Αρχική γνώμες Μια διδακτική ιστορία με λύκο (μέρος 2ο)

Μια διδακτική ιστορία με λύκο (μέρος 2ο)

Της Μαρίας Θ. Μάρκου

Δείτε εδώ το 1ο μέρος

 

Στις 18 Νοέμβρη 2013, ενώ αναμενόταν το αποτέλεσμα του πολύκροτου διαγωνισμού για την ανάπλαση της Πανεπιστημίου, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση ανάγγειλε, μαζί με το “Reactivate Athens-101 Ideas”, την απόφαση του Ιδρύματος “να προχωρήσει στην εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (…) με στόχο τη διαμόρφωση πρότασης για (μέτρα) στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου, όπως η επανάχρηση και αποκατάσταση του κτηριακού αποθέματος και η προσέλκυση κατοίκων και επιχειρήσεων για την αναζωογόνηση της ζωής της πόλης”. Πρωτοβουλία, όπως είπε, “πρωτοφανής για την Αθήνα”.

Η ανάθεση του προγράμματος “Διερεύνηση και Πρόταση Θεσμοθέτησης Μηχανισμών και Κινήτρων για την Αναβάθμιση του Κτιριακού Αποθέματος στην Ευρύτερη Περιοχή Ανάπλασης της οδού Πανεπιστημίου” έγινε με την υπογραφή δύο συμφώνων συνεργασίας ανάμεσα στο Ίδρυμα Ωνάση και τα συναρμόδια υπουργεία. Ένα τον Απρίλη του 2013, μαζί με την ανακήρυξη του νικητή στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό και ένα άλλο τον Ιανουάριο του 2014, μαζί με την παράδοση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης για το ευρύτερο κέντρο του Δήμου της Αθήνας.

Τον Απρίλη του 2014, οι ερευνητές παρέδωσαν στο Δήμο Αθήνας “εμπιστευτικό” τεύχος νομικής διερεύνησης για “παρεμβάσεις στο κτιριακό απόθεμα και τα διατηρητέα”. Αναφέρεται πρώτα η παραδοχή της Επιτροπής της Βουλής σχετικά με το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας (2010): “Η υποβάθμιση των κέντρων των πόλεων έχει πολλαπλές επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή των κατοίκων, στο περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. Σύμφυτη είναι η απομάκρυνση επιχειρήσεων, η εγκατάλειψη χώρων και κτιρίων, η δημιουργία γκέτο εθνολογικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, η περιθωριοποίηση και η αύξηση της εγκληματικότητας, η πτώση των αξιών των ακινήτων.” Κρίνεται λοιπόν αναγκαία για την αναζωογόνηση της πόλης η επισκευή, επανάχρηση ή αντικατάσταση των υποβαθμισμένων ακινήτων. Αν οι ιδιοκτήτες αγνοούνται, αδρανούν ή αρνούνται να συμμετάσχουν – ιδιαίτερα στις περιπτώσεις συνιδιοκτησίας – η ερευνητική ομάδα μελετά τη διαδικασία αναγκαστικής ανάληψης της διαχείρισης ή κυριότητας κτιρίων από το Δήμο (για κοινωφελείς σκοπούς) αλλά κυρίως από ιδιώτες (μεσίτες, αναπτυξιακές εταιρείες και funds), που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Το πρόβλημα είναι η συνταγματική εγγύηση της ιδιοκτησίας, που περιορίζεται μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Αλλά η έρευνα τεκμηριώνει ότι οι πολεοδομικές αναπλάσεις υλοποιούν “το δικαίωμα στο περιβάλλον, την υγεία, την ασφάλεια, την ανάπτυξη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την οικονομική ελευθερία”, επομένως, συνιστούν λόγο δημόσιας ωφέλειας για την αναγκαστική δέσμευση ή εκχώρηση της ιδιοκτησίας (της μικρής μιλάμε, όχι της μεγάλης και υγιούς). Στο πλαίσιο αναπλάσεων πρέπει, λοιπόν, να υπάρξουν ταχύρρυθμες διαδικασίες και κίνητρα, διευκολύνσεις και χρηματοδοτήσεις που θα ενθαρρύνουν τους σοβαρούς επενδυτές και θ’ αποθαρρύνουν τους μη συνεργάσιμους μικροϊδιοκτήτες στην αξιοποίηση ακινήτων. Έτσι θα απορροφηθούν και οι ευρωπαϊκοί πόροι. Η έρευνα παρουσιάζει και διεθνείς καλές πρακτικές στο ζήτημα.

Όπως διηγείται ο τότε Υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Μανιάτης, “Τον Ιούλιο 2014, ο Γ. Καμίνης (είχε) ήδη προχωρήσει σε μια πρώτη καταγραφή των περίπου 1800 εγκαταλελειμμένων κτιρίων του κέντρου της Αθήνας και στη διαμόρφωση ενός αρχικού θεσμικού πλαισίου για τη δικαιακή και χρηματοοικονομική διάσταση του προβλήματος (…) Διαμορφώσαμε λοιπόν τον οδικό χάρτη για την αντιμετώπισή του: Συγκρότηση ομάδας εργασίας από το ΥΠΕΚΑ και το Δήμο Αθηναίων, για την εκπόνηση επιχειρησιακού σχεδίου αντιμετώπισης των εγκαταλειμμένων, ετοιμόρροπων και επικίνδυνων για την υγεία κτιρίων. Δρομολόγηση ενός χρηματοδοτούμενου από το ΕΣΠΑ, από το Jessica και πιθανά από το πακέτο Juncker, πιλοτικού προγράμματος αξιοποίησης ή “απόσυρσης” των κτιρίων (…). Νομοθετική κατοχύρωση των μέτρων, ώστε να αρθούν τα εμπόδια και να προωθηθεί με ταχύτητα (η αξιοποίηση)”.

