Αρχική πολιτισμός Τεύκρος Μιχαηλίδης: Η «ουδετερότητα» είναι μια ανύπαρκτη κατάσταση

Τεύκρος Μιχαηλίδης: Η «ουδετερότητα» είναι μια ανύπαρκτη κατάσταση

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Κώστα Στοφόρο

 

Κάθε φορά που ολοκληρώνεις ένα από τα επτά διηγήματα του νέου βιβλίου του Τεύκρου Μιχαηλίδη Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής (Eδόσεις Πόλις) έχεις μια πικρή γεύση στο στόμα. Η πραγματικότητα είναι εδώ. Όντως, η Ελλάδα της κρίσης «φωτογραφίζεται» και τα πορτρέτα δεν είναι καθόλου κολακευτικά. Οι ιστορίες είναι γραμμένες με μαεστρία, συναρπαστικές -όπως ταιριάζει σε ένα καλό αστυνομικό διήγημα- δεν λείπουν τα παιχνίδια των μαθηματικών, αλλά σε αντίθεση με τα αισιόδοξα σενάρια που διαβάζουμε ή βλέπουμε στον κινηματογράφο, οι «κακοί» σπανίως πληρώνουν. Διότι οι «κακοί» κινούν τα νήματα και παίρνουν τις αποφάσεις.

Ο συγγραφέας πήρε τ’ όπλο του και σημαδεύει με ακρίβεια τις αιτίες της κρίσης. Μας δείχνει τους ενόχους. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ να μη τις παίρνει ο άνεμος». Πώς να μη θυμηθώ των Αναναγνωστάκη;

Η κάθε ιστορία καταφέρνει να είναι εντελώς διαφορετική και συνδετικός κρίκος η ηρωίδα, μια αντισυμβατική αστυνομικός, η Όλγα Πετροπούλου. Οι επιτυχίες της στην εξιχνίαση σκοτεινών υποθέσεων την οδηγούν από μετάθεση σε μετάθεση. Μια αφορμή για να ζήσουμε την κρίση όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά σε όλη τη χώρα.

Γνωστά πρόσωπα της επικαιρότητας, καρικατούρες για τις ανάγκες του μύθου, παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου και ο συγγραφέας σημαδεύει και πάλι με τις εύστοχες βολές του.

Αυτά που δεν τολμούν να αγγίξουν οι δημοσιογράφοι -ελέω μυθοπλασίας- τα αναδεικνύει το αστυνομικό διήγημα.

Ήταν φυσικό μετά απ’ όλα αυτά να θέλω να συζητήσω με τον ίδιο τον συγγραφέα. Όσα, δε, μου είπε, νομίζω πως αξίζει να διαβαστούν από πολλούς αποδέκτες…

26_BIBLIO_MIXAHLIDH

 

Με το καινούργιο σας βιβλίο αφήνετε το παρελθόν και μιλάτε για το σήμερα. Τι σας ώθησε σε αυτή την επιλογή;

Έχω την εντύπωση ότι και στα προηγούμενα βιβλία μου αναφερόμουν -κατά κάποιον τρόπο- στο σήμερα. Απλώς, αυτή τη φορά, οι αναφορές γίνονται ευθέως. Πιστεύω πως τα γεγονότα και οι καταστάσεις που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια μου δημιούργησαν την ανάγκη να γράψω μ’ αυτόν τον τρόπο. Ήταν τόσο ένα είδος συντηρητικής αυτοθεραπείας, όσο και μια ταπεινή μορφή παρέμβασης.

 

Τα διηγήματά σας είναι, ξεκάθαρα, πολιτικά. Δεν είναι κατά τη γνώμη μου απλώς «επτά φωτογραφίες της κρίσης», αλλά επτά μικρά δοκίμια -με τη μορφή αστυνομικής ιστορίας- για την κρίση. Θεωρείτε πως είναι ένα είδος «στρατευμένης λογοτεχνίας»;

Ο όρος «στρατευμένη τέχνη» είναι αρκετά παρεξηγημένος, μια και συχνά υποκρύπτει απλώς την προπαγάνδα. Ωστόσο, είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι η «ουδετερότητα» είναι μια ανύπαρκτη κατάσταση. Δεν υπάρχει ούτε στην πολιτική, ούτε στη Δικαιοσύνη, ούτε φυσικά στη λογοτεχνία. Δεν υπάρχει ούτε καν στη φωτογραφία! Από αυτήν την άποψη, το βιβλίο μου εκφράζει, σαφώς, μια πολιτική θέση. Δεν ξέρω αν αυτό το καθιστά στρατευμένο.

