Ο πρώτος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών οδηγεί τελικά σε έναν δεύτερο, την Κυριακή του ελληνικού Πάσχα, με το ίδιο δίδυμο που αντιπαρατέθηκε και το 2017: Μακρόν εναντίον Λεπέν. Όμως κάπου εκεί σταματούν οι ομοιότητες. Για δύο λόγους: πρώτον, διότι στο μεταξύ κονιορτοποιήθηκε το παλιό πολιτικό σύστημα, και δεύτερον επειδή το αποτέλεσμα του κονταροχτυπήματος του Β΄ γύρου δεν είναι τόσο δεδομένο για τον απερχόμενο πρόεδρο όσο πριν πέντε χρόνια. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά…

Τα κόμματα που επί δεκαετίες κυριαρχούσαν στη γαλλική πολιτική ζωή εξευτελίστηκαν σε αυτές τις κάλπες. Τα περιθωριοποίησε καταρχήν η γενικευμένη δυσαρέσκεια των Γάλλων πολιτών, που τα θεωρούν αναξιόπιστα και ανίκανα να παίξουν κάποιο θετικό ρόλο. Σε μεγάλο βαθμό όμως τα αποψίλωσε και η πολυσυλλεκτική εκλογική συμμαχία που στηρίζει τον Μακρόν – η οποία με τη σειρά της στηρίζεται στην εύνοια όλων σχεδόν των δυναμικών συστημικών κέντρων. Καταληστεύοντας την εκλογική βάση της παραδοσιακής Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς (αλλά και «γοητεύοντας» σημαντικά στελέχη τους), ο Μακρόν επιβεβαιώνεται ως εκπρόσωπος και εγγυητής των σχεδίων της γαλλικής ελίτ και των ελπίδων των υψηλομεσαίων αστικών στρωμάτων ότι δεν θα βουλιάξουν όπως η υπόλοιπη κοινωνία.

Έτσι η παραδοσιακή Κεντροδεξιά (με τα διάφορα ονόματα που είχαν κατά καιρούς τα κόμματά της) δεν πιάνει σήμερα ούτε 5%: οι «Ρεπουμπλικάνοι», με υποψήφια την Βαλερί Πεκρές, αντιμετωπίζουν πλέον υπαρξιακό δίλημμα. Και ψάχνουν τρόπο να μην χρεοκοπήσουν και οικονομικά, αφού το ταπεινωτικό 4,8% των έγκυρων ψήφων δεν αρκεί για να καλυφθούν από το κράτος τα έξοδα της προεκλογικής εκστρατείας τους. Μπορούν πάντως να παρηγορηθούν από τον ακόμη μεγαλύτερο εξευτελισμό του έτερου πάλαι ποτέ ιστορικού πυλώνα του πολιτικού συστήματος: ο λόγος περί του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που δεν πλησίασε καν το 2%. Και η υποψήφιά του, η «χαρισματική» δήμαρχος Παρισιού Αν Ινταλγκό, θα ερχόταν τελευταία αν δεν υπήρχαν και οι δύο κλασικές πλέον τροτσκιστικές υποψηφιότητες…

Λεπέν και Ζεμούρ, δύο διαφορετικές περιπτώσεις

Η Μαρίν Λεπέν περνά στον Β΄ γύρο με αυξημένο ποσοστό σε σχέση με το 2017, αλλά με την ψυχή στο στόμα: η βασική αιτία δεν ήταν τόσο η υποψηφιότητα του ακροδεξιού Ερίκ Ζεμούρ, ο οποίος ωθήθηκε καιροσκοπικά από πολλές πλευρές για να της κόψει το δρόμο (τελικά όμως αποδείχθηκε διάττων αστέρας), όσο η μοναδική πραγματική –για όποιους δίνουν βάση στις δημοσκοπήσεις– έκπληξη του Α΄ γύρου: το ποσοστό που απέσπασε ο πανταχόθεν βαλλόμενος ως «λαϊκιστής, ακροαριστερός, ανεύθυνος, επικίνδυνος» κ.ο.κ. Ζαν-Λικ Μελανσόν. Με τον οποίο, σε σύνολο 36 εκατομμυρίων πολιτών που πήγαν στις κάλπες, τελικά τη χωρίζουν μόλις 420.000 ψήφοι.

