Αρχική γνώμες Μετα-νεοφιλελευθερισμός και πολιτική της κυριαρχίας

Μετα-νεοφιλελευθερισμός και πολιτική της κυριαρχίας

Η κρίση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δίνει νέα ώθηση στο αίτημα δημοκρατικού ελέγχου της πολιτικής και της κοινωνίας – Αν η Αριστερά θέλει να κατακτήσει την μετά-νεοφιλελεύθερη ηγεμονία πρέπει να οικοδομήσει μια προοδευτική οπτική της κυριαρχίας

του Πάολο Γκερμπάουντο*

 

Το παρακάτω άρθρο του Πάολο Γκερμπάουντο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα OpenDemocracy (www.opendemocracy.net ) στις 4/11/2016. Το δημοσιεύουμε στον Δρόμο σαν μια μικρή συνέχεια του αφιερώματος με θέμα «Εθνική κυριαρχία. Για ποιο λόγο;» που είχαμε στο προηγούμενο φύλλο μας.
Η άποψη του συγγραφέα είναι διαφοροποιημένη από αυτές που εμφανίζονται να συγκρούονται. Ο ειδικός της χαρακτήρας έγκειται στο ότι εκφράζει μια «ενδιάμεση» θέση επιχειρώντας να παντρέψει τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης με την ανάκτηση του ελέγχου μέσω μιας κυριαρχίας προσαρμοσμένης ακριβώς στην παγκοσμιοποίηση. Παραβλέπει – κατά την γνώμη μας – ότι υπάρχουν σχεδιασμοί από τις υπερεθνικές ελίτ για πληθυσμιακή αλλοίωση ή διαφοροποίηση και διάλυση των κοινωνιών διάφορων χωρών της Ευρώπης με σκοπό την ευκολότερη καθυπόταξη τους. Παρόλα αυτά θεωρούμε ότι είναι ένα άρθρο που συνεισφέρει στην αναγκαία συζήτηση, γιατί ακριβώς ο «ενδιάμεσος» χαρακτήρας του δείχνει πως γύρω από την «κυριαρχία» θα γίνει πολλή συζήτηση.

 

Η εξελισσόμενη σε διάφορα σημεία του πλανήτη κρίση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που αποδείχτηκε περίτρανα από τη νίκη της εκστρατείας για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο και την επιτυχία του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, έφερε πάλι στο προσκήνιο μια από τις πιο παλιές και ξεχασμένες πολιτικές έννοιες: την ιδέα της κυριαρχίας.

Θεωρούμενη συνήθως σαν η εξουσία του Κράτους να κυβερνά στο έδαφός του, η κυριαρχία, για πολύ καιρό θεωρούνταν απομεινάρι του παρελθόντος σε έναν κόσμο όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιούμενο και αλληλοεξαρτώμενο. Σήμερα, όμως, η έννοια αυτή έρχεται στο προσκήνιο σχεδόν εμμονικά, από το σύνολο των νέων λαϊκιστικών σχηματισμών και από τους νέους ηγέτες που αναδύθηκαν στα αριστερά και στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, σαν συνέπεια της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008.

Η εκστρατεία υπέρ του Brexit στη Μεγάλη Βρετανία, με την επιδίωξη να «ξαναπάρουμε τον έλεγχο», επικεντρώθηκε στην αναγκαιότητα να ανακτήσει το Ηνωμένο Βασίλειο την κυριαρχία των συνόρων του που η Ευρωπαϊκή Ένωση του είχε στερήσει. Στην προεκλογική εκστρατεία του ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιούσε σαν καθοδηγητικό μοτίβο τη λέξη κυριαρχία. Υποστήριζε πως τα σχέδιά του για τη μετανάστευση και την αναθεώρηση των εμπορικών συμφωνιών θα εξασφάλιζαν «ευημερία, ασφάλεια και κυριαρχία» στη χώρα.

Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν χρησιμοποιεί σε κάθε ευκαιρία τη λέξη «κυριαρχία», στους φιλιππικούς της ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη μετανάστευση και την τρομοκρατία, διευκρινίζοντας ότι η ιδέα αυτή θα είναι θεμελιώδης στην εκστρατεία της στις γαλλικές προεδρικές εκλογές.

