Αρχική πολιτική οικονομία Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πρόγραμμα 2019-2022

Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πρόγραμμα 2019-2022

Η εφαρμογή των μετά-μνημονιακών δεσμεύσεων σε μακροοικονομικό επίπεδο

«Να σε κάψω Γιάννη μου, να σε αλείψω λάδι», αυτή η λαϊκή παροιμία είναι το μοτίβο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης μετά την ονομαζόμενη «καθαρή έξοδο». Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δοθεί μέχρι τώρα στη δημοσιότητα, μέσω της έκθεσης του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, η κυβέρνηση σχεδιάζει για το μεσοπρόθεσμο, που θα κατατεθεί εντός των ημερών για ψήφιση μαζί με όλα τα προαπαιτούμενα, να πραγματοποιήσει υπέρ-πλεονάσματα. Σχεδιάζει να «πετύχει» ρεκόρ που θα μπορούν να συγκριθούν μόνο με τα αντίστοιχα της κυβέρνησης Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, όταν φτωχοποίησε πλήρως τον λαό… τα αποτελέσματα μετά, είναι γνωστά.

Να θυμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως μία από τις αιτιολογίες για τα «θετικά» του 3ου μνημονίου είχε αναφέρει την κατάργηση, για το 2015, της υποχρέωσης πρωτογενούς πλεονάσματος 4% στο ΑΕΠ. Την περίοδο εκείνη είχε υποστηρίξει την άποψη ότι «οι ευρωπαϊκές οικονομίες του Νότου δεν μπορούν να στερούνται πόρους που ξεπερνούν το 4% του ΑΕΠ για να αποπληρώνουν ένα χρέος που διαρκώς επιδεινώνεται. Αυτές είναι πολιτικές που στραγγαλίζουν τους εργαζομένους και τις μεσαίες τάξεις προς όφελος μιας μικρής ολιγαρχίας.»

Τα υπέρ-πλεονάσματα

Τα χρόνια πέρασαν, ο ΣΥΡΙΖΑ με τα «ανθρωπάκια» τού «ναι σε όλα» (κατ’ ευφημισμόν βουλευτές), στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα της «εξουσίας» και σήμερα εκτελεί πιστά τις εντολές των δανειστών. Αποδέχθηκε, όχι για ένα ή δύο χρόνια αλλά για πέντε, την εντολή τους για πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ. Παρά τις κριτικές για το επιτεύξιμο ή μη του στόχου και τις μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, ο Έλληνας Τσαουσέσκου έχει βάλει πρόγραμμα να το ξεπεράσει και μάλιστα κατά πολύ.

Στο νέο μεσοπρόθεσμο, έναντι στόχου εκ μέρους των δανειστών για πλεόνασμα 3,5% κατ’ έτος μέχρι το 2022, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να το υπερβαίνει με αυξανόμενο ρυθμό και από το 3,56% το 2018 να το φτάσει στο 5,19% το 2022. Πρακτικά, σε αυτά τα 5 χρόνια, έχει σκοπό να μας κάνει κυριολεκτικά αφαίμαξη. Αθροιστικά τα πλεονάσματα στην 5ετία σχεδιάζουν να φτάσουν τα 42,5 δισ. ευρώ ή το 4,3% του ΑΕΠ της περιόδου (βλέπε σχετικό πίνακα). Από αυτά τα 34,6 δισ. ευρώ θα πάνε υπέρ της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους, δηλαδή στους δανειστές και τα υπόλοιπα 8 δισ. θα αποτελέσουν «μαξιλάρι» είτε για να εφαρμοστούν μέτρα «κοινωνικής πολιτικής», κοινώς «καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς», είτε θα χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης και αυτά για εξόφληση χρέους στο βαθμό που λόγω συνθηκών δεν θα μπορεί η κυβέρνηση να «βγει» να δανειστεί από τις αγορές.

Τι σημαίνουν αυτά τα πλεονάσματα για τον λαό και την οικονομία

Κατ’ αρχήν, και αυτό είναι το σημαντικότερο, σημαίνουν συνεχώς υψηλότερους φόρους και μάλιστα στους πλέον αδύναμους. Η αύξηση του ΕΝΦΙΑ στις λαϊκές συνοικίες από φέτος και η μείωση του αφορολόγητου από 8.600 σε 5.600 ευρώ από 1/1/2020 ή νωρίτερα, μέτρα που ισοδυναμούν με έναν μισθό της τάξεως των 700 ευρώ, είναι τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στις λαϊκές συνοικίες της δυτικής Αθήνας και αλλού θα πληρώσουν αυξημένο ΕΝΦΙΑ από το 2018. Επίσης θα κληθούν να καταβάλλουν φόρο όσοι έχουν μηνιαίο εισόδημα πάνω από 715 ευρώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ που αγωνιζόταν για τα δικαιώματα της γενιάς των 700 ευρώ στην προηγούμενη δεκαετία, σήμερα καταδικάζει όλους όσους υπερβαίνουν έστω και ελάχιστα τα 700 ευρώ.

