Αρχική πολιτισμός Κάννες: Μικρά διαμάντια πίσω από τις λαμπερές προθήκες

Κάννες: Μικρά διαμάντια πίσω από τις λαμπερές προθήκες

Βγήκε στην επιφάνεια η εγκαθιδρυμένη παρακμή

Ανταπόκριση από Κάννες: Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Η γενική επικράτηση μιας κυρίαρχης απολίτικης στάσης λειτουργεί καταλυτικά και στο σινεμά, το οποίο διαμορφώνει ως αυτόνομη καλλιτεχνική έκφραση συγκεκριμένη πολιτική πρόταση. Δίχως τα μεγάλα ονόματα μιας γενιάς, που έκαναν τη διαφορά -Χάνεκε, Ταρ, Τρίερ, Αλμοδόβαρ- φέτος στις Κάννες αναδείχθηκε η εγκαθιδρυμένη παρακμή.

Μεγάλος νικητής του 68ου Φεστιβάλ Καννών αναδείχθηκε ο Ζακ Οντιάρ, με την ταινία Dheepan, όπου ένας αντιστασιακός μαχητής μετατρέπεται σε μετανάστη, όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Σρι Λάνκα για να μεταβεί στο Παρίσι.

Το βραβείο σκηνοθεσίας απονεμήθηκε στον Κινέζο Χου Χσιάου Χσιεν, για τη νέα του ταινία The Assassin, που τοποθετείται στον κινέζικο μεσαίωνα, με εντυπωσιακές τοπικές ενδυμασίες και ωραίες παραδοσιακές μουσικές, σε μια αργών ρυθμών ταινία, με εξάρσεις χορογραφιών σε σκηνές πολεμικών τεχνών.

Αναμενόμενη ήταν η διάκριση του Γιώργου Λάνθιμου για τον Αστακό, που κέρδισε καλές εντυπώσεις, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο φύλλο, και απέσπασε τελικά το Βραβείο της Επιτροπής.

Εκτός συναγωνισμού προβλήθηκε η νέα ταινία Irrational Man, του 79χρονου Γούντι Άλεν, που επανέρχεται στο ντοστογιεφσκικό μοτίβο του Match Point, γύρω από την ηθική διάσταση του τέλειου φόνου. Σε πιο ανάλαφρη, σχεδόν κωμική εκδοχή, με το ταιριαστό δίδυμο Γιόακιν Φοίνιξ-Έμα Στόουν στους ρόλους ενός γοητευτικού αλκοολικού πανεπιστημιακού καθηγητή που κατακτά τη νεαρή φοιτήτριά του, είναι γεμάτη έξυπνους διάλογους, με λογοτεχνικές αναφορές στους Καντ και Χάιντεγκερ, που με τη γνωστή αυτοσαρκαστική διάθεση του δημιουργού χαρακτηρίζονται από τους ίδιους τους χαρακτήρες ως «προφορικοί αυνανισμοί διανοουμενίστικων εντυπωσιασμών».

Σε αντίθεση με το υποτονικό Διαγωνιστικό, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίασε το τμήμα Ένα κάποιο βλέμμα, όπου αναζητούνται ταλέντα με φρέσκια ματιά.

Στο High Sun, του Κροάτη Ντάλιμπορ Μάτανιτς, καταγράφεται το νωπό ακόμα τραύμα του πολέμου, μέσα από τρεις ιστορίες. Η παράνοια του άγριου εθνικού διχασμού, το 1991, πλήττει ανεπανόρθωτα ένα μεικτό ζευγάρι, όταν ο άντρας σκοτώνεται από πυρά της αντίπαλης εθνότητας. Δέκα χρόνια μετά, η κοπέλα επιστρέφει στο μισοκατεστραμμένο σπιτικό, προσπαθώντας να ξαναρχίσει τη ζωή της. Μέσα σε ένα παιχνίδι ρυθμικών θορύβων εξελίσσεται ένα έντονο ερωτικό πάθος ανάμεσα στην κοπέλα και τον τεχνίτη που την βοηθάει στην επισκευή. Η αδυναμία, όμως, να ξεπεραστούν οι λαβωματιές του παρελθόντος στοιχειώνει ακόμα και τις μετά τον πόλεμο γενιές. Η χρήση του ίδιου πρωταγωνιστικού ζευγαριού και στις τρεις καταδικασμένες ερωτικές ιστορίες δημιουργεί μια διαχρονική ενότητα γύρω από την καταστροφική επίδραση των ανεπούλωτων πληγών ενός διχασμού.