Στην Ιταλία, το Κίνημα 5 Αστέρων αναφέρεται συχνά στην αρχή της κυριαρχίας. Ένας από τους ηγέτες του, ο Αλεσσάντρο ντι Μπατίστα, δήλωσε πρόσφατα πως «η κυριαρχία ανήκει στο λαό» και πως η Ιταλία θα έπρεπε να βγει από το ευρώ για να ανακτήσει τον έλεγχο της οικονομίας της.

Το ζήτημα της κυριαρχίας δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των κομμάτων της δεξιάς και του κέντρου. Αιτήματα για ανάκτηση της προβάλλονται και από τα αριστερά, έναν χώρο που για πολύ καιρό αντιμετώπιζε με καχυποψία την έννοια αυτή, λόγω της διασύνδεσης της με τον εθνικισμό.

Στην Ισπανία ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο ηγέτης των Podemos, του νέου αριστερού λαϊκιστικού σχηματισμού που ιδρύθηκε στις αρχές του 2014, συχνά περιγράφει τον εαυτό του σαν «οπαδό της κυριαρχίας» (σ.μ. στο κείμενο «soberanista»), και έχει υιοθετήσει έναν έντονα πατριωτικό λόγο, επικαλούμενος συχνά την εθνική υπερηφάνεια και την εθνική ιστορία της χώρας του. Αν και είναι αντίθετος με το Brexit, ο Ιγκλέσιας υποστηρίζει πως τα εθνικά κράτη πρέπει να ανακτήσουν την «δυνατότητα κυριαρχίας» τους στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Η διεκδίκηση από τους προοδευτικούς της έννοιας της κυριαρχίας, ξεκίνησε με το λεγόμενο «κίνημα των πλατειών» του 2011, κύμα διαμαρτυρίας που συμπεριελάμβανε και την αραβική άνοιξη, τους ισπανούς indignados, τους έλληνες αγανακτισμένους και το κίνημα Occupy Wall Street.

Παρά το γεγονός ότι τα κινήματα αυτά χαρακτηρίζονται συχνά σαν «νεο-αναρχικά», σε συνέχεια του μεγάλου κύματος των αντιαυταρχικών, αναρχικών κινημάτων και των κινημάτων αυτονομίας, της μετά – το – 1968 περιόδου, ένα από τα βασικά τους χαρακτηριστικά ήταν το τυπικά λαϊκίστικο μάλλον παρά νεο-αναρχικό, αίτημα ανάκτησης της κυριαρχίας και της πολιτικής εξουσίας σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, σε αντιπαράθεση με τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ.

Τα ψηφίσματα των λαϊκών συνελεύσεων του Occupy Wall Street, περιείχαν συχνά το αρχικό εδάφιο του Αμερικανικού Συντάγματος «Εμείς ο λαός», και ζητούσαν την ανάκτηση των θεσμών του κράτους από τον λαό και μια διευθέτηση του τραπεζικού συστήματος προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κερδοσκοπία στον χρηματοοικονομικό τομέα και στον τομέα των ακινήτων.

Όπως και στις συνελεύσεις των Ισπανών και των Ελλήνων στις πλατείες, η κυριαρχία προέβαλλε σαν κεντρικό ζήτημα, στις συζητήσεις για τους τρόπους αντίστασης στη δύναμη της οικονομίας και της κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, που κατηγορούνταν πως κατέπνιγαν τη λαϊκή βούληση.

Αυτή η πληθώρα αναφορών στην κυριαρχία, τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά του πολιτικού φάσματος, δείχνουν πόσο η έννοια αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο των σύγχρονων πολιτικών προβληματισμών: είναι ένας όρος που αποτελεί πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, όπου θα κριθεί το ποιος θα έχει την ηγεμονία στην μετα-νεοφιλελεύθερη εποχή, και θα καθορίσει αν ο μετα-νεοφιλελευθερισμός θα πάρει προοδευτική ή αντιδραστική κατεύθυνση.

