του Βασίλη Κεχαγιά

Κάπου στην Κόρινθο «δανείστηκε» ένα ακόντιο από το όμορο προς το γήπεδο τμήμα στίβου και κυνηγούσε έναν ποδοσφαιριστή του με αυτό, προφανώς γιατί δεν εκτέλεσε σωστά κάποιες από τις υποχρεώσεις του. Σε άλλη περίπτωση εκπαίδευε ποδοσφαιριστή του να μαρκάρει τον ασύλληπτο Χατζηπαναγή, παίζοντας ο ίδιος το ρόλο του Βάσια, με την εντολή να τον ακολουθεί όπου κι αν πηγαίνει. Όταν επισκέφθηκε την τουαλέτα και ο ποδοσφαιριστής έμεινε απ’ έξω βρέθηκε και εκτός ενδεκάδος, αφού δεν τήρησε με απόλυτο τρόπο αυτό που του παραγγέλθηκε. Στην περίπτωση που η ομάδα του κέρδιζε και ήθελε να κάνει κάποια αλλαγή, έστελνε τον υποψήφιο προς αντικατάσταση παίκτη στην ακριβώς αντίθετη από τους πάγκους γωνία, δήθεν για να αγωνιστεί σε εκείνη τη θέση και στη συνέχεια πραγματοποιούσε την αλλαγή, ώστε να κερδηθεί ο μεγαλύτερος δυνατόν χρόνος. Στον Ηρακλή προσμαρτυρούν ομιλίες στα αποδυτήρια, γεμάτες από ιστορικές αναφορές, σε σημείο να κατεβάζει ενδεκάδα με ήρωες του ’21. Ο Νίκος Αλέφαντος, με το δικό του τρόπο ήταν ένας σόουμαν των γηπέδων.

Αλλά κι όταν βγήκε από τα γήπεδα και πέρασε σε ρόλο σχολιαστή τους, αποδείχθηκε γνώριζε ακόμη καλύτερα την κοινωνία του θεάματος. Με απολύτως λαϊκή εμφάνιση και λαλιά, σε μια μορφή σχεδόν εκούσιου παραληρηματικού λόγου, έστηνε ενδεκάδες με δώδεκα παίκτες, μπέρδευε ονόματα, όπως τον Άλβες που τον έκανε ομάδα (Αλαβές), απαντώντας «πες το κι έτσι» στην όποια διόρθωση του παρουσιαστή και έκανε το ποδόσφαιρο να φαντάζει ιδιαίτερα απλή υπόθεση στο αυτοσχέδιο γηπεδάκι του. Μια φορά μάλιστα, σε μια ταβερνοπαρέα μεταποίησε σε γηπεδάκι το τραπέζι, παραγγέλνοντας δυο «ποδοσφαιριστές» στον κάπελα, εννοώντας μπύρες, προκειμένου να στήσει την ενδεκάδα. Κι όταν, σε άλλη περίπτωση, εντός πραγματικού γηπέδου φώναζε σε αθλητή του να μαρκάρει τον Φρούστερ του Ιωνικού, αυτός γύρισε απορημένος στον πάγκο για να ρωτήσει: «Τελικά, ποιόν να μαρκάρω, τον Φρούσσο ή τον Μπρουστερ, κύριε Νίκο;»

Τελικά, ο κύριος Νίκος, με κάθε τρόπο, μέσα και έξω από τα γήπεδα απέδειξε σε όλους ότι η κοινωνία του θεάματος απαρτίζεται από λάθη, ακρότητες και εκκεντρικότητες. Αλλά κυρίως φτιάχνεται από τη ζύμη του αυθεντικού… Τα τρία πρώτα συστατικά μπορεί να τα βρει κάποιος οπουδήποτε. Στις πολιτικές αναλύσεις, στην παρουσίαση των ειδήσεων, στη δήθεν ανάπτυξη απόψεων. Ωστόσο, τα μάτια κλείνουν, τα στόματα χασμώνται διάπλατα, το πιάνο στο τηλεπληκτρολόγιο θριαμβεύει. Κι αυτό διότι λείπει η μαγιά του αυθεντικού, που τόσο απλόχερα τη σέρβιρε ο Αλέφαντος. Μέσα κι έξω από τα γήπεδα ένας καθρέφτης της ζώσας και ζέουσας κοινωνίας, με την επιθετικότητά της, τις αντιφάσεις της, τα πάθια της και τις προσδοκίες της. Το γήπεδο και η ταβέρνα, εκεί που φτιάχνονται οι λέξεις. Κι όταν η φαντασία των τηλεοπτικών διαύλων στερεύει, ο κυρ Νίκος σε ένα περιφερειακό κανάλι μιλάει για «τα πάντα όλα». Αφήνει κληροδότημα μια νεολεξία, ωστόσο έντονα περιγραφική του απόλυτου, όπως το παλεύουμε καθημερινά. Φτάνουν να το υιοθετούν τίτλοι, επιγραφές καταστημάτων και φιλόλογοι, παρακάμπτοντας την ακυρολεξία προς χάριν αυτού του… Τελικά και η γλώσσα, η τόσο κανακεμένη, η τόσο απαιτητική, η τόσο ανυποχώρητη στις αθλιότητες, σε δημοσιογράφους που αδυνατούν να παραγάγουν το παραμικρό στο δύσβατο τοπίο της (επαναλαμβάνοντας ομού μετά των πολιτικών το κακόηχο και αγραμμάτιστο «να παράξουν») υποκλίνεται στον πρόσφατα χαμένο κυρ Νίκο, αναγνωρίζοντας την αυθεντικότητα ως το «εκ των ων ουκ άνευ» στοιχείο της (με τον ίδιο κακοδιατυπωμένο τρόπο). Μέσα και έξω από τα γήπεδα γιατί σε άλλη περίπτωση κινδυνεύεις να μπλέξεις με φτιασιδωμένους διαλόγους, τρικλοποδιές και Μιωνήδες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!