Αρχική πολιτική Το νέο, πραγματικό ρήγμα

Το νέο, πραγματικό ρήγμα

Να ενισχυθεί ο πόλος που αντιπαλεύει την παγκοσμιοποίηση

Mε αφορμή το μακεδονικό και τα συλλαλητήρια γίνεται για μια ακόμη φορά σαφές ότι οι παλιές τοπογραφίες του πολιτικού συστήματος και ο επακόλουθος διαχωρισμός σε δύο μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά μπλοκ, αυτά της Δεξιάς και της Αριστεράς, έχουν πάψει να ισχύουν. Ιδίως από την εποχή της εισόδου της Ελλάδας στη μνημονιακή και τελικά ημιαποικιακή εποχή, έγινε εντελώς σαφές ότι τα δύο μπλοκ έχουν γίνει μαλλιά-κουβάρια: όλοι γνωρίσαμε απλούς πολίτες, πάλαι ποτέ δεξιούς ή και απολίτικους, που στρατεύτηκαν στον αντιμνημονιακό καταρχήν αγώνα. Όπως γνωρίσαμε και… αριστερούς που υιοθέτησαν το δόγμα ΤΙΝΑ («δεν υπάρχει εναλλακτική») και εφάρμοσαν όσα αδυνατούσαν να επιβάλουν προηγούμενες κυβερνήσεις.

Έτσι, στη θέση των παλιών διαχωριστικών γραμμών άνοιξε και διαρκώς βαθαίνει ένα νέου τύπου ρήγμα – κι αυτό δεν είναι μόνο ελλαδικό φαινόμενο. Στη μια πλευρά έχουμε ετερόκλητα και υπό διαμόρφωση ρεύματα που αντιτίθενται σε αυτό που εκλαμβάνουν ως ισοπέδωση χωρών, κοινωνιών, ταυτοτήτων κ.λπ. Αυτά τα ρεύματα, που συχνά τσουβαλιάζονται ως «λαϊκισμός» ή «εθνολαϊκισμός», έχουν να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρα ερωτήματα και δεν μπορούν να βασιστούν σε παλιές συνταγές για να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα νέο απελευθερωτικό κίνημα.

Η παράταξη της παγκοσμιοποίησης  δουλεύει συστηματικά εδώ και δεκαετίες για να υπονομεύσει, να καθυποτάξει και να εξανδραποδίσει οποιονδήποτε και οτιδήποτε θεωρεί εμπόδιο στην απόλυτη κυριαρχία της: από κράτη, έθνη και λαούς έως ιστορίες και ιδέες

Από την άλλη, ορθώνεται ισχυρή η παράταξη της παγκοσμιοποίησης. Αυτή κυριαρχεί όχι μόνο σε πολιτικό, στρατιωτικό κ.λπ. επίπεδο, αλλά και ιδεολογικά, αφού δουλεύει συστηματικά εδώ και δεκαετίες για να υπονομεύσει, να καθυποτάξει και να εξανδραποδίσει οποιονδήποτε και οτιδήποτε θεωρεί εμπόδιο στην απόλυτη κυριαρχία της: από κράτη, έθνη και λαούς έως ιστορίες και ιδέες. Υποφέρει όμως κι αυτή από την ενδόρρηξη ανάμεσα  στην πτέρυγα των φανατικών υποστηρικτών του χρηματιστικού παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και την εξίσου ολιγαρχική πτέρυγα της «αναδίπλωσης».

Προπαρασκευή πυροβολικού…

Το νέου τύπου ρήγμα εμφανίστηκε γρηγορότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα – όπου το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα παραμένουν «υποδειγματικά» κουβαριασμένα. Εδώ εξάλλου, ήδη καιρό πριν το ξέσπασμα της κρίσης, προηγήθηκε μια συστηματική προπαρασκευή πυροβολικού από το στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης (με εκπληκτική διείσδυση στους χώρους της Αριστεράς). Κυριολεκτικά χιλιάδες διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, αναλυτές κ.ά. γαλουχήθηκαν στην καταπολέμηση και αποδόμηση εννοιών όπως πατρίδα, ταυτότητα, ιστορία. Οι δυνάμεις που ανέλαβαν αυτή τη δουλειά, με το αζημίωτο βέβαια, είναι ανομοιογενείς. Αλλά δουλεύουν από κοινού, με πολιορκητικό κριό  νέες «ριζοσπαστικές» συλλήψεις (από τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό μέχρι… τελικής πτώσεως, έως τον δικαιωματισμό).

Το ρήγμα λοιπόν μεταξύ των δυνάμεων που υπηρετούν την παγκοσμιοποίηση και αυτών που όπως-όπως την αντιμάχονται θα βαθύνει. Κι ακριβώς επειδή έχουν θολώσει εντελώς οι παλιοί διαχωρισμοί, και είναι μια ομπαμική-κλιντονική «αριστερά» που έχει καβαλήσει το άτι της ισοπέδωσης των επάρατων αναχρονισμών, πολλές και αντιτιθέμενες δυνάμεις ψαρεύουν στην αντίπερα όχθη – με πρώτη την Ακροδεξιά. Αυτή η υπαρκτή ακροδεξιά παρέμβαση αναγορεύεται σε υπ’ αριθ. 1 εχθρό ακριβώς για να κρυφτούν, να συκοφαντηθούν και τελικά να συντριβούν τα θέλω των λαών και κοινωνιών που αντιστέκονται στον εξανδραποδισμό τους [βλ. και κείμενο του Στάθη Σταυρόπουλου στη σελ. 10 αυτού του φύλλου].