Αυτός ο νέος ορίζοντας αναδεικνύει ζητήματα φλέγοντα για την αριστερά, που μέχρι τώρα κρατούσε χλιαρή στάση στο θέμα της κυριαρχίας. Η σύνδεση της κυριαρχίας με το Κράτος-έθνος, με την πολύχρονη ιστορία διεθνών συγκρούσεων και καταπιεστικού ελέγχου των μεταναστών, ώθησαν πολλούς στο συμπέρασμα πως η έννοια αυτή είναι ασύμβατη με μια πραγματικά προοδευτική πολιτική.

Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε πως η κυριαρχία – και ιδιαίτερα η λαϊκή κυριαρχία – αποτέλεσε μια θεμελιώδη έννοια στην εξέλιξη της σύγχρονης αριστεράς, όπως φαίνεται και στη συμβολή του Ζαν Ζακ Ρουσώ και στην επίδραση που είχε στους γιακωβίνους και τη γαλλική επανάσταση.

Είναι δυνατόν η διεκδίκηση της κυριαρχίας που εμφανίστηκε ξανά στις διαδηλώσεις του 2011, και στην ορολογία των Podemos και του Μπέρνι Σάντερς, να αποτελεί προάγγελο της εμφάνισης μιας νέας μετα-νεοφιλελεύθερης αριστεράς που επαναπροσεγγίζει το θέμα της κυριαρχίας σαν ένα σημείο-κλειδί για την οικοδόμηση της λαϊκής κυριαρχίας και την αντιμετώπιση των ακραίων ανισοτήτων και του ελλείμματος δημοκρατίας που πλήττουν τις κοινωνίες μας;

Ποιες μορφές κυριαρχίας είναι εφικτό να ανακτηθούν σε έναν κόσμο αλληλοεξαρτώμενο σε πλανητικό επίπεδο; Και μέχρι ποιου σημείου είναι πράγματι δυνατόν να αναπτύξουμε την ιδέα της κυριαρχίας σε προοδευτική κατεύθυνση;

 

Να ανακτήσουμε τον έλεγχο σε έναν κόσμο εκτός ελέγχου

Η επάνοδος του θέματος της κυριαρχίας στη σημερινή πολιτική αντιπαράθεση, αποκαλύπτει πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια βαθειά κρίση του νεοφιλελευθερισμού, που δίνει νέα ώθηση στο αίτημα δημοκρατικού ελέγχου της πολιτικής και της κοινωνίας, που θεωρούνταν ξεπερασμένο την εποχή του νεοφιλελευθερισμού.

Η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, με την κοινωνική ανέχεια που προκάλεσε σε εκατομμύρια ανθρώπους, έφερε στο προσκήνιο πολλές βαθειές αντιφάσεις που ήταν ορατές μόνο εν μέρει στη δεκαετία του 1990 και τις αρχές του 2000, περίοδο θριάμβου του νεοφιλελευθερισμού.

Τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν αυτή τη μεταβατική φάση συγκεντρώνονται ιδιαίτερα σε μια σειρά από ροές – εμπορικές, οικονομικές και ανθρώπινου δυναμικού – που αποτελούν και το κυκλοφορικό σύστημα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Αν στο απόγειο της νεοφιλελεύθερης περιόδου, οι ροές αυτές – και πρώτα από όλα οι χρηματοοικονομικές και εμπορικές ροές – παρουσιαζόντουσαν από την ιθύνουσα τάξη σαν θετικά φαινόμενα και πηγές πλουτισμού, σε έναν κόσμο που χαρακτηριζόταν από την οικονομική ύφεση, την ανασφάλεια και τη γεωπολιτική αστάθεια, η παγκοσμιοποίηση και οι ροές της θεωρούνται από πολλούς μάλλον σαν αιτία ρίσκου παρά ευκαιρίας: δυνάμεις που γελοιοποιούν κάθε απόπειρα ελέγχου από τους πολιτικούς θεσμούς των χώρων (της επικράτειας) που εμπίπτει στη δικαιοδοσία τους.