Εδώ έχει σημασία να διευκρινιστεί ότι ο Ζεμούρ δεν ήταν η βασική απειλή για την Λεπέν διότι (πέραν του ότι, σε αντίθεση με αυτήν, δεν έχει πρόγραμμα για τη Γαλλία) ουσιαστικά απευθύνονταν σε δύο διαφορετικά ακροατήρια. Η Λεπέν μιλά στα λαϊκά στρώματα: το μελετημένο «φιλολαϊκό» πρόγραμμά της περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την επιστροφή του ορίου συνταξιοδότησης στα 60, την αύξηση της φορολόγησης των πλούσιων και τη μείωση των φόρων για εργαζόμενους και συνταξιούχους, αύξηση 10% στους μισθούς, και κατάργηση του ΦΠΑ σε 100 είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα κ.λπ.). Δηλαδή «λαϊκισμούς» μη αρεστούς στους προνομιούχους. Ο Ζεμούρ από την άλλη απλά βγάζει υστερικές κραυγές εναντίον των «σκουρόχρωμων ή/και αλλόθρησκων εισβολέων» και υπόσχεται περαιτέρω ελάφρυνση φόρων για τους πλούσιους – ακόμη μεγαλύτερη κι από του Μακρόν!

Έτσι η μεν ψηφίστηκε κυρίως από «ταλαιπωρημένες» περιοχές και στρώματα, ο δε κυρίως από την «αφρόκρεμα» της γαλλικής κοινωνίας – την ίδια που ιστορικά, όχι μία και δύο φορές, φλέρταρε με ανοιχτά φασιστικές ιδέες και σχέδια, αλλά εξακολουθεί να απεχθάνεται τον «λαϊκισμό» της Λεπέν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζεμούρ ήρθε δεύτερος (μετά τον Μακρόν, βέβαια, που απέσπασε σχεδόν 50%!) σε όλα τα κάστρα της αριστοκρατίας και του πλούτου – όπως είναι π.χ. το 7ο, το 8ο και το 16ο διαμέρισμα του Παρισιού. Στα οποία τόσο η Λεπέν όσο και ο Μελανσόν πήραν μονοψήφια ποσοστά… Αυτό δημιουργεί βέβαια προβλήματα στη Λεπέν για τον Β΄ γύρο: μπορεί ο Ζεμούρ να κάλεσε στην υπερψήφισή της (ο μοναδικός, μαζί με τον σουβεραινιστή Ντιπόν-Ενιάν), αλλά είναι αμφίβολο πόσοι από τους συντηρητικούς ψηφοφόρους του θα ακολουθήσουν την προτροπή του. Αρκετοί αστοί μπορεί να γοητεύονται από τον ελιτίστικο φασισμό, αλλά μέχρι εκεί. Στα μάτια τους, η Λεπέν δεν είναι αρκετά comme il faut…

Πόσο ήταν έκπληξη το αποτέλεσμα του Μελανσόν;

Ο Μελανσόν έκανε λοιπόν την έκπληξη, αφού οι δημοσκοπήσεις συγκάλυπταν μέχρι τελευταίας στιγμής –πολύ πέραν των ορίων του περίφημου «στατιστικού λάθους»– τις πραγματικές τάσεις του εκλογικού σώματος. Και δεν ήταν ούτε μία ούτε δύο: 27 δημοσκοπήσεις έγιναν στο διάστημα 1-8 Απριλίου, μέχρι και την παραμονή δηλαδή του Α΄ γύρου. Όλες, μα όλες, του έδιναν από 16 έως 18%. Μέχρι δε πριν ένα μήνα τον έδιναν στο 10-11%, «εξηγώντας» ότι είναι κουρασμένος, είναι εθνολαϊκιστής ή ακροαριστερός (ή και τα δύο), είναι ανεύθυνος και αλλοπρόσαλλος κ.ο.κ., άρα δεν πείθει ότι μπορεί να είναι πρόεδρος.