Δεν μπορούν να πνίξουν τη δυσαρέσκεια

Αυτό όμως δεν εμποδίζει να εκφράζεται, συχνά με στρεβλό τρόπο αλλά πάντα με ένταση, μια τεράστια δυσαρέσκεια ενάντια στο στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης, τα δόγματα και τους καταναγκασμούς της. Ακόμη και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις τα κατεστημένα αδυνατούν να θέσουν υπό έλεγχο αυτή τη δυσαρέσκεια και τις «παρενέργειές» της: τα φαινόμενα Τραμπ και Σάντερς στις ΗΠΑ (άσχετα από το τι μπορεί και θέλει να κάνει ο Τραμπ κι από την άνευ όρων συνθηκολόγηση του Σάντερς), δημοψηφίσματα που πηγαίνουν στραβά (από το ελληνικό ως το Brexit και το ιταλικό), επίμονη πολιτική αστάθεια ακόμη και σε ηγεμονικές δυνάμεις (π.χ. Γερμανία), ευθεία αμφισβήτηση ιμπεριαλιστικών κρατικών σχηματισμών (π.χ. του ισπανικού κράτους από αυτονομιστικά κινήματα με βαθιές ιστορικές και λαϊκές ρίζες) κ.ο.κ.

Τέτοιου είδους παρενέργειες, που πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια, τρομάζουν τις ελίτ. Οι οποίες ενεργοποιούν όλους τους «πρόθυμους» που έχουν στη δούλεψή τους για να ακυρώσουν τελικά αυτήν καθαυτή την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς και μορφές υλοποίησής της (τα δημοψηφίσματα έχουν εδώ την τιμητική τους), συκοφαντώντας τις λαϊκές αντιδράσεις. «Εθνικιστικοί παροξυσμοί» ή και απευθείας «ακροδεξιός κίνδυνος» είναι όροι που έρχονται και επανέρχονται για να χαρακτηρίσουν τις εκφράσεις της δυσαρέσκειας ενάντια στις ισοπεδωτικές πολιτικές της παγκοσμιοποίησης και των φορέων της…

Αποαριστεροποίηση και περιφρόνηση του λαού

Σε αυτή τη διαπάλη μεταξύ υπέρμαχων και πολέμιων της παγκοσμιοποίησης, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς ενστερνίζεται τα «προοδευτικά» ιδεολογήματα του πρώτου στρατοπέδου και συχνά λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός του*. Στην ελλαδική περίπτωση μάλιστα, όλα αυτά συμβαίνουν στο φόντο μιας αποαριστεροποίησης, αφού είναι μια «αριστερή» κυβέρνηση που προσκυνά την ΤΙΝΑ και εφαρμόζει τις πολιτικές της. Το ρήγμα γίνεται ακόμη πιο ορατό όταν ο ξένος παράγοντας (εν προκειμένω οι ΗΠΑ) επανεισάγουν βίαια στην ατζέντα, για να υπηρετήσουν τους σχεδιασμούς τους στη γειτονιά μας, θέματα όπως το «μακεδονικό». Έτσι η κυβέρνηση Τσίπρα αποδεικνύεται η πιο εθελόδουλη των τελευταίων δεκαετιών, ικανή για όλα προκειμένου να ικανοποιήσει τους υπερατλαντικούς αφεντάδες της και να κρατηθεί στην καρέκλα της.

Οι ελίτ ενεργοποιούν τους «πρόθυμους» που έχουν στη δούλεψή τους για να ακυρώσουν τελικά αυτήν καθαυτή την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς και μορφές υλοποίησής της (τα δημοψηφίσματα έχουν την τιμητική τους)

Το γεγονός ότι, όσα κάνει, τα κάνει στο όνομα της Αριστεράς επιτείνει τη σύγχυση και δυσκολεύει κι άλλο την όποια απόπειρα να χαραχτεί ένας δρόμος ανεξάρτητος από τα αστικά και ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα όταν η κατά τα άλλα αντικυβερνητική Αριστερά παίρνει μέρος στην επιχείρηση συκοφάντησης της απρόσμενης (για μια ακόμη φορά) λαϊκής αντίδρασης. Διότι εκεί που όλα έβαιναν καλώς, με την κοινωνία καθηλωμένη αφότου απέτυχαν όλες οι αναθέσεις της, η σταγόνα του μακεδονικού ξεχείλισε το ποτήρι. Όμως η γνήσια ανησυχία πλατιών μαζών για το μέλλον της χώρας, η υποσυνείδητη έστω κατανόηση ότι αυτό απειλείται από τους σχεδιασμούς των μεγάλων, η πηγαία αντίδραση τους, αντιμετωπίστηκαν από την Αριστερά με την ίδια δυσανεξία που είχε δείξει και σε προηγούμενες… απρόσκλητες εισβολές του λαϊκού παράγοντα (πλατείες κ.λπ.).