Από την αντίληψη αυτή της απουσίας ελέγχου προκύπτει η επιθυμία «ανάκτησης του ελέγχου» που αποτελεί την ερμηνεία του σύγχρονου λαϊκισμού, όπως είδαμε στο πιο γνωστό σύνθημα του Brexit: «να ξαναπάρουμε τον έλεγχο» σαν απάντηση ενός κόσμου που φαίνεται να είναι εκτός ελέγχου λόγω της αποσταθεροποίησης των παγκόσμιων ροών που δεν ελέγχονται από τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Η συνειδητοποίηση της απώλειας του εγχώριου ελέγχου αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει καταλύσει επιστημονικά τις διάφορες μορφές εξουσίας και εδαφικής διευθέτησης, με την ελπίδα να μετασχηματίσει τον πλανήτη σε ένα «ανοιχτό πεδίο» όπου να πραγματοποιούνται ελεύθερα ροές κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών.

Η κυριαρχία υπήρξε πράγματι ορκισμένος εχθρός του νεοφιλελευθερισμού, όπως φαίνεται από τις συχνές επιθέσεις ενάντια στην αρχή αυτή της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και στη νεοσυντηρητική φιλοσοφία που ευνόησε την ανάπτυξη του νεοφιλελευθερισμού. Συγγραφείς σαν τον Λούντβιχ φον Μίσες, τον Φρήντιχ φον Χάγιεκ και τον Μίλτον Φρήντμαν θεώρησαν τους θεσμούς της κυριαρχίας σαν εμπόδια για τις οικονομικές ανταλλαγές και τις χρηματοοικονομικές ροές, αρνητικές παρεμβολές στην επικράτηση της αγοράς και στην οικονομική ελευθερία επιχειρηματιών και καταναλωτών.

Τα κράτη-έθνη θα έπρεπε να αφήσουν χώρο σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά, σαν τον μόνο νόμιμο κυρίαρχο κατά την νεοφιλελεύθερη κοσμοθεωρία.

Το σχέδιο αυτό εφαρμόστηκε συγκεκριμένα στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές οικονομικής και χρηματιστικής απορρύθμισης που προωθήθηκαν από το τέλος της εφαρμογής της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς και την πετρελαϊκή κρίση του 1973, μέχρι το απόγειο της περιόδου των δεκαετιών του 1980 και 1990.

Οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γρήγορα αποτέλεσαν απειλή για την εγχώρια εξουσία των κρατών-εθνών, που άμεσα απείλησαν να μεταφέρουν αλλού τις δραστηριότητες τους για να αποκομίσουν οφέλη στη φορολογία και στα εργασιακά, υπερασπίζοντας τα συμφέροντα τους.

Η δημιουργία φορολογικών παραδείσων, που συμβάδιζε με την ανάπτυξη των πολυεθνικών, λειτούργησε σαν μέσο εξάλειψης του ελέγχου της φορολογίας και των ροών του κεφαλαίου. Όπως περιέγραψε ο Νίκολας Σάξον στο έργο του Τα νησιά των θησαυρών οι φορολογικοί παράδεισοι ανέτρεψαν το σύστημα της εδαφικής κυριαρχίας, στρέφοντας την ενάντια στον εαυτό της, και διεκδικώντας την κυριαρχία για μικρά νησιά και μικρο-κράτη σαν το Λιχνενστάιν ή το Σαν Μαρίνο, που χρησιμοποιήθηκαν σαν άντρα πειρατών: χώρες χωρίς χωρική υπόσταση, προκειμένου να κρυφτούν εκεί παράνομα κέρδη που αφαιρέθηκαν από εθνικά ταμεία.

Τα εργαλεία που χρησιμοποίησαν τα τελευταία χρόνια διαδικτυακές επιχειρήσεις σαν τις Google, Facebook και Amazon, για να φοροδιαφύγουν δεν αποτελούν παρά το τελευταίο κεφάλαιο αυτής της διαρκούς επίθεσης ενάντια στη φορολογική κυριαρχία.

Εξάλλου η εμπορική φιλελευθεροποίηση, που υλοποιήθηκε μέσα από μια σειρά διεθνών εμπορικών συμφωνιών και τη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, είχε κι αυτή σαν στόχο την εξάλειψη της κυριαρχίας των κρατών-εθνών, στερώντας τα από κάθε δυνατότητα προστασίας των τοπικών βιομηχανιών διαμέσου της χρήσης δασμών και άλλων εμπορικών εμποδίων, και ωθώντας έτσι τους εργαζόμενους σε έναν γενικευμένο αγώνα δρόμου για τους μισθούς και τις εργασιακές συνθήκες.

