Στην επισήμανση του δημοσιογράφου ότι τα όσα συζητούνται γίνονται κάτω από το βάρος της τουρκικής αξίωσης για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας επ’ αυτών, αξίζει να παραθέσουμε συνοπτικά τη λογική των συλλογισμών του Χ. Ροζάκη. Θέση πρώτη: Παραχωρήσεις τώρα, να σπεύσουμε να τα βρούμε «κάπου στη μέση» και με κλείσιμο και κατοχύρωση των επιμέρους συμβιβασμών (ελληνικών παραχωρήσεων) γιατί αλλιώς η Τουρκία διαρκώς θα «αγριεύει»! Θέση δεύτερη: Ωμή ομολογία ότι τίποτα δεν εγγυάται, με μια τέτοια διαδικασία ότι η Τουρκία δεν θα διευρύνει τις διεκδικήσεις της «αλλά εμείς με μια τέτοια διαδικασία θα είχαμε κάνει ό,τι μπορούσαμε για να επιδιώξουμε την ειρήνη». Αυτό το τελευταίο μεταφρασμένο σε μη «διπλωματική» γλώσσα επιβεβαιώνει κατ’ αρχάς ότι ασκούνται παρασκηνιακά φορτικές και επισπεύδουσες ευρωατλαντικές πιέσεις για σοβαρές υποχωρήσεις επί της αξίωσης αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Επιπλέον δε, δείχνει το σχήμα στο οποίο ποντάρουν επί της ουσίας οι ελληνικές ελίτ. Παράδοση όσης κυριαρχίας απαιτεί ο συνδυασμός γεωπολιτικών «αναγκών» των «μεγάλων» και τουρκικών αξιώσεων και «ευσεβής» ελπίδα ότι οι «σύμμαχοι» δεν θα αφήσουν να τιναχθούν τα πράγματα στον αέρα και να γίνει αδύνατη η πολιτική διαχείριση της όποιας κατάστασης ήθελε προκύψει. Του συνδυασμού των εσωτερικών (κοινωνικών) και εξωτερικών (γεωπολιτικών) της όρων.

Δίνουν σήματα οι αντιδράσεις μέσα στο εγχώριο πολιτικό σύστημα

Κυβέρνηση: Χλιαρή τήρηση αποστάσεων του ΥΠΕΞ από την τοποθέτηση για την αιγιαλίτιδα ζώνη των νησιών με τυπική επανάληψη της «πάγιας ελληνικής θέσης». Οι απόψεις Ροζάκη και ευρύτερα του ΕΛΙΑΜΕΠ βέβαια έχουν καθοριστική επιρροή μέσα στο κυβερνητικό επιτελείο, αν και σε επίπεδο κυβέρνησης η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Επιχειρούνται διάφορα μίγματα παρακολουθητικών ελιγμών. Το εγχείρημα εμφανίζεται όλο και περισσότερο να δοκιμάζεται ως προς τις αντοχές του κάτω από τις δονήσεις που προκύπτουν από τις πολλαπλές ανταγωνιζόμενες πλευρές της υπό διαρκή μετάβαση ευρωατλαντικής ασταθούς αρχιτεκτονικής. Η πορεία των ελληνοτουρκικών είναι άμεσα συναρτημένη με τις εντάσεις σε άλλα πεδία ανταγωνισμών: αυτή την ώρα σε πρώτο πλάνο με τη σύγκρουση περί την Ουκρανία.

Το σχήμα στο οποίο ποντάρουν επί της ουσίας οι ελληνικές ελίτ είναι: Παράδοση όσης κυριαρχίας απαιτεί ο συνδυασμός γεωπολιτικών «αναγκών» των «μεγάλων» και τουρκικών αξιώσεων και «ευσεβής» ελπίδα ότι οι «σύμμαχοι» δεν θα αφήσουν να τιναχθούν τα πράγματα στον αέρα και να γίνει αδύνατη η πολιτική διαχείριση της όποιας κατάστασης ήθελε προκύψει. Του συνδυασμού των εσωτερικών (κοινωνικών) και εξωτερικών (γεωπολιτικών) της όρων

ΣΥΡΙΖΑ: Υποστηρικτική σιωπή. Η σταθερή κατάθεση της ετοιμότητας για «Πρέσπες» στα ελληνοτουρκικά απολύτως συνυφασμένη με τους σχεδιασμούς Τσίπρα για τον έλεγχο επί της κεντροαριστεράς, βρίσκεται σε οργανική σύμπλευση με τη λογική Ροζάκη. Η πίεση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ασκείται προς την κυβέρνηση που «σπρώχνει τα προβλήματα κάτω από το χαλί» και δεν παίρνει το «πολιτικό κόστος συμβιβασμών όπως το κάναμε εμείς γιατί υποτάσσεται στο εθνικιστικό της πολιτικό ακροατήριο».