Στόχος όλης αυτής της στημένης εκστρατείας, για χάρη της οποίας ρεζιλεύτηκαν εν γνώσει τους όλοι οι «σοβαροί» δημοσκόποι και αναλυτές, ήταν να παγιωθεί στο εκλογικό σώμα η αίσθηση ότι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να περάσει ο Μελανσόν την Λεπέν και να βρεθεί στον Β΄ γύρο. Κι άρα να μην αποψιλώσει περαιτέρω τα «προοδευτικά» συστημικά κόμματα. Επειδή όμως εξαρχής το βαθύ κράτος τον φοβόταν περισσότερο κι από την Λεπέν, επικουρικά επιστρατεύθηκε ως υποψήφιος και ο Ρουσέλ του Γαλλικού Κ.Κ., εξυμνούμενος από τα συστημικά ΜΜΕ ως «επιτυχημένος», «συμπαθητικός» αλλά και «σοβαρός»…

Ακόμη κι έτσι, ο Μελανσόν κάλυψε σχεδόν όλο το δημοσκοπικό κενό που τον χώριζε από την Λεπέν, φτάνοντας το 22%. Το πέτυχε έχοντας απελευθερωθεί από την εσωτερική υπονόμευση και «λογοκρισία» του Γαλλικού Κ.Κ. και λοιπών υποτιθέμενων «ταξικιστών», πράγμα που επέτρεψε στη μετωπική Λαϊκή Ένωση (βασική συνιστώσα της οποίας είναι φυσικά η Ανυπότακτη Γαλλία) να προτάξει ένα καλά επεξεργασμένο δημοκρατικό κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα που «μιλούσε» στα θυμωμένα και ταλαιπωρημένα λαϊκά στρώματα [βλ. και πλαίσιο «Η γραμμή Μελανσόν»].

Μερικά πρώτα συμπεράσματα

Το εκλογικό αποτέλεσμα «έβγαλε» ένα νέο πολιτικό τοπίο. Σύμφωνα με ορισμένους διαμορφώνονται δύο ετερόκλητα αλλά εντελώς διακριτά κοινωνικά μπλοκ (το «ελιτίστικο» και το «λαϊκό»), που επικοινωνούν ελάχιστα μεταξύ τους. Άλλοι μιλούν για τέσσερις ομαδοποιήσεις: προηγούνται αριθμητικά αυτοί που για διάφορους λόγους επιλέγουν αποχή ή λευκό-άκυρο. Αντιστοιχούν στο 28% του εκλογικού σώματος, έχουν δηλαδή πληθύνει κι άλλο σε σχέση με το 2017. Έπονται οι «φιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές» (Μακρόν), ο «δεξιός εθνολαϊκισμός» (Λεπέν) και η… «εθνικιστική ακροαριστερά» (Μελανσόν).