Έτσι, παρά τις υποψίες που υποβόσκουν στην αριστερά σχετικά με την κυριαρχία, είναι προφανές ότι ακριβώς η επίθεση εναντίον της και το άδειασμά της άφησαν χώρο για τις πιο δυσάρεστες επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού.

Ήταν η εξάλειψη των δικαιοδοσιών των κυρίαρχων κρατών, διαμέσου των φορολογικών παραδείσων και των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου που ευνόησαν την τεράστια συσσώρευση πλούτου σε όφελος των υπερ-πλουσίων, σε βάρος του απλού λαού, δημιουργώντας μια κατάσταση όπου, όπως τεκμηριώνεται από μια γνωστή αναφορά της βρεταννικής ΜΚΟ Oxfam, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2016, 62 άνθρωποι ελέγχουν το 50% του παγκόσμιου πλούτου.

Υπό το φως αυτών των δυσάρεστων επιπτώσεων του πολέμου του νεοφιλελευθερισμού ενάντια στην κυριαρχία, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το ότι μπροστά σε αυτή την κρίση του νεοφιλελευθερισμού, η κυριαρχία αντιμετωπίζεται ξανά σαν ένα στοιχείο απαραίτητο για να οικοδομηθεί ένα εναλλακτικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς.

Στο επίκεντρο αυτής της νέας πολιτικής της κυριαρχίας, βρίσκεται η αναζήτηση νέων μορφών εδαφικής εξουσίας, για να τεθούν υπό έλεγχο οι παγκόσμιες ροές: οι ροές εκείνες που ο νεοφιλελευθερισμός θεωρεί απαραίτητες, και που σήμερα πολλοί αντιλαμβάνονται σαν απειλή για την ευημερία και την ασφάλεια τους.

Η διεκδίκηση της κυριαρχίας είναι κομβικό ζήτημα της μετα-νεοφιλελεύθερης πολιτικής και το σημείο συνάντησης του δεξιού και του αριστερού λαϊκισμού, ανάμεσα στην πολιτική του Τραμπ και του Σάντερς, ανάμεσα στις απόψεις του Κινήματος 5 Αστέρων και εκείνες των Podemos.

Όμως οι νέοι λαϊκισμοί της Δεξιάς και της Αριστεράς διαχωρίζονται εντελώς ως προς το περιεχόμενο που δίνει ο καθένας τους στον όρο της κυριαρχίας, στο ποιές είναι οι παγκόσμιες ροές που συνιστούν πράγματι κίνδυνο για την ασφάλεια και την ευημερία και που θα έπρεπε συνεπώς να τεθούν υπό έλεγχο. Αν η έννοια της κυριαρχίας βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης, η πάλη που διεξάγεται γύρω από αυτήν, έχει μεγάλη σχέση με τη σημασία που της αποδίδεται, και το πολιτικό περιεχόμενο που προκύπτει από αυτήν.

 

Η λαϊκή κυριαρχία ενάντια στην εθνική κυριαρχία

Αυτό που έχουν κοινό στη συζήτηση περί κυριαρχίας, σχηματισμοί και υποψήφιοι διαμετρικά αντίθετοι σαν τον Τραμπ και τον Σάντερς, τους υποστηρικτές του Brexit και τους Podemos, είναι η αντίληψη πως για την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος πάνω στα ερείπια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είναι απαραίτητο, πολιτικές συλλογικότητες εδαφικά προσδιορισμένες (κοινότητες, περιφέρειες, έθνη ή ήπειροι) να διεκδικήσουν το δικαίωμα της διαχείρισης της συλλογικής τους ζωής κατά τρόπο σχετικά αυτόνομο από εξωτερικές επεμβάσεις.

Δηλαδή να διεκδικήσουν έναν ορισμένο βαθμό ανεξαρτησίας από δυνάμεις και παγκόσμιες ροές που φαίνεται πως καταπνίγουν κάθε απόπειρα αυτών των κοινοτήτων να ελέγξουν ουσιαστικά το μέλλον τους. Αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά εξηγούν πώς γίνεται, παρά τις τεράστιες διαφορές τους, οι λαϊκισμοί Δεξιάς και Αριστεράς να έχουν σημεία σύγκλισης.

