Του Σήφη Φανουργιάκη

«Πιστεύω ότι μόνο σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για ουτοπία, όταν δηλαδή ένα σχέδιο κοινωνικής μεταβολής αντίκειται σε πραγματικούς φυσικούς νόμους. Μόνο ένα τέτοιο σχέδιο είναι –με την αυστηρή σημασία του όρου– ουτοπικό, δηλαδή εξωιστορικό – παρ’ όλο που κι αυτό το εξωιστορικό έχει και το ιστορικό του όριο».

Χ. Μαρκούζε

Στις αρχές του 20ού αιώνα κυριάρχησε η πίστη στην τεχνολογία, η οποία εμφανίστηκε ως κύρια κοινωνική δύναμη, ωθώντας σε οραματισμούς και σε προγράμματα κοινωνικής αλλαγής με την αξιοποίηση της τεχνολογικής προόδου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο νεωτερικός τρόπος ζωής δεν προωθήθηκε ως μια κοινωνική ουτοπία ανατροπής των δεδομένων και των αξιών του καπιταλισμού, αλλά ως αναγκαίο επακόλουθο του εκμοντερνισμού που απορρέει από την ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Οι ουτοπικές προτάσεις του προγράμματος χαρακτηρίζονται από την επιμονή ότι το μέλλον πρέπει να αποτελέσει προϊόν επιστημονικού σχεδιασμού και προγραμματισμού ο οποίος επιδιώκει τη λύση των προβλημάτων από τους τεχνικούς και τους οικονομολόγους.
Το «πρόγραμμα» και το «σχέδιο» προωθείται ως η νέα ελπίδα και ως θεραπεία όσων προβλημάτων συσσώρευσε ο πόλεμος.
Ο κεϊνσιανισμός, μετά το 1929, πρότεινε την κρατική παρέμβαση και τον «σχεδιασμό», ως οργανικό στοιχείο της παραγωγής και της διεύθυνσης της κοινωνίας.
Έτσι, οι ουτοπίες υλοποιήθηκαν, αλλά στερήθηκαν ολότελα την προοπτική ενός νέου διαφορετικού τρόπου ζωής και σταδιακά οδηγήθηκαν στην απονέκρωση.
Το όραμα μιας αλλιώτικης ζωής εναγκαλίζεται το «σχέδιο και την τεχνολογία», και ακυρώνεται ή, στην καλύτερη περίπτωση, πνίγεται στις παραχωρήσεις του κράτους πρόνοιας. Και στις δύο περιπτώσεις, η εξάρτηση της ουτοπίας από τον «κρατισμό» έκανε το «διαφορετικό» ή να παραμείνει όνειρο ή να μεταλλαχθεί, στο πλαίσιο μιας μεταρρυθμιστικής λογικής.
Κατά συνέπεια, ο «σχεδιασμός» ως ιδεολογία ενός κοινωνικού προγράμματος ανατράπηκε από την ίδια την πεμπτουσία του προγράμματος, όταν από τη σφαίρα της ουτοπίας μεταμορφώθηκε σε ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό. Η κρίση του «σχεδιασμού» αρχίζει, ακριβώς, όταν ο φυσικός παραλήπτης –το μεγάλο βιομηχανικό κεφάλαιο– «υιοθετεί τη βασική του ιδεολογία, παραμερίζοντας τις επιδομές του». Στην πορεία, η ιδεολογία του προγράμματος περιορίστηκε, σε προοδευτικούς διαλόγους και τεχνικές «εξορθολογισμού» των αντιφάσεων του κεφαλαίου που οδηγούσαν μόνο σε μια σοσιαλδημοκρατική κοινωνική προοπτική.