Το σίγουρο είναι ότι οι κάλπες της προηγούμενης Κυριακής πιστοποιούν ότι υπάρχει και βαθαίνει το κοινωνικό και γεωγραφικό χάσμα ανάμεσα σε μια «αστική» και μια «λαϊκή» Γαλλία. Χοντρικά, τα φτωχά προάστια των γαλλικών μεγαλουπόλεων, οι υποβαθμισμένες γειτονιές των φτωχοποιούμενων μικρομεσαίων, η εγκαταλειμμένη ύπαιθρος και οι ξεχασμένες αποικίες (προκατειλημμένη λέξη: τα «υπερπόντια εδάφη»…) ψήφισαν Λεπέν και Μελανσόν, και μικρότερους αμφισβητίες όπως τον «αγροτιστή» Λασάλ – τον οποίο γραφικό τον ανέβαζαν, γραφικό τον κατέβαζαν, αλλά ξεπέρασε και τους «κομμουνιστές» και τους «σοσιαλιστές». Τα υψηλά και μεσαία αστικά στρώματα –και όσοι διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι κάποια στιγμή θα ανήκουν σε αυτά– ψήφισαν κατά πρώτο λόγο τον Μακρόν, και κατά δεύτερο λόγο τον Ζεμούρ ή το «δημοκρατικό τόξο» (κεντροδεξιούς, πράσινους, κομμουνιστές, σοσιαλιστές – τους 4 δηλαδή που με το που βγήκαν τα exit polls έσπευσαν να δηλώσουν «Ψηφίστε Μακρόν για να φράξετε τον δρόμο στην Ακροδεξιά»).

Εν πάση περιπτώσει, ως τις 24 Απριλίου θα βιώσουμε ένα κακέκτυπο της «αντιφασιστικής πανστρατιάς» του 2017. Τότε ο Μακρόν είχε εύκολα υφαρπάξει τη δημοκρατική ψήφο, αποσπώντας στον Β΄ γύρο το 66,1% των έγκυρων ψήφων έναντι 33,9% της Λεπέν (στον Β΄ γύρο τα λευκά+άκυρα ήταν 11,5% των ψηφισάντων, και η αποχή 25,4%). Έκτοτε όμως μεσολάβησαν 5 χρόνια «δημοκρατικού» ολοκληρωτισμού και απίστευτης αλαζονείας – με αποκορύφωμα τις ύβρεις, τους ακρωτηριασμούς, τις μαζικές φυλακίσεις κ.λπ. ενάντια στο αυθεντικά πληβειακό κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απονομιμοποίηση του μακρονισμού. Παρά την απόπειρα του εκλεκτού των ελίτ να εμφανιστεί ως… «αντιφασίστας» και «προσωπικότητα διεθνούς κύρους», και παρά τις κατηγορίες προς τη Λεπέν ότι είναι «φίλη του Πούτιν» [βλ. πλαίσιο «Και τώρα τι;»], το μονοπάτι που έχει να διαβεί ο Μακρόν μέχρι να ξανακάτσει στην προεδρική καρέκλα θα είναι κακοτράχαλο.

Η γραμμή Μελανσόν

Ο Μελανσόν ίσως και να κέρδισε, τελικά, από τις επιθέσεις των πάντων εναντίον του. Πρόβαλε ένα ριζοσπαστικό, για τα γαλλικά δεδομένα, πρόγραμμα τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική πολιτική. Και έπεισε έναν κρίσιμο αριθμό Γάλλων ότι αυτό το πρόγραμμα υπηρετεί το συμφέρον της χώρας και του γαλλικού λαού, και (πιο σημαντικό ακόμη) ότι μπορεί να το υλοποιήσει. Οι σχεδόν αποκλειστικά γαλλικές σημαίες στις συγκεντρώσεις του έκαναν σαφές ότι δεν απευθύνεται πια μονάχα στο παραδοσιακό ακροατήριο της Αριστεράς, αλλά στην πλειοψηφία του γαλλικού λαού. Η «απρόσμενη» επιτυχία του Μελανσόν δεν χτίστηκε όμως την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου, αλλά στη στάση που κράτησε τουλάχιστον την τελευταία διετία – και η οποία του «χάρισε» αχαρακτήριστες επιθέσεις από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα και από το σύνολο των συστημικών ΜΜΕ.