Για παράδειγμα, τόσο ο Τραμπ όσο και ο Σάντερς έχουν προτείνει μορφές οικονομικού προστατευτισμού και παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, μέσα από την προώθηση οικοδόμησης νέων υποδομών.

Αφήνοντας στην άκρη αυτά τα σημεία σύγκλισης, η λαϊκιστική αριστερά και η λαϊκιστική δεξιά διαφωνούν βαθειά σε σχέση με την έννοια της κυριαρχίας, και το είδους του εδαφικού ελέγχου που θα πρέπει να επανεγκαθιδρυθεί.

Για τους ξενοφοβικούς λαϊκιστές της Δεξιάς, κυριαρχία είναι πάνω από όλα η εθνική κυριαρχία, όπως προβάλλεται με τη μορφή ενός εθνικού φαντασιακού «αίμα και έδαφος», που συχνά καθορίζεται με εθνικές και απομονωτιστικές διαστάσεις και κινητοποιείται ενάντια σε όσους – ξένους και μετανάστες – φαίνεται να θέτουν σε αμφισβήτηση την ομοιογένεια και την ασφάλεια του λαού.

Η εκδοχή της κυριαρχίας που συνδέεται με αυτή την πολιτική λογική αντανακλά την πολιτική φιλοσοφία του Τόμας Χομπς, για τον οποίο η κυριαρχία στηρίζεται στην κατοχύρωση της ασφάλειας και της προστασίας που παρέχει ο κυρίαρχος στους υπηκόους του.

Ο τύπος παγκόσμιων ροών που αυτή η αντιδραστική άποψη για την κυριαρχία θεωρεί σαν κύρια απειλή, είναι προφανώς η μετανάστευση. Η κυριαρχία από την άποψη αυτή σημαίνει πάνω από όλα το κλείσιμο των συνόρων για τους μετανάστες, των προσφύγων πολέμου συμπεριλαμβανομένων, αλλά και την περιθωριοποίηση των ανεπιθύμητων εσωτερικών μειονοτήτων, και ιδιαίτερα των μουσουλμάνων, που είναι ύποπτοι ότι μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή.

Αυτή η ξενοφοβική ερμηνεία της κυριαρχίας ήταν προφανής στη συζήτηση περί Brexit, όπου η εκστρατεία για την «έξοδο» υπερίσχυσε, εκμεταλλευόμενη τον φόβο που προκαλούν οι μετανάστες, που θεωρούνται και ενοχοποιούνται σαν υπεύθυνοι για την πτώση των μισθών και την επιδείνωση των κοινωνικών παροχών.

Η προοδευτική άποψη για την κυριαρχία που βρίσκεται στο επίκεντρο της λαϊκιστικής πολιτικής της αριστεράς, από τους Podemos μέχρι τον Μπέρνι Σάντερς, έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Αυτή διεκδικεί την κυριαρχία σαν λαϊκή κυριαρχία, και όχι μόνο την εθνική κυριαρχία. Εξάλλου θεωρεί την κυριαρχία σαν μέσο ένταξης – επανένταξης στο Κράτος πολιτών που νοιώθουν αποξενωμένοι από αυτό- και όχι αποκλεισμού τους.

Αυτό το ανανεωμένο προοδευτικό αίτημα κυριαρχίας εμπεριέχει τις μνήμες των απαρχών της σύγχρονης Αριστεράς, ανάμεσα στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας ξεπροβάλλει στα γραπτά του Ζαν Ζακ Ρουσώ, όπου ήταν κεντρική η αντίληψη πως η εξουσία έπρεπε να περάσει από τον μονάρχη στα χέρια του λαού, και επηρέασε βαθειά τους γιακωβίνους και τη γαλλική επανάσταση, καθώς και τις λαϊκές εξεγέρσεις του 19ου αιώνα.

Ωστόσο η ιδέα της κυριαρχίας ατόνισε σε πολλά ριζοσπαστικά κινήματα κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Θεωρήθηκε σαν αντιδραστική έννοια, ξένη προς την πολιτική της χειραφέτησης, όπως φαίνεται στην κριτική που κάνουν ο Μάικλ Χαρντ και ο Αντόνιο Νέγκρι στο βιβλίο τους Αυτοκρατορία.