Η αξία του… θραύσματος
Οι μύθοι του τέλους της ιστορίας και των συγκρούσεων κατρακύλησαν από την ίδια την πραγματικότητα στη μετα-νεωτερικότητα, όπου θεοποιήθηκε η αξία του θραύσματος σε αντίθεση με το σύνολο και με το σύστημα, η υπεροχή της γλώσσας και της ερμηνείας, η ακύρωση της πραγματικότητας από την εικονική.
Ο καπιταλισμός αποκαλύπτει τώρα την αποτυχία μιας ολόκληρης γενιάς διανοουμένων, που ύμνησε την πολυπλοκότητα της εικονικής πραγματικότητας, με γενικεύσεις και μεταφυσικούς «διαλόγους» με το κεφάλαιο.
Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και μετά το θρίαμβο της μεταφορντικής οικονομίας, των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής, ήταν εύκολο να αποδειχθεί ότι η διανόηση κατέστη πλέον «αδύναμη».
Η επανάσταση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής, στη μεταφορντική οικονομία, κινητοποιεί μαζικά, πνευματικές μετα-νεωτερικές δυνάμεις, σε μια διεπιστημονική «πανστρατιά».
Η αποδοχή από τη διανόηση –κυρίως την ακαδημαϊκή– του μύθου της δύναμης της μαζικής επικοινωνίας, ενισχύει τις ιστορικές και κοινωνικές επιπτώσεις, στην ανάπτυξη της διανοητικής εργασίας. Υποδουλώνεται σε προγράμματα και εντολές καθώς και στην «αυτοκρατορία» της πληροφορικής.
Εξάλλου, δεν είναι τυχαία η παραγωγή νέων εργαζομένων της γνώσης, που έχει οδηγήσει σε μια πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση, με την υποστήριξη και τον ενθουσιασμό μεγάλου μέρους των πανεπιστημιακών καθηγητών, οι οποίοι αφαίρεσαν από τις ανθρωπιστικές επιστήμες οποιοδήποτε βάθος με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν «αδύναμα μυαλά» με συνονθύλευμα ιδεών μεν, αλλά με «χαλαρή θέληση» και ανίκανα να ανταποκριθούν κριτικά στο διάλογο με την τεχνολογία των πληροφοριών.
Μετά την εποχή της ρευστότητας και τον πολλαπλασιασμό των «σχεδιασμών», ίσως είναι η ώρα επιστροφής στην ενίσχυση του ρόλου της σύνθεσης με στόχο να γίνει όλο και πιο συνθετική η ικανότητα της οικονομίας-πολιτικής να διεισδύσει σε κάθε τομέα της ζωής και να αντικαταστήσει τη διαμεσολαβητική ποσοτική σχέση του χρήματος, με εντάσεις και ταξικές συγκρούσεις που προκαλούν «ρωγμές».
Έτσι προκύπτει, στη συνέχεια, μια θεωρία της χειραφέτησης ως μια πλήρης και βαθιά ρήξη με το παλιό σύστημα κοινωνικών σχέσεων και μια οικοδόμηση ενός νέου συστήματος, που αγκαλιάζει το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων. Ένα σύστημα που οικοδομείται με μετωπικές συγκρούσεις που διαπερνούν όλες τις πτυχές της ταξικής πάλης. Μια σύγκρουση που θα οδηγήσει στη χειραφέτηση και την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία και σε μια νέα μορφή ισχύος, με την πίστη ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», μέσα από την καταστροφή της «κυριαρχίας» και της «αυθεντίας».