Στο προηγούμενο διάστημα, λοιπόν, ο Μελανσόν είχε εκφραστεί ξεκάθαρα ενάντια στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβαλλόταν με πρόσχημα την πανδημία, ενάντια στο υγειονομικό πάσο και τις απολύσεις ανεμβολίαστων κ.λπ. Ακόμη νωρίτερα, ήταν ο μόνος πολιτικός ηγέτης που όχι μόνο δεν στράφηκε ενάντια στα Κίτρινα Γιλέκα (τα οποία η λοιπή Αριστερά –μαζί με όλους τους υπόλοιπους– είχε βιαστεί αρχικά να καταγγείλει ως λούμπεν, ακροδεξιά κ.λπ.) αλλά τα υποστήριξε. Τέλος, καταδίκασε με σκληρά λόγια τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και την ίδια στιγμή τοποθετήθηκε υπέρ της αλλαγής πλεύσης της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής: δήλωσε ότι δεν συμφέρει τη Γαλλία να συμμετέχει σε μια «σταυροφορία» της ευρωατλαντικής Δύσης. Κάνοντας αυτήν την τοποθέτηση ακόμα «χειρότερη», υποστήριξε πως η Γαλλία πρέπει να ενταχθεί στους Αδέσμευτους. Πράγματα που θεωρούνται δηλαδή εντελώς αιρετικά και βγάζουν τη γαλλική ελίτ από τα ρούχα της.

Όσον αφορά τη μετεκλογική στάση της Λαϊκής Ένωσης, εδώ προβλήθηκε μονάχα η προτροπή του Μελανσόν «ούτε μία ψήφος στην Λεπέν» (συνοδευόμενη βέβαια από δήθεν απορία, για ποιο λόγο δεν κάλεσε σε υπερψήφιση του Μακρόν – ποιος; ο «ακροαριστερός», που «δεν ανήκει στο δημοκρατικό τόξο»…). Και ξεχάστηκε η άλλη επισήμανσή του αφού οριστικοποιήθηκαν τα αποτελέσματα: «Δυστυχώς, δεν περάσαμε στον Β΄ γύρο, κι έτσι τώρα οι Γάλλοι έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο κακά». Ήταν χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε μία βουλευτίνα της Ανυπότακτης Γαλλίας όταν ο δημοσιογράφος την πίεζε να του πει τι θα ψηφίσει «εκείνη προσωπικά» στον Β΄ γύρο: «Γιατί ρωτάτε εμένα, και δεν ρωτάτε τον κύριο Μακρόν τι θα ψηφίσω; Διότι είναι λίγο δύσκολο να τον ψηφίσει κανείς όταν δεν έχει ζητήσει ούτε μια συγγνώμη για όσα απαράδεκτα έχει κάνει μέχρι σήμερα».

«Και τώρα τι;»

Στις λίγες μέρες που μένουν μέχρι να ξανανοίξουν οι κάλπες, όλοι κοιτούν προς τον Μελανσόν – ή μάλλον, προς τα σχεδόν 8 εκατομμύρια Γάλλων που τον ψήφισαν. Ο Μακρόν τους καλεί με θράσος «να πυκνώσουν το φράγμα ενάντια στην Ακροδεξιά», ποντάροντας στα δημοκρατικά αντανακλαστικά τους για να τους αποτρέψει να ψηφίσουν την Λεπέν. «Αν δεν ψηφίσουν τον δημοκρατικό υποψήφιο, τουλάχιστον ας κάνουν αποχή» έλεγε συγκαταβατικά τη νύχτα του Α΄ γύρου ένας αστέρας των τηλεοπτικών πάνελ. Η Λεπέν από την πλευρά της καλεί τους ψηφοφόρους του Μελανσόν να συμπεριφερθούν… ανυπότακτα, δηλαδή να την ψηφίσουν για να διώξουν τον Μακρόν. Οι (αμαρτωλοί) δημοσκόποι προβλέπουν ότι η εκλογική βάση της Λαϊκής Ένωσης χωρίζεται σε τρία άνισα μέρη: σχεδόν 40% σκοπεύει να απέχει, ένα τρίτο θα ψηφίσει Μακρόν, και σχεδόν 30% την Λεπέν.