Αλλά η νέα λαϊκιστική Αριστερά που αναδείχτηκε μετά το χρηματοοικονομικό κραχ του 2008, ανακάλυψε ξανά το θέμα της κυριαρχίας, και πείστηκε πως μια πραγματική δημοκρατία είναι ανέφικτη χωρίς την ανάκτηση μορφών εδαφικής κυριαρχίας.

Η προοδευτική ανάκτηση της ιδέας της κυριαρχίας, όπως προτάθηκε από φαινόμενα σαν αυτό του Σάντερς και των Podemos, έχει σαν κύριο εχθρό τις τράπεζες, τους αδίστακτους επιχειρηματίες και τους διεφθαρμένους πολιτικούς, και όχι τους ξένους, τους πρόσφυγες ή τις εθνικές μειονότητες.

Οι ροές της οικονομίας και του εμπορίου μάλλον, και όχι οι μεταναστευτικές ροές, είναι αυτές που θεωρούνται σαν η μεγαλύτερη απειλή για την ευημερία και την ασφάλεια της κοινωνίας.

Στα πλαίσια αυτά, η κυριαρχία θεωρείται σαν όπλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το Λαό ενάντια στην Ολιγαρχία, από τους Πολλούς ενάντια στους Λίγους, από το σύνολο των πολιτών ενάντια σε όλες τις ελίτ που καπηλεύονται τη βούληση του λαού: τους μεγάλους χρηματοοικονομικούς κύκλους που εκμεταλλεύονται την κινητικότητα των κεφαλαίων σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα, για να εξουδετερώσουν κάθε διεκδίκηση ελέγχου της οικονομίας, και τους ισχυρούς του κόσμου, σαν την Τρόικα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που θεωρούν τη δημοκρατία απειλή για τις αγορές.

Αν προοδευτικοί λαϊκιστές ηγέτες σαν τον Ιγγλέσιας και τον Σάντερς προστρέχουν συχνά στα πατριωτικά αισθήματα και θεωρούν το Κράτος-έθνος σαν το βασικό πεδίο κινητοποίησης ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, η άποψη τους για την κυριαρχία είναι σίγουρα πιο πολυεπίπεδη και περιεκτική από τον λαϊκισμό της Δεξιάς, συμπεριλαμβάνοντας το τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ηπειρωτικό επίπεδο.

Πράγματι γίνεται επίκληση της κυριαρχίας τοπικού επιπέδου από τις «δημοτικές» παρατάξεις που εκλέχτηκαν στους δήμους της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης. Οι δημοτικές αρχές της Μανουέλα Καρμένα και της Άντα Κολάου χρησιμοποίησαν την εξουσία των τοπικών θεσμών για να υποστηρίξουν την τοπική οικονομία, να περιορίσουν τις διαδικασίες «εξευγενισμού» (σ.μ. gentrificazione, μετατροπή σε ακριβές περιοχές των αστικών κέντρων) των αστικών κέντρων, και να χτυπήσουν την αρπακτικότητα της λεγόμενης «sharing economy» σαν την Airbnb και την Uber.

Από την πλευρά του, ο Μπέρνι Σάντερς υπερασπίστηκε την κυριαρχία των ιθαγενικών αμερικανικών κοινοτήτων, με αφορμή τις διαμαρτυρίες ενάντια στην κατασκευή του πετρελαιαγωγού Dakota Access Pipeline (DAPL).

Είναι προφανές πως σε έναν παγκοσμιοποιημένο και αλληλοεξαρτώμενο κόσμο σαν αυτό στον οποίο ζούμε, μια πραγματική λαϊκή κυριαρχία για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να ασκείται και σε υπερεθνικό επίπεδο. Το χάος που δημιουργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία από το Brexit και η ανασφάλεια που προκάλεσε για το οικονομικό μέλλον της χώρας αποδεικνύουν πως δεν είναι εφικτή η απλή επιστροφή στην εθνική κλίμακα σήμερα, ή τουλάχιστον πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον για τα ευρωπαϊκά Κράτη-έθνη, που είναι υπερβολικά μικρά για να μπορούν να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο στις οικονομικές εξελίξεις που συμβαίνουν στον πλανήτη.