Χάνεται το δάσος…

Αυτή η οργίλη καταδίκη και κατασυκοφάντηση των θέλω του λαού ως αντιδραστικών και εθνικιστικών, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση της Αριστεράς, που δεν θέλει να δει ότι αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος και πιο επικίνδυνος εχθρός είναι το στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης – διότι αυτού του στρατοπέδου οι πολιτικές επιβάλλονται και εδώ. Η δε επιμονή της να υιοθετεί το «δικαιωματικό» και «αντιεθνικιστικό» οπλοστάσιο του αντίπαλου στρατοπέδου την κάνει να χάνει το δάσος και να εστιάζει στο δέντρο. Καταλήγει έτσι να προτιμά, λιγότερο ή περισσότερο κριτικά, τις γνώριμες αγκάλες μιας οικογένειας που ηγεμονεύεται από την κυβερνώσα εκδοχή της, παρά τον «πρωτογονισμό» μαζών που δεν ελέγχει.

Η υστερική διόγκωση και επίκληση του κινδύνου του φασισμού μπορεί να λειτουργεί ως  βολικό άλλοθι, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα: σήμερα τις ακροδεξιές πολιτικές τις υλοποιούν κεντροαριστερές ή κεντροδεξιές κυβερνήσεις, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσουν τον «αντιφασισμό» τους – όταν δεν συγκυβερνούν αρμονικά με ακροδεξιούς. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, δεν είναι η Λεπέν που ανατινάζει τον κοινωνικό ιστό, παροξύνει την καταστολή, διαιωνίζει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, εντείνει τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες και καταδιώκει τους μετανάστες και πρόσφυγες που αυτές προκαλούν. Είναι ο «δημοκρατικός» πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος αναδείχθηκε από μια οικτρή μειοψηφία, και μάλιστα με την υποστήριξη της Αριστεράς…

* Βλ. μεταξύ άλλων το αφιέρωμα «Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά» (φύλλο 335, σελ. 14-15).

 

Ανάγκη να ασκηθεί πολιτική!

Είναι απαραίτητο να πάρει προοδευτικά, αντιιμπεριαλιστικά, αντιπαγκοσμιοποιητικά χαρακτηριστικά αυτό που καταγγέλεται ως «εθνολαϊκισμός». Έτσι θα μετασχηματιστεί σε ένα πολιτικό κίνημα που θα υποστηρίζει την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, το οποίο με τη σειρά του θα ανοίξει το δρόμο για τη μετάβαση σε μια διαφορετική κοινωνία [βλ. και Σαμίρ Αμίν στη διπλανή στήλη]. Αλλά για να συμβούν αυτά θα πρέπει να… ασκηθεί πολιτική από όσους αντιμάχονται το μπλοκ της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης – μια πολιτική που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, το διαζύγιο με αντιλήψεις που χειροκρότησαν την ανατίναξη διάλυση χωρών όπως η Γιουγκοσλαβία, ή αδιαφορούν για την τύχη των «παρωχημένων» εθνών κρατών επειδή «έτσι κι αλλιώς καπιταλισμό έχουμε».

Δεν θα μπορέσει να ανακοπεί το τερατώδες σχέδιο για ισοπέδωση χωρών και εξανδραποδισμό λαών, για μετατροπή της πλειοψηφίας σε γκετοποιημένα υποζύγια και καύσιμη ύλη πολέμων, εάν δεν αντισταθούμε στο στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης. Κι αυτό δεν θα το καταφέρουμε εάν δεν αντιταχθούμε σε στερεότυπα που, πέραν του ότι είναι αναχρονιστικά (για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς ένα προσφιλή όρο του αντιπάλου), δεν είναι πλέον διόλου αθώα. Αναπόφευκτα, μια τέτοια κίνηση θα βαθύνει το ρήγμα και εντός της Αριστεράς, που αποτελούσε βασικό πόλο της παλιάς πολιτικής τοπογραφίας. Θα πρόκειται για ρήγμα βαθύτερο από αυτά που προκάλεσαν ενδοαριστερές αντιπαραθέσεις και ομηρικές μάχες για ονόματα (διότι κι αν έχει καβγαδίσει η Αριστερά για ονόματα…).

Σε κάθε περίπτωση, μια κυβέρνηση ικανή να γλείφει με τον ίδιο ενθουσιασμό μία τους Κλίντον-Ομπάμα και μία τους Τραμπ, μια κυβέρνηση εθελόδουλων που αβαντάρει και ξεπλένει την ακροδεξιά ενώ ταυτόχρονα εκβιάζει τον προοδευτικό κόσμο να συνταχθεί μαζί της και να αποδεχθεί τετελεσμένα, επικαλούμενη με θράσος έναν κούφιο αντιφασισμό, θα έπρεπε να ήταν η τελευταία με την οποία οι αριστεροί νιώθουν οποιαδήποτε οικειότητα. Έστω και ως δήθεν μικρότερο κακό.

Σχόλια

Exit mobile version