Πράγματι, το Δεκέμβρη του 2014, ο Υπουργός κατάθεσε το νομοσχέδιο “Ρυθμίσεις για εγκαταλειμμένα, κενά και αγνώστων ιδιοκτητών κτίρια, διαδικασίες παρέμβασης σε επιλεγόμενες περιοχές”, όπου ορίζεται με ευρύ τρόπο η έννοια του εγκαταλειμμένου (ακόμα και με βάση την ελλιπή του συντήρηση) και υιοθετείται το νομολογιακό σκεπτικό του ερευνητικού έργου, όπως και οι προτάσεις του για fast track διαδικασίες εκχώρησης ιδιοκτησιών στο δημόσιο και κυρίως σε εταιρείες (με δική τους μάλιστα πρωτοβουλία, επιλογή των κτιρίων και των τρόπων αξιοποίησης μετά από την εκκένωση) στο πλαίσιο πολεοδομικών επιχειρήσεων που θα τους παρέχουν ειδικά κίνητρα από εθνικούς, ευρωπαϊκούς και ιδιωτικούς πόρους.

Το νομοσχέδιο χάθηκε στην κυβερνητική αλλαγή. Το εγκεκριμένο όμως ΣΟΑΠ αναφέρεται συχνά και εμφατικά στη νομοθετική ρύθμιση για τα εγκαταλειμμένα κτίρια, ως προϋπόθεση πλήθους “δράσεων” για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Το ίδιο και όλα τα σχέδια πολιτικής που εκπονούνται ή αναγγέλλονται έκτοτε για την Αθήνα. Πρόσφατα, ο Δήμαρχος εισηγήθηκε στην κυβέρνηση την επανεξέταση των προτάσεων του ερευνητικού έργου, ώστε ο ίδιος να συμβάλλει στη φιλοξενία προσφύγων (με ιδιωτικά, όχι με δημόσια ακίνητα). Αυτό με κάνει να φοβάμαι ότι το χαμένο νομοσχέδιο θα μας έρχεται με δόσεις, αν δεν το επιβάλλει ολόκληρο η διαπραγμάτευση με τους “θεσμούς”. Κάποιος θα τους σφυρίξει πόσο μεταρρυθμιστικό είναι.

Εδώ είναι, λοιπόν, η ουσία τεσσάρων χρόνων συζήτησης για το αν η πεζοδρόμηση θα βοηθούσε μια πόλη που πλήττεται από την κρίση: Την ίδια στιγμή γινόταν εκτίμηση ακινήτων στην περιοχή. Δεν ξέρω αν κάποια από αυτά είχαν ονοματεπώνυμο. Είναι όμως “πρωτοφανές για την Αθήνα” ότι ένα ιδιωτικό ίδρυμα ανέλαβε πανηγυρικά να εξασφαλίσει σ’ όλα τα επίπεδα της κρατικής μηχανής την τεχνογνωσία και την επικοινωνιακή νομιμοποίηση μιας ανατροπής του εμπράγματου και του πολεοδομικού δικαίου της χώρας σε ολιγοπωλιακή κατεύθυνση.

Οι φιέστες του Ιδρύματος ήταν για όλους εμάς, όχι για την πολιτική ηγεσία.  Αυτή είχε από πριν αποφασίσει ότι όταν μιλάμε για κρίση στην πόλη μιλάμε για τον λάθος πληθυσμό που κατοικεί στον λάθος τόπο, εμποδίζοντας τις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες κέρδους που θα τους πρόσφερε η πόλη με άλλο πληθυσμό που με άλλους τρόπους κατοικεί, δουλεύει, ζει και εκφράζεται. Τα πολεοδομικά της σχέδια κανοναρχούν την ανακατάληψη της πόλης. Η πάταξη της “λαθρομετανάστευσης”, της παραοικονομίας, της εγκληματικότητας (οι φτωχοί δεν έχουν αλλά μας δημιουργούν προβλήματα), της πολιτικής διαμαρτυρίας, της μικροϊδιοκτησίας (οι φτωχοί δεν είναι καλοί επενδυτές) και της λαϊκής στέγης (οι φτωχοί δεν είναι νοικοκύρηδες) είναι προϋποθέσεις για μια ποιότητα περιβάλλοντος κατάλληλη για τον πληθυσμό που λαχταρούν πολιτικοί και πολεοδόμοι (υγιή, νεανικό, πολιτισμένο, καινοτόμο και νόμιμο όσο και η επιχειρηματικότητά του). Αυτή την ποιότητα θα μας δώσουν οι επιχειρήσεις αξιοποιώντας σωστά τον πλούτο της πόλης (που δεν τον παρήγαν αυτές), με πολύ και σίγουρο κέρδος, με δημόσιο χρήμα και νομικά προνόμια για να επιλέξουν από αυτόν το “αποδοτικό” και να το πάρουν φτηνά, με νόμιμη βία.

Δεν μιλώ τελικά για παράνομες δραστηριότητες, αλλά για πολιτική χωρίς νομιμοποίηση. Ούτε πρόκειται για παλιά ιστορία. Είναι το αδυσώπητο εδώ και τώρα μιας αγοράς που υπαγορεύει τη συνταγματική τάξη σ’ όλο τον κόσμο. Το δικό μας εδώ και τώρα.

Σχόλια

Exit mobile version