του Δημήτρη Μπελαντή

Δεν χρειάζονται πολλές επεξηγήσεις για να κατανοήσει κανείς ότι το διεθνές γεωπολιτικό τοπίο, ιδίως μετά την προεδρική εκλογή του Μπάιντεν στις ΗΠΑ, γίνεται όλο και πιο εύφλεκτο και επικίνδυνο. Ιδίως, η ρωσοουκρανική αναζωπύρωση, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση από το 2014, χωρίς να είναι το μόνο κρίσιμο πεδίο σύγκρουσης, γεννά εύλογους φόβους για τον κίνδυνο ενός περιφερειακού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας που θα μπορούσε να εξελιχθεί και σε παγκόσμιο. Στην περίπτωση αυτήν, η απόσταση ανάμεσα σε έναν συμβατικό και σε έναν πυρηνικό πόλεμο δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να μην μπορεί να διανυθεί. Μπορεί να υπάρχει πάντοτε ο φόβος της «αμοιβαίας καταστροφής» (MAD), αλλά όλο και λιγότερο οι ισχυροί παίκτες δείχνουν να πτοούνται από αυτόν τον φόβο και να καθοδηγούνται από ρασιοναλιστικά κίνητρα. Ιδίως, η αμερικανική απόσυρση από παλαιότερες συμφωνίες κατά της επέκτασης των διηπειρωτικών πυραύλων (ICBM) ή των πυρηνικών όπλων γενικότερα είναι αρκετά εύγλωττη.

ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ, μια τέτοια ακραία φορτισμένη διεθνή συγκυρία θα γεννούσε ισχυρά μαζικά κινήματα υπέρ της ειρήνης, υπέρ του αφοπλισμού και ιδίως κατά των προκλήσεων εκ μέρους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Θυμίζουμε λ.χ. την μεγάλη ανάπτυξη των κινημάτων ειρήνης στην Δυτική Ευρώπη το 1983 κατά της εγκατάστασης των πυραυλικών συστημάτων Πέρσινγκ-Κρουζ. Στη σημερινή συγκυρία, η ύπαρξη της πανδημίας και του Covid-19 καθώς και οι πολιτικές διαχείρισης από την πλευρά των κρατών έχουν ως αποτέλεσμα μια φοβισμένη και κλεισμένη στο σπίτι της κοινή γνώμη που ιεραρχεί τελείως άλλα πράγματα από την αντίδραση απέναντι σε έναν ισχυρά πιθανό περιφερειακό έως και παγκόσμιο πόλεμο. Οι λαοί παρακολουθούν τις εξελίξεις που τους αφορούν άμεσα όσον αφορά την επιβίωσή τους, παγωμένοι και παράλυτοι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι διευρύνεται το ενδεχόμενο καταστροφής του ανθρώπινου πολιτισμού.

Αφού πρώτα βιώθηκε μια ορισμένη ευφορία στις ΗΠΑ για την ήττα και απομάκρυνση του ακραίου Τραμπ, που κατά μια «προοδευτική» ή «φιλελεύθερη» κοινή γνώμη προσωποποιούσε αποκλειστικά τα αρνητικά του αμερικανικού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, οι τοποθετήσεις του Μπάιντεν για τον Πούτιν ως «δολοφόνο» δείχνουν μια ακραία κινητοποίηση κατά της ειρήνης εκ μέρους του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος ισχύος. Επίσης, υπάρχει μια αλλαγή προτεραιοτήτων: Ενώ επί Τραμπ ως βασικός οικονομικός αντίπαλος των ΗΠΑ θεωρούνταν η Κίνα και υπήρχε μια ορισμένη κινητοποίηση στη Θάλασσα της Κίνας και στο στρατιωτικό επίπεδο, η διοίκηση Μπάιντεν προνομοποιεί ως πολιτικοστρατιωτικό αντίπαλο την Ρωσία του Πούτιν, την οποία εμπλέκει και στην υπόθεση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2016. Ακόμη, η διοίκηση Μπάιντεν κινητοποιεί όλο τον μηχανισμό του ΝΑΤΟ κατά της «ρωσικής απειλής».