Ο ρόλος της «πρωτοπορίας»
Η πραγματικότητα που μας περιβάλλει δεν έχει αξία επειδή το σύστημα που τη δημιούργησε δεν έχει προορισμό. Και η Παιδεία, η αισθητική, η ηθική, αποδίδουν στα πράγματα «αξίες και σημασίες» που μας εμποδίζουν να δούμε τη φυσική πραγματικότητα.
Ερευνώντας την κατεύθυνση και τον ακριβή ρόλο της όποιας «πρωτοπορίας», διαπιστώνουμε την προσπάθειά της για να προωθήσει την τεχνική καταστροφή της κουλτούρας, δηλαδή, την καταστροφή όλων των αξιών και των εννοιών της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Ωστόσο, σχεδόν πάντα όποτε αυτό προωθήθηκε, η κουλτούρα της αστικής τάξης κατόρθωσε να μετατρέψει την καταστροφή της κουλτούρας σε μια άλλη κουλτούρα, δεδομένου ότι μια καταστροφή, που συντελείται από το κεφάλαιο προσδιορίζει μια διαδικασία ολικής υποκατάστασης των «αξιών» με άλλες «αξίες».
Έτσι, για παράδειγμα, επιτρέπεται η λειτουργία μιας αυθόρμητης δράσης που προάγει τα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα. Και είναι ακριβώς η κατανάλωση που παρέχει πεδίο δράσης σε αυτό τον αυθορμητισμό, ο οποίος παράγει τόσα πρότυπα, όσες είναι και οι δρώσες ατομικότητες.
Μια άλλη κοινωνική καταστροφή της κουλτούρας προκαλείται από την οικονομική άνοδο του προλεταριάτου, το οποίο –μέχρι σήμερα– δεν παρήγαγε μια διαφορετική εναλλακτική κουλτούρα. Χρησιμοποίησε τα πρότυπα της αστικής τάξης, σαν στρατηγική για την κλιμάκωση της δικής του οικονομικής ισχύος. Ταυτόχρονα, όμως, τα κατάστρεψε επειδή ακριβώς δεν μπόρεσε να τα φτάσει παρά μόνο κλονίζοντας την οικονομική τους ισορροπία.
Σταδιακά, αυτά τα πρότυπα της αστικής τάξης έγιναν και γίνονται αποδεκτά, απονευρωμένα χωρίς περιεχόμενο και χωρίς το κοινωνικό καθεστώς που τα γέννησε .
Η κουλτούρα, ως παραγωγός προτύπων συμπεριφοράς, αποτελεί έκφραση της παραγωγικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η άρνησή της αποτέλεσε άρνηση της εργασίας της παραγωγικής καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Και αυτό αποτελεί χειραφέτηση, σε σχέση με την «καταπιεστική» κουλτούρα του καπιταλισμού.
Από την άλλη, το κεφάλαιο απαντά διαχρονικά σε αυτή την άρνηση με την «αυτοματοποίηση» των παραγωγικών κύκλων. Προγραμματίζει μια κοινωνία μετασχηματισμένη σε καθαρή «καταναλωτική δύναμη», αφού θεωρεί την κατανάλωση ως δημιουργική δραστηριότητα που παράγει αξίες και πρότυπα.
Πάντως, οι κυρίαρχες δυνάμεις «ανατροπής», στην πορεία προς την εξουσία, θα πρέπει να καταστρέφουν τις οικονομικές ισορροπίες που στηρίζουν την κατεστημένη εξουσία, μέσα από την κοινωνική και πολιτιστική επανάσταση.
Η ταύτιση, δε, κοινωνικής και πολιτικής επανάστασης πραγματοποιείται με δύο διαδικασίες: μία μέσα στο σύστημα που φτάνει σε ένα ορισμένο αποτέλεσμα, μέσω της θεωρίας, και μια έξω από το σύστημα που φτάνει στο ίδιο αποτέλεσμα, μέσω της πράξης.
Αυτή η απελευθερωτική διεργασία συντελείται καθώς επιχειρείται η καταστροφή των πολιτιστικών και ηθικών δομών, που έχει σαν στόχο: την απομάκρυνση των διαφραγμάτων που εμποδίζουν την «ανατροπή».
Από αυτή την άποψη, η πρωτοπορία επιτελεί ένα έργο «έμμεσα» πολιτικό, που μεταβάλλει την ατομική και συλλογική επαναστατική τάση, σε ανατροπή και θεμελίωση ενός άλλου κόσμου, όχι πια ουτοπικού αλλά «εφικτού».

* Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!