Ο μέσος ρυθμός αύξησης των άμεσων φόρων θα είναι 3,9% και των έμμεσων 1,3%. Από που θα βγουν αυτοί οι φόροι όταν είναι γνωστές οι στρεβλώσεις και οι αδικίες του φορολογικού συστήματος; Μα φυσικά από τους ίδιους που, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο Τσακαλώτος, υπερφορολόγησε όλα αυτά τα χρόνια. Τους μισθωτούς και τα μεσαία στρώματα. Απλά, τώρα κατεβάζουν τον πήχη πολύ πιο κάτω και φορολογούν και τους φτωχούς.

Εκτός από υπερφορολόγηση τα σχεδιαζόμενα πλεονάσματα σημαίνουν μείωση των κοινωνικών δαπανών αρχής γενομένης από την 1/1/2019 με τη μείωση των συντάξεων κατά 18%, λόγω της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς σύμφωνα με το νόμο «Κατρούγκαλου». Πρακτικά πρόκειται για μείωση που ισοδυναμεί με δύο σημερινές μηνιαίες συντάξεις. Παράλληλα, υπάρχουν μια σειρά άλλες δεσμεύσεις για μειώσεις όπως η νέα μείωση του ΕΚΑΣ το 2019 (μέχρι το 2018 έχουν κοπεί 808 εκ. ευρώ) ώστε από 1/1/2020 να καταργηθεί οριστικά.

Όταν στερείς από τον λαό εισοδήματα, είτε με την υπερφορολόγηση, είτε με την περικοπή των δαπανών, είτε με τις εργασιακές σχέσεις ζούγκλας, αυτό θα «χτυπήσει» στην πορεία της οικονομίας. Είμαστε στον 9ο χρόνο των μνημονίων και η ιδιωτική κατανάλωση που αποτελεί τα 2/3 της εγχώριας ζήτησης δεν φαίνεται να ανακάμπτει, παρά τις θετικές αρχικά προβλέψεις κατ’ έτος. Τελικά, οι «προβλέψεις» δεν επιβεβαιώνονται. Φυσικά οι ΣΥΡΙΖΑίοι έχουν ξεχάσει όσα έλεγαν επί του θέματος κριτικάροντας τις αντίστοιχες προβλέψεις των θεσμών και των προηγούμενων κυβερνήσεων. Έχουν ξεχάσει τους πολλαπλασιαστές της οικονομίας και τις συνέπειες από τις «λάθος εκτιμήσεις» του ΔΝΤ. Σήμερα, οι ίδιοι προχωρούν ακόμα πιο πέρα από τις απαιτήσεις του ΔΝΤ σε πλεονάσματα, αγνοώντας τις επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία.

Έτσι, για το 2017 η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος 4,2% γονάτισε την οικονομία καθώς α) σε μία καλή χρονιά για την παγκόσμια οικονομία η Ελλάδα ήρθε τελευταία στην ΕΕ με 1,4% ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, έναντι αρχικού στόχου 2,7% και β) υποβαθμίζεται σταδιακά ο στόχος και του 2018. Ενώ η πρόβλεψη Δεκεμβρίου 2017 για το 2018 ήταν ρυθμός αύξησης 2,5%, στις οδηγίες του Μαρτίου 2018 για το μεσοπρόθεσμο ο ρυθμός έπεσε στο 2,3% και τώρα διαμορφώνεται σε 2%.

Φυσικά η αφαίμαξη του λαού δεν έχει επίδραση μόνο στην ιδιωτική κατανάλωση. Εξίσου σημαντική είναι και η επίδραση της στην αποταμίευση και κατ’ επέκταση στη χρηματοδότηση της οικονομίας, αλλά και στην εύρυθμη γενικότερα λειτουργία της όσον αφορά στις δυνατότητες εξόφλησης υποχρεώσεων είτε προς το Δημόσιο είτε προς τον ιδιωτικό τομέα. Όταν η κυβέρνηση «ξεζουμίζει» στην κυριολεξία τον λαό και μάλιστα στις περιπτώσεις της φορολογίας, είτε άμεσης είτε έμμεσης, στην πηγή, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα να ξεφύγει, δημιουργούνται μια σειρά δυσλειτουργίες και στρεβλώσεις με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.

Είναι γνωστό ότι οι αποταμιεύσεις, ουσιαστικά η λαϊκή αποταμίευση γιατί για τα υψηλά εισοδήματα η «αποταμίευση» βρίσκεται εκτός Ελλάδος, μειώνονται συνεχώς στην περίοδο της κρίσης και φυσικά αυτό, εκτός των άλλων, στερεί χρηματοδοτικούς πόρους από το τραπεζικό σύστημα. Έτσι, δυσκολεύει ακόμα περισσότερο η χρηματοδότηση της οικονομίας. Αν σε αυτά προστεθεί και το ύψος του ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους προς το Δημόσιο, και τις τράπεζες που είναι τουλάχιστον 250 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 140% του ΑΕΠ, κατανοούμε ότι το σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας θα επιδεινωθεί και μάλιστα δραματικά από τη σχεδιαζόμενη «αφαίμαξη» στο όνομα των πλεονασμάτων.