Μπορεί να μην συγκαταλέγομαι στους θαυμαστές του φαινομένου Πούτιν ή της εσωτερικής του πολιτικής, αλλά θεωρώ εξαιρετικά σαφές ότι οι ΗΠΑ σε αυτήν τη συγκυρία έχουν καθαρή πρωτοβουλία των επιθετικών κινήσεων. Το να ονομάσει κανείς τον πρόεδρο της Ρωσίας «δολοφόνο» ξεπερνά ακόμη και τον χαρακτηρισμό του Ρήγκαν για την Σοβιετική Ένωση στα 1981-1982 ως «αΑυτοκρατορία του Κακού». Ακόμη και το καλοκαίρι του 1947, όταν ξεκινά ο Ψυχρός Πόλεμος και εγκαθίσταται το δόγμα Τρούμαν, ούτε ο Τρούμαν ούτε κάποιος άλλος χαρακτήρισε τον Στάλιν ή όποιαν άλλη σοβιετική ηγεσία ονομαστικά ως «δολοφόνους». Αυτό είναι πολιτικά πρωτοφανές και δεν του έχει δοθεί η ανάλογη σημασιοδότηση και προσοχή. Επίσης, η ανάπτυξη στρατευμάτων (το ΝΑΤΟ μιλά για 80.000 στρατιώτες) εκ μέρους της Ρωσίας είτε στα σύνορα με την Ουκρανία είτε στα σύνορα με τις αμφισβητούμενες περιοχές (Ντόνετσκ. Λουχάνσκ κ.λπ.) είναι απολύτως λογική από την πλευρά της, από την στιγμή που ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολόντιμιρ Ζελένσκυ έχει υπογράψει προ ημερών προεδρικό διάταγμα για τη στρατιωτική ανακατάληψη της Κριμαίας (κάτι που τα δυτικά ΜΜΕ δεν το πολυπροβάλλουν ή μάλλον ορθότερα το παρασιωπούν πλήρως). Κι από την στιγμή που δυνάμεις του ΝΑΤΟ κινούνται μαζικά προς την επίμαχη ζώνη. Επίσης, ο ίδιος ο Ζελένσκυ μεταβαίνει στη συνοριακή γραμμή, φορώντας στολή παραλλαγής, για να δείξει την άμεση πολιτική κάλυψη στην προετοιμασία για πόλεμο.

Στην πραγματικότητα, η Ουκρανία με την άμεση συμβολή ή και υποκίνηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ επιδιώκει να ανασχέσει δια της στρατιωτικής απειλής την Ρωσία. Πιέζοντάς την να εγκαταλείψει την υποστήριξη των αυτονομιστών στις αμφισβητούμενες περιοχές ή και να υποχωρήσει από την Κριμαία, παραδίδοντάς την στην Ουκρανία, παρά το δημοψήφισμα που έχει πραγματοποιηθεί προ ετών. Ταυτόχρονα, αυτή η δυτική πολιτική επιδιώκει να μεταθέσει την πίεση του ΝΑΤΟ προς την Ρωσία όλο και πιο ανατολικά, σύμφωνα με την παλιότερη πολιτική της «Μεγάλης Σκακιέρας» του Ζ. Μπρεζίνσκυ για τον έλεγχο των «ευρασιατικών Βαλκανίων», να αναδιανείμει το ζήτημα των αγωγών φυσικού αερίου και να επεκτείνει στρατιωτικά το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά.

ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, ανοίγουν και άλλα συνδεόμενα στρατιωτικά μέτωπα, με πιθανότητα συγκλίνουσας κλιμάκωσης. Το Ισραήλ χτυπά εγκατάσταση του Ιράν σχετική με το πυρηνικό του πρόγραμμα, ο ISIS ξανακάνει μυστηριωδώς την επανεμφάνισή του στη Συρία, το συριακό μέτωπο εμφανίζει τον κίνδυνο να ξαναανοίξει, η Ταιβάν ενισχύει τον εξοπλισμό της, ενώ στη Νότια Κινεζική Θάλασσα οργανώνεται, με αμερικανική άμεση στήριξη και ενθάρρυνση, ένα μεγάλο σύστημα στρατιωτικών συμμαχιών κατά της Κίνας, περιλαμβάνοντας ισχυρά κράτη όπως η Αυστραλία, το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες, η Ιαπωνία κ.λπ. Μέσα σε όλα αυτά, η Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη βρίσκει άλλη μια σπουδαία ευκαιρία για να αναβαθμισθεί περαιτέρω πολιτικοστρατιωτικά στην ευρασιατική ζώνη, έχοντας μια σχεδόν «υποδειγματική» διπλωματική και πολιτική ταλάντευση ως «επιτήδειος ουδέτερος». Παίζοντας μια προς τη Ρωσία και μια προς το ΝΑΤΟ, από το οποίο δεν έχει ποτέ ριζικά αποκοπεί (παρά την ένταση που δημιουργήθηκε με τους S-400 και μια σειρά άλλες αφορμές), τώρα φαίνεται να ευνοεί μια προσέγγιση προς την Ουκρανία και μια τάση συνένωσης με τον νατοϊκό άξονα ανάσχεσης κατά της Ρωσίας.