ΚΙΝΑΛ: Πρώτη φωνή ο Α. Λοβέρδος, υπεύθυνος επί της εξωτερικής πολιτικής του κόμματος. Θέση έντονα αμφίσημη, εμφανιζόμενη ως κριτική απέναντι στις προτάσεις Ροζάκη αλλά και επιδεχόμενη διαφορετικές αναγνώσεις κατάλληλες για μελλοντικές χρήσεις. Δεύτερη φωνή: ο ΓΑΠ. Βράβευση του «για την ειρήνη» (!) στην Τουρκία, αγάπες και σιρόπια με την κεμαλική και λοιπή ακραία εθνικιστική αντιπολίτευση, πλήρης σιωπή του απέναντι στις ακραία πλειοδοτούσες αξιώσεις των δυνάμεων αυτών για Θράκη, νησιά Αιγαίου, Κρήτη, και τοποθέτησή του για την ανάγκη συνέχισης του ανολοκλήρωτου δρόμου που χάραξε επί υπουργίας του μαζί με τον τότε Τούρκο ΥΠΕΞ Ισμαήλ Τζέμ. Ο ΓΑΠ συγχρονισμένος με τις λογικές τύπου Ροζάκη δείχνει ότι καπαρώνει ρόλο ιδανικού «μοιραίου προσώπου» στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης της «κεντροαριστεράς» εντεταλμένης για την ολοκλήρωση των ολέθριων σχεδιασμών του «Ελσίνκι».

Αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα

Μιλήσαμε πρωτύτερα για τους πονοκεφάλους των ελληνικών ελίτ σχετικά με την πολιτική διαχείριση των επιπτώσεων του ενδοτισμού τους. Ένα πρώτο βασικό σχετικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ευρεία συνομοταξία των απόψεων τύπου Ροζάκη, ΕΛΙΑΜΕΠ κ.λπ.: Στο εσωτερικό στοχεύουν στην αποσυγκρότηση του φρονήματος του κόσμου. Στην επιτάχυνση της εξοικείωσης του λαού με τον «ρεαλισμό» της απώλειας της κυριαρχίας της χώρας, και στην πολιτικά ασφυκτική περιθωριοποίηση των πατριωτικών αισθημάτων. Στην (με την καταλυτική βοήθεια και σύμπραξη της αριστεράς) ταύτιση αυτού του πατριωτισμού με την ακροδεξιά. Έχουμε να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε τη συνειδησιακή δύναμη και τις σημαντικές υλικές βάσεις ενός καλοδικτυωμένου ιδεολογικού συστήματος που προωθεί την κατοχύρωση μιας αλυσίδας «τετελεσμένων». Με σκοπό τη στερέωση της αποδοχής της υποταγής στην «υπέρτερη τουρκική ισχύ» υπό την καταστροφική για τα συμφέροντα των πολλών, εντύπωση ότι αυτό θα εξασφαλιζόταν «ανεκτά» μέσα στους «ευρωπαϊκούς» «πολιτισμένους» όρους της νέας φάσης του καθεστώτος εξάρτησης της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο δευτερεύουσα σημασία έχουν οι ηχηρές καταγγελίες του επονείδιστου ρόλου του κάθε «επιφανούς» στελέχους των ελίτ. Εκείνο που μετράει είναι η εμβάθυνση της αντίληψής μας για τις νέες εκφράσεις που παίρνουν τα οργανικά συμφέροντα του ελληνικού μεταπρατισμού, η υπολογίσιμη προσαρμοστικότητα των ανανεωμένων σχέσεων υποτέλειάς του προς τα μεγάλα κέντρα της Δύσης. Στο ίδιο πλαίσιο ερμηνεύεται και το παγκόσμιας ίσως κλίμακας «παράδοξο» της εμφάνισης «ελληνικών» δεξαμενών σκέψης τύπου ΕΛΙΑΜΕΠ, των οποίων η κύρια βλέψη δεν εστιάζεται προς την μεγέθυνση της ισχύος της χώρας μέσα στην οποία δρουν αλλά στην αποδυνάμωση των όρων εξασφάλισης βαθμών αυτοτέλειάς της. Ακριβώς αυτής της εξασφάλισης βαθμών αυτοτέλειας της χώρας που κατοπτρικά γίνεται «για τη δική μας μεριά» ο κομβικός όρος για οποιαδήποτε προσπάθεια κοινωνικής απελευθέρωσης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!