Μια προοδευτική πολιτική για την κυριαρχία πρέπει να βρει την αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στο εθνικό και το υπερεθνικό επίπεδο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα αιτήματα δημοκρατικοποίησης της Ευρώπης σαν αυτά που προωθεί το κίνημα DIEM25 του πρώην υπουργού οικονομικών της Ελλάδας Γιάννη Βαρουφάκη είναι σημαντικά.

 

Πορώδη σύνορα

Μια προοδευτική αντίληψη για την κυριαρχία πρέπει να αποδέχεται πως το Κράτος-έθνος δεν είναι ο αποκλειστικός χώρος άσκησης της κυριαρχίας, και πως στον σύγχρονο κόσμο η κυριαρχία ασκείται σε πολλά επίπεδα, όλα νόμιμα, που μπορούν όλα να χρησιμοποιηθούν σαν μέσο προώθησης ενός προοδευτικού πολιτικού προγράμματος.

Εξάλλου ζούμε σε μια εποχή όπου είναι αβέβαιος ο τόπος άσκησης της κυριαρχίας και ο ίδιος ο ορισμός της είναι αντικείμενο συμβολικής αντιπαράθεσης. Αυτό τον καιρό καλούμαστε να ξανασκεφτούμε και να επανεφεύρουμε την κυριαρχία για να την προσαρμόσουμε στα ευμετάβλητα πλαίσια των εδαφών, των δικαιωμάτων και των θεσμών.

Πρέπει να επινοήσουμε νέους χώρους, νοούμενους όχι περιορισμένους σε κλειστά όρια, αλλά μάλλον οριοθετημένους προσωρινά, με σύνορα που να μπορούν να είναι ανοιχτά σε μετανάστες και πρόσφυγες, και την ίδια στιγμή κλειστά στις ροές κερδοσκοπικών κεφαλαίων και σε καταστροφικές μορφές παγκόσμιου εμπορίου.

Το μέλλον θα μας υποδείξει την καταλληλότερη εκδοχή κυριαρχίας που θα υπερισχύσει στο μετα-νεοφιλελεύθερο τοπίο και αν είναι οι λαϊκιστές της Αριστεράς ή της Δεξιάς αυτοί που θα νικήσουν στη μάχη για την ηγεμονία, σε αυτή τη νέα φάση. Για την ώρα, η λαϊκιστική δεξιά φαίνεται να έχει ξεκάθαρα το επάνω χέρι.

Αυτό οφείλεται από τη μια στο ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων εξακολουθούν να συσχετίζουν την κυριαρχία με το Κράτος-έθνος και τον εθνικισμό, και εν μέρει λόγω του δισταγμού των δυνάμεων της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων να δώσουν το δικό τους περιεχόμενο στην έννοια της κυριαρχίας.

Είναι φανερό πως η Αριστερά δεν έχει την πολυτέλεια να παραχωρήσει τη συζήτηση για την κυριαρχία στη Δεξιά. Η διεκδίκηση της κυριαρχίας προκύπτει από τα πραγματικά δεινά και τους ευτελισμούς που έχει προκαλέσει η νεοφιλελεύθερη διάλυση των μορφών προστατευτισμού που κάποτε εξασφάλιζε το Κράτος-έθνος.

Για να αντιμετωπίσει την οργή και την αταξία που έχει προκαλέσει η οικονομική, πολιτική και ηθική κρίση του νεοφιλελευθερισμού, η Αριστερά πρέπει επειγόντως να οικοδομήσει μια προοδευτική αντίληψη για την κυριαρχία, στην οποία ο έλεγχος του εδάφους δεν θα συνεπάγεται τον αποκλεισμό των ξένων και των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, αλλά την ενσωμάτωση διαφόρων κοινοτήτων σε τοπικό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, ώστε να έχουν λόγο στις αποφάσεις που τις αφορούν.

 

* Ο Πάολο Γκερμπάουντο είναι πολιτιστικός και πολιτικός κοινωνιολόγος, λέκτορας στο King’s College London

 

Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση

Σχόλια

Exit mobile version