 

Έντονη είναι η παρουσία του Μπόρχες στο βιβλίο σας, που είναι ο αγαπημένος συγγραφέας της ηρωίδας σας, της υπαστυνόμου Όλγας Πετροπούλου. Τι σημαίνει για σας ο Μπόρχες;

Μοιράζομαι με την Όλγα την αγάπη για τον Μπόρχες. Μπορεί να μην κυκλοφορώ, όπως κάνει αυτή, μ’ ένα αντίτυπο των Απάντων του υπό μάλης, απολαμβάνω όμως ιδιαίτερα τα κείμενά του. Με σαγηνεύει η λιτότητα και η οικονομία του λόγου του καθώς και η «μαθηματική» του φύση, αφού κάθε του αφήγημα διέπεται -όπως και τα μαθηματικά θεωρήματα- από μια νομοτέλεια που ωστόσο δεν είναι ποτέ «προφανής». Παρ’ όλα αυτά, στο βιβλίο ο Μπόρχες δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο για το περιεχόμενο του έργου του, όσο για το συμβολισμό που φέρει το όνομά του. Ως ένας από τους προσκεκλημένους στο πάρτι του Κηλαηδόνη («Θέλω ένα βράδυ να κάνω ένα πάρτι / πάρτι από εκείνα τα παλιά […] να ’ρθει ο Καντίνσκι / να ’ρθει κι ο Μπόρχες/ να ’ρθει ο Σινάτρα / και να ’μαι κι εγώ»), ο Μπόρχες είναι ένα όνομα που διαφοροποιεί την Όλγα από τους συναδέλφους της, πράγμα απαραίτητο για να στοιχειοθετηθεί ο χαρακτήρας της.

 

Το τέλος της κάθε ιστορίας δεν φέρνει την «κάθαρση». Υπάρχει η λύση του «μυστηρίου» αλλά στην ουσία οι ένοχοι μένουν ατιμώρητοι. Πιστεύετε πως στην πραγματική ζωή μπορεί να αλλάξει αυτό;

Στη ζωή δεν υπάρχει ούτε δικαιοσύνη ούτε κάθαρση. Το πρώτο μήνυμα γι’ αυτό το πήρα πριν να κλείσω τα είκοσι, με τη δικαστική απόφαση για το «στιγμιαίο» αδίκημα της δικτατορίας· το τελευταίο το πήραμε όλοι μαζί πριν από λίγες μέρες, πάλι με μια δικαστική απόφαση. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει αυτό. Θα ήμουν, όμως, ιδιαίτερα ευτυχής αν αποδεικνυόταν ότι έχω άδικο.

 

Εμφανίζετε -κι έτσι είναι- τη διαπλοκή να αγκαλιάζει κάθε κομμάτι της καθημερινότητας. Σκάβετε κάτω από την επιφάνεια και καταλήγετε σε πικρά συμπεράσματα. Πόσο μπορεί κανείς να το αντέξει αυτό;

Η διαπλοκή και το έλλειμμα δικαιοσύνης που συνδέεται με αυτήν συχνά οδηγεί στον αδιέξοδο παραλογισμό της αυτοδικίας κι έτσι μας σπρώχνουν όλο και περισσότερο στο νόμο της ζούγκλας. Περιστασιακά, η έλλειψη αντοχής ατόμων και μικρών ομάδων στην παντελή απουσία δικαίου οδηγεί σε ακρότητες, λιγότερο ή περισσότερο επενδεδυμένες με διάφορους ιδεολογικούς μανδύες. Θεωρώ, μάλιστα, τυχερό τον εαυτό μου που η εξάντληση των ορίων της δικής μου αντοχής οδήγησε σε αυτό το βιβλίο και όχι σε κάτι άλλο. Η κοινωνία, ωστόσο, συνολικά μοιάζει να το αντέχει, αφού η αδικία και η διαπλοκή κυριαρχούν εδώ και αιώνες, οι δε περιστασιακές επαναστάσεις αποτελούν απλώς παρενθέσεις, που διαρκούν μόνο μέχρις ότου η νέα εξουσία δημιουργήσει τη δική της διαπλοκή.