Παρουσιάζοντας τη νέα του ταινία Cemetery of Splendour, ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα (2010) Ταϊλανδός Απιτσατπόνγκ Ουέρασεθακούλ ευχαρίστησε τον σύντροφό του που του συμπαραστάθηκε στη λογοκρισία της πρόσφατης δικτατορίας. Θέμα της ταινίας η σύναψη σχέσης μιας καλοσυνάτης κουτσής 60άρας με έναν από τους σοβαρά τραυματισμένους στρατιώτες που φροντίζει στο γειτονικό σχολείο, όταν συνέρχονται από κώμα. Η λαϊκότητα του κιτς συνυφαίνεται με τις δεισιδαιμονίες της ταϊλανδέζικης κοινωνίας και τους θρύλους μετενσάρκωσης και ύπνωσης της ασιατικής κουλτούρας, σε μια αντιπολεμική χρήση της μιλιταριστικής αισθητικής, που περιέχει ψήγματα σύγχρονης βίντεο αρτ, καθώς ο Ουερασεθακούλ είναι πρωτίστως εικαστικός καλλιτέχνης. Η εξωτική βλάστηση λειτουργεί υπερβατικά, ενώ το ηχητικό παιχνίδι με τους πολύβουους ανεμιστήρες, στο θάλαμο με τους στρατιώτες σε λήθαργο, συμπληρώνεται από τους εναλλασσόμενους πολύχρωμους φωτισμούς από περίεργους σωλήνες, που δημιουργούν μια χιουμοριστική, ψυχεδελική νότα, θυμίζοντας τις αφηρημένες εικαστικές παρεμβάσεις ενός Γκοντάρ, σε σκηνές που αποκτούν καλλιτεχνική αυτονομία.

Επίσης αξιόλογη και η ταινία Alias Maria του Κολομβιανού Χοσέ Λουίς Ρουγκέλες Γκράσια, με μια ομάδα έφηβων ανταρτών, στη ζούγκλα της Κολομβίας, που αναζητά καταφύγιο για το νεογέννητο βρέφος του Διοικητή, εν μέσω συρράξεων με παραστρατιωτικούς φασίστες. Ο 20χρονος αρχηγός έχει υπό τις διαταγές του έναν 16χρονο Αφρικανό μαχητή, ένα μικροκαμωμένο 12χρονο αγόρι και τη 13χρονη αντάρτισσα Μαρία, με το όπλο στον ώμο και το μωρό που της εμπιστεύτηκαν στην αγκαλιά. Κρυφά έγκυος και η ίδια, πάει κόντρα στις διαταγές του διοικητή για έκτρωση, τη στιγμή που η ανυπακοή στη στρατιωτική πειθαρχία ισοδυναμεί με λιποταξία. Ρεαλισμός με κάμερα που καταγράφει από κοντά, προκαλώντας ένταση με πλάνα πνιγμένα στο πράσινο της ζούγκλας και ανήλικους που σοκάρουν σε ένα βάναυσο πολεμικό σκηνικό. Η ζωογόνα γυναικεία πλευρά, αρχέγονο αντιθετικό σχήμα με την άγρια αντρική θανατηφόρα, σε ένα διαρκή πόλεμο, διαμορφώνει την κεντρομόλο δύναμη στη σπάνια -κινηματογραφικά- θεματολογία της μητρότητας εν μέσω πολέμου, που αλλάζει ριζικά τη μικρή αγωνίστρια, σε κάποια πλάνα σαν Παναγιά με βρέφος ντυμένη στο χακί, σηματοδοτεί μια ευρύτερη αντιπολεμική διάσταση σε μια χώρα που για πάνω από 50 χρόνια βρίσκεται σε πόλεμο, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Στο Τμήμα Εβδομάδα της Κριτικής παρουσιάστηκε η ταινία του Έλι Βαζεμάν Οι Αναρχικοί, όπου συμμετέχει και η Αντέλ Εξαρχόπουλος, με ένα νεαρό αστυνομικό να διεισδύει στο κοινόβιο μιας ομάδας νεαρών αναρχικών, στο Παρίσι του 1899 και να γοητεύεται από αυτούς, ενώ ερωτεύεται την κοπέλα του φιλάσθενου ιδεολόγου. Μια ταινία που στοχεύει σ’ ένα νεαρό κοινό, έτοιμο να καταναλώσει ένα πολιτικά ανώδυνο κινηματογραφικό προϊόν.

Σχόλια

Exit mobile version