Για να την αντιμετωπίσει, ο Μακρόν κραδαίνει τρία όπλα. Το πρώτο είναι φυσικά το «αντιφασιστικό μέτωπο». Αυτό αρκούσε το 2017, αλλά όχι πια. Έτσι προσθέτει άλλα δύο: μια «αριστερή στροφή» όσον αφορά την οικονομική και κοινωνική πολιτική, και μια καμπάνια ειδικά επικεντρωμένη στο να παρουσιαστεί η Λεπέν ως «φίλη του Πούτιν». Η υποτιθέμενη αριστερή στροφή αφορά αόριστες υποσχέσεις για επανεξέταση της αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, βελτίωση του λαϊκού εισοδήματος κ.λπ., ακόμη και για ενεργοποίηση του επάρατου θεσμού των δημοψηφισμάτων «όσον αφορά την έγκριση κομβικών μεταρρυθμίσεων». Με αυτά προσπαθεί να σαγηνεύσει όσους δεν είναι πια σίγουροι για το ποιος από τους δύο ανθυποψήφιους του Β΄ γύρου είναι το «μικρότερο κακό»… Το τρίτο μεγάλο όπλο του Μακρόν, που ήδη χρησιμοποιείται φουλ, είναι ο φιλορωσικός επιχρωματισμός της Λεπέν. Ως «απόδειξη» χρησιμοποιείται το γεγονός ότι έχει καταδικάσει μεν τη ρωσική εισβολή, αλλά διαφωνεί με τη γενίκευση των κυρώσεων, θεωρώντας ότι θα πλήξουν σοβαρά το βιοτικό επίπεδο των Γάλλων.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η διαφορά του 2017 μεταξύ Μακρόν και Λεπέν (32%) δεν θα επαναληφθεί με τίποτα. Ο πρώτος θα πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένος αν η διαφορά του με τη δεύτερη είναι γύρω στο 10% (οι πρώτες δημοσκοπήσεις, που έδιναν διαφορά μόλις 2%, μάλλον είχαν εκφοβιστικό ρόλο – οι επόμενες δίνουν διαφορές από 5 έως 10%). Και σ’ αυτήν την περίπτωση όμως, θα είναι ένας πρόεδρος πολύ πιο απονομιμοποιημένος απ’ ό,τι μέχρι τώρα. Βρισκόμαστε και επισήμως πλέον μπροστά σε μια διαφορετική Γαλλία, όπου ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού είναι φτωχοποιημένο, δίχως μέλλον, και βαθιά δυσαρεστημένο. Το «κατόρθωμα» των ελίτ είναι ότι αυτός ο κόσμος μισεί τον Μακρόν –και ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει– περισσότερο απ’ όσο φοβάται την Λεπέν.