Θυμίζοντας την περίφημη διατύπωση του θεωρητικού του Ψυχρού Πολέμου Τζωρτζ Κέναν (Kennan) το 1947 για την «ανάσχεση» της τότε Σοβιετικής Ένωσης «με την επιδέξια και μαχητική εφαρμογή της αντι-ισχύος έναντι της Σοβιετικής Ένωσης σε μια σειρά από μετατοπιζόμενα γεωγραφικά και πολιτικά σημεία» (από το άρθρο του στο Foreign Affairs «The sources of Soviet conduct» τον Ιούλιο 1947, το οποίο υπέγραφε ως «Χ”» ), η πολιτική του Μπάιντεν ή ορθότερα της ελίτ πίσω από τον Μπάιντεν οδηγεί σε έναν οξύ Ψυχρό Πόλεμο, που μπορεί να μεταβληθεί και σε θερμό.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι το «γιατί» και θέλει αρκετό ψάξιμο και σκέψη. Πώς μια ολόκληρη εκστρατεία υπέρ της «δικαιωματικής και μη-βίαιης Αμερικής» με liberal-φιλομειονοτικό πρόσημο οδηγεί σε μια ριζική επαναστρατιωτικοποίηση; Σχετίζεται αυτό με την οξεία οικονομική κρίση, που επιδείνωσε η πανδημία ; Σχετίζεται με τη μακρά κρίση κερδοφορίας του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος και τη σχετική αποτυχία ακόμη και της «χρηματιστικοποίησης» ως μόνιμης διεξόδου; Σχετίζεται πιθανόν με ένα πρόγραμμα πολέμων και στρατιωτικού κεϋνσιανισμού σαν αυτό που επέλυσε βίαια τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής κρίσης του ’29; Υπάρχει περίπτωση οι κυρίαρχες δυνάμεις, κυρίως των ΗΠΑ-Ε.Ε. αλλά όχι μόνο, να επιζητούν μια τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων στον πλανήτη καθώς και τη προληπτική αποτροπή της αντικατάστασής τους από τις κυρίαρχες ελίτ της Ανατολής και ιδίως της Κίνας; Και η ελίτ της ανερχόμενης Κίνας τι επιδιώκει άραγε; Έχουν όλα αυτά πιθανή σχέση με τις πολιτικές της υγειονομικής δικτατορίας που εφαρμόζεται σε Δύση και Ανατολή;

Μια σημαντική διαφορά από την στρατηγική Κέναν το 1947 είναι το γεγονός ότι ο εξαιρετικά οξυδερκής πολιτικός και διπλωμάτης Κέναν άφηνε περιθώρια εντός της ιμπεριαλιστικής «ανάσχεσης» για διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς με τον σοβιετικό αντίπαλο (π.χ. θεωρούσε ότι ο αμερικανικός στρατός πρέπει να αποχωρήσει από τη Δυτική Ευρώπη, ώστε να οικοδομηθεί ένα αίσθημα ασφάλειας στην ΕΣΣΔ ότι δεν απειλείται άμεσα η δική της ζώνη ισχύος και επιρροής). Η τωρινή στρατηγική Μπάιντεν δεν φαίνεται να το κάνει, το τελείως αντίθετο. Ενισχύει την «ανασφάλεια» της Ρωσίας με κάθε δυνατό τρόπο. Τι είναι αυτό που κάνει τις τωρινές ΗΠΑ πιο αδιάλλακτες; Μήπως το γεγονός ότι ως δύναμη πια είναι κατερχόμενη στο διεθνές προσκήνιο, αποχωρούσα και, άρα, πιο «ανασφαλής»; Και κυρίως, το πιο σημαντικό, ποιες δυνάμεις και πολιτικές πρακτικές διεθνώς μπορούν να ανακόψουν την πορεία προς την καταστροφή; Τι μπορεί να γίνει ειδικότερα στη χώρα μας ώστε να μην οδηγηθούμε ως «αμνοί στην σφαγή»; Γιατί κανείς δεν θέλει να συζητήσει γι’ αυτό;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!