Με το νέο μεσοπρόθεσμο η κυβέρνηση φιλοδοξεί να υπερβεί τους στόχους των δανειστών για πλεόνασμα 3,5% κατ’ έτος μέχρι το 2022.  Δεσμεύεται έτσι για μια οικονομική αφαίμαξη των χαμηλών εισοδημάτων  που οδηγούν την οικονομία στη στασιμότητα, αν όχι σε έναν νέο κύκλο συρρίκνωσης, και διαιωνίζουν την επιτήρηση.

Τα καθρεφτάκια της κυβέρνησης στους ιθαγενείς

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η επίτευξη των υπέρ-πλεονασμάτων θα οδηγήσει στην εφαρμογή κοινωνικών αντιμέτρων υπέρ των πλέον ευπαθών κοινωνικών ομάδων, που έχουν γενικά συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Η λογική αυτή είναι η ακριβής εφαρμογή της πολιτικής των κατακτητών του Νέου Κόσμου μερικές εκατονταετίες πίσω. Έδιναν στους ιθαγενείς καθρεφτάκια και τους έπαιρναν ότι πολυτιμότερο είχαν. Για να το δούμε και πρακτικά: Τα μέτρα του 2019 σε βάρος των συνταξιούχων θα είναι της τάξης των 1,8 δισ. ευρώ (πάνω 1% του ΑΕΠ) το ίδιο και του 2020 για τη φορολογία. Φυσικά αυτή η απώλεια, εκτός των όποιων νέων πρόσθετων μέτρων, δεν είναι εφάπαξ αλλά θα ισχύει στο διηνεκές. Δηλαδή τα ήδη ψηφισμένα μέτρα σε βάρος των συνταξιούχων και των χαμηλών εισοδημάτων μόνο στην περίοδο 2019-2022 ανέρχονται σε 12,6 δισ. ευρώ. Με τι μπορεί να συμψηφιστεί μια τέτοια απώλεια όταν στην καλύτερη περίπτωση θα μοιράζονται μερικές εκατοντάδες εκ. ευρώ με την προϋπόθεση φυσικά να το επιτρέπουν και οι γενικότερες συνθήκες; Εδώ οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τις υψηλές δανειακές υποχρεώσεις του Δημοσίου, το κόστος δανεισμού από τις αγορές κ.λπ. καθώς οι τελευταίες εξελίξεις με την Ιταλία, σε συνδυασμό με το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης ανέβασαν και θα συνεχίσουν να ανεβάζουν τα επιτόκια και αυτό δεν είναι καλό ούτε για το Δημόσιο ούτε για τους ιδιώτες με τις οφειλές που προαναφέραμε. Άρα, ακόμα και αν επιτευχθούν τα υπέρ-πλεονάσματα, δεν είναι σίγουρο ότι τα χρήματα θα πάνε σε κοινωνικές δράσεις υπέρ των ευπαθών ομάδων. Αφήνουμε εκτός συζήτησης, φυσικά, το ποια θα είναι η κυβέρνηση που θα αναλάβει να υλοποιήσει τα σχετικά μέτρα και συνεπώς τις ενδεχόμενες σκοπιμότητες που μπορεί να κρύβουν συνολικά οι συγκεκριμένοι δημοσιονομικοί στόχοι.

Η πολιτική των αντιμέτρων της κυβέρνησης εφαρμόστηκε με το κοινωνικό μέρισμα τα δύο τελευταία χρόνια (2016,2017). Τα αποτελέσματά της ήταν πολύ περιορισμένα ακόμα και στην αύξηση του τζίρου στην Αγορά, καθώς λόγω της φτωχοποίησης συσσωρεύονται οφειλές και τα έκτακτα χρήματα πηγαίνουν σε αυτές που είναι οι πλέον πιεστικές.

Υπάρχει όμως και «ένας λάκκος στη φάβα» στο θέμα της αξιοποίησης του υπέρ-πλεονάσματος. Είναι η συζήτηση για ενδεχόμενες φόρο-ελαφρύνσεις. Φυσικά αυτές δεν θα αφορούν τα λαϊκά στρώματα. Αυτά θα υποστούν μια ακόμα επιδρομή με τη μείωση του αφορολόγητου. Οι φόρο-ελαφρύνσεις φαίνεται, από όσα «συζητούνται» μέχρι σήμερα, ότι θα κατευθυνθούν προς τις επιχειρήσεις με επιχείρημα την αύξηση των επενδύσεων.

Συνεπώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού μας έδεσε «χειροπόδαρα», και για τη «μεταμνημονιακή» εποχή βάζει στόχο να ξεπεράσει τις απαιτήσεις των δανειστών για να έχει ένα «μαξιλάρι» άσκησης κοινωνικής πολιτικής –στην πράξη διαχείρισης της φτώχειας που προκαλεί