Ευρωπαϊκές και εγχώριες αντιδράσεις

Οι γαλλικές κάλπες προκάλεσαν αποκαλυπτικές (ή και… διακεδαστικές) τοποθετήσεις. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπήρξε ανακούφιση για τον αποκλεισμό του Μελανσόν από τον Β΄ γύρο: η Λεπέν βολεύει περισσότερο ως μπαμπούλας, και μάλιστα όταν συνεχίζεται η αιματηρή ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Γι’ αυτό τώρα τα επιτελεία που στηρίζουν τον Μακρόν προσπαθούν να ξαναφέρουν τον πόλεμο ως πρώτο θέμα στην ατζέντα, παρουσιάζοντας την Λεπέν ως συνένοχο του Κρεμλίνου. Έτσι π.χ. ο Ισπανός «σοσιαλιστής» πρωθυπουργός Σάντσεθ καλεί σε στήριξη του Μακρόν διότι «ο εχθρός της Ευρώπης δεν βρίσκεται μόνο στη Μόσχα, αλλά και στο Παρίσι». Ο Μίκαελ Ροτ, ηγετικό στέλεχος του SPD, απευθύνει σπαρακτική έκκληση: «Όλοι ενωμένοι πίσω από τον Μακρόν! Ή θα νικήσει, ή η ενωμένη Ευρώπη θα καταρρεύσει!». Ο Ενρίκο Λέτα, ηγέτης της ιταλικής Κεντροαριστεράς, προειδοποιεί: «Μια νίκη της Λεπέν θα ήταν μεγαλύτερη νίκη για τον Πούτιν από αυτήν που επιδιώκει στην Ουκρανία». Και η αριστερή(…) Μπολντρίνι, πρώην πρόεδρος της ιταλικής βουλής, χτυπά συναγερμό: «Αν νικήσει η Λεπέν, θα νικήσουν οι φίλοι του Πούτιν και οι εχθροί της Ευρώπης».

Θα είχε οπωσδήποτε ενδιαφέρον να ρωτήσει κανείς όλους αυτούς τους… προοδευτικούς τι θα επέλεγαν στην περίπτωση που ο Μελανσόν περνούσε στον Β΄ γύρο. Μάλλον θα αναγορευόταν κι αυτός σε κρυπτοπουτινικό εχθρό των «αξιών» της Ευρώπης. Από την άλλη, οι εγχώριοι αριστεροί δεν έχουν τέτοια προβλήματα. Υπάρχουν καταρχήν αυτοί που έχουν εκδώσει τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση: ο Ριζοσπάστης για παράδειγμα εκτιμά ότι ο Μελανσόν «θα διεκδικήσει ακόμη πιο πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναμόρφωση της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας», και ξεμπερδεύει. Πιο διασκεδαστική είναι όμως η Αυγή που, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, μεταξύ άλλων γράφει: «Το μόνο ελπιδοφόρο μήνυμα του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών είναι το ποσοστό του Μελανσόν». Πάνε –έστω και προσωρινά– οι εποχές που ο Μελανσόν ήταν «διασπαστής και προκλητικός», «μοναχικός και αυταρχικός», έως και ύποπτος για εθνικισμό, σε αντιδιαστολή με τον… υποδειγματικό κομμουνιστή Ρουσέλ, που καλώς έθεσε αυτόνομη υποψηφιότητα αφού «οι προγραμματικές διαφορές με τον Μελανσόν είναι ανυπέρβλητες»…

Να αναγνωρίσουμε βέβαια ότι οι Συριζαίοι είχαν λόγους να είναι πικρόχολοι. Ιδού η λιτή και περιεκτική άποψη του Μελανσόν για τον αριστερό ριζοσπάστη ηγέτη εκατονταετίας Αλέξη Τσίπρα, όταν ακόμη αυτός κυβερνούσε: «Ο κύριος Τσίπρας είναι από τις πιο ελεεινές μορφές της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής. Εξελέγη υποσχόμενος ένα αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα και, όταν του παρουσίασαν ένα απαράδεκτο μνημόνιο, το έθεσε σε δημοψήφισμα, χωρίς όμως να αποδεχθεί τελικά τη βούληση του λαού του. Πρόδωσε το λόγο του. Γιατί ξεπουλά τη δημόσια περιουσία και καταστρέφει τη χώρα του; Ο κύριος Τσίπρας εφαρμόζει νεοφιλελεύθερες πολιτικές και προωθεί τη λογική της λιτότητας μέχρι του σημείου να περιορίζει το δικαίωμα στην απεργία, ανταποκρινόμενος έτσι ολοένα και πιο δουλικά στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν θέλω να υπάρχει ούτε ένας Γάλλος πολίτης που να πιστεύει πως αν αναλάβω την εξουσία θα γίνω ένας ακόμη Τσίπρας!».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!