 

Πόσο ευθύνονται οι Έλληνες διανοούμενοι (εντός ή εκτός εισαγωγικών) για τη σημερινή κατάσταση; Μπορεί να επιβιώσει κανείς έξω από το «μαντρί»;

Δεν συμφωνώ με την κρατούσα άποψη ότι οι διανοούμενοι αποτελούν μια ξεχωριστή κάστα ατόμων που εναντιώνονται ντε φάκτο στο «κακό» ή τουλάχιστον διατηρούν αναγκαστικά μια κριτική στάση απέναντι σε αυτό. Είδαμε στο παρελθόν κορυφαίους διανοούμενους να ταυτίζονται με το κατεστημένο και να το υπηρετούν. Να θυμίσω τον Έζρα Πάουντ και το θαυμασμό του για τον Μουσολίνι; Να θυμίσω τον Σαλβατόρ Νταλί και την ανοικτή υποστήριξη που προσέφερε στον Φράνκο, ακόμα και για τις εκτελέσεις πολιτικών αντιφρονούντων; Να θυμίσω τη στάση που κράτησαν αρκετοί Έλληνες διανοούμενοι (τι να κάνουμε, αυτούς έχουμε με αυτούς πορευόμαστε) στην τωρινή κρίση; Όχι, οι διανοούμενοι δεν αποτελούν ξεχωριστό κομμάτι της κοινωνίας και η στάση τους ποικίλλει, όπως ποικίλλει και αυτή όλων των άλλων πολιτών. Όσον αφορά στην ευθύνη τους, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η επιρροή που ασκούν στη σημερινή κοινωνία της τηλεόρασης και του διαδικτύου, είναι πάρα πολύ περιορισμένη. Ένας παρουσιαστής τηλεοπτικών ειδήσεων ή ένας ιδιοκτήτης διαδικτυακού ιστοτόπου, έχει πολύ περισσότερη δύναμη επιρροής από όλους μαζί τους μουσικούς, συγγραφείς, εικαστικούς καλλιτέχνες και θεατρανθρώπους της Ελλάδας. Αν δεν με πιστεύετε κοιτάξτε γύρω σας.

Επιτρέψτε μου όμως και ένα σχόλιο ειδικά για τους διανοούμενους με εισαγωγικά. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ΠΑΣΟΚικής τριακονταπενταετίας, που μας οδήγησε εδώ που βρισκόμαστε, ήταν ο εκδημοκρατισμός της μετριότητας. Πρώην ανώτερες επαγγελματικές σχολές αναβαθμίστηκαν σε πανεπιστήμια, ενώ ξεφύτρωσαν και νέα για να μπορέσουν να στεγάσουν τις εκατοντάδες μετριοτήτων που αντάλλαξαν την κομματική ή φιλοκομματική τους στάση με θέσεις που τους καθιστούν διανοούμενους ex cathedra. Άλλωστε, οι νεοδημοκρατικές παρενθέσεις μπορεί να άλλαξαν κάποια πρόσωπα στην κορυφή, διατήρησαν ωστόσο τις δομές. Φυσικά από αυτούς τους «διανοούμενους» δεν μπορεί να αναμένει κανείς και πολύ φως.

Με ρωτήσατε αν κανείς μπορεί να επιβιώσει έξω από το μαντρί. Θα σας πω πως βρίσκω πολύ δύσκολο να ζήσει κανείς μέσα στο μαντρί. Άλλωστε, πλησιάζει και το Πάσχα!

 

Η «ελπίδα ήρθε»; Θα μείνει ή θα φύγει; Είσαστε αισιόδοξος για προσεχές μέλλον;

Η ελπίδα ήρθε! Η ιστορία μας διδάσκει ότι δεν θα μείνει για πολύ. Αποκλείεται το διεθνές κατεστημένο και η πανίσχυρη πέμπτη φάλαγγα που το υπηρετεί να επιτρέψουν να γλιστρήσει η εξουσία από τα χέρια τους. Κι αν ακόμα το κατεστημένο αποτύχει να καταστείλει την ελπίδα, υπάρχει η ίδια η εξουσία, η πιο μολυσματική ασθένεια που έγινε ποτέ, η οποία θα κάνει από μόνη της τη δουλειά – όπως την έκανε με τον Ροβεσπιέρο, τον Φιντέλ Κάστρο, τον Ντανιέλ Κομπεντίτ. Μακάρι να έχω άδικο. Μακάρι αυτές μου οι απαντήσεις να μείνουν στην ιστορία ως οι άστοχες κρίσεις ενός ανθρώπου που δε μπόρεσε να συλλάβει την δίνη των καιρών.

Σχόλια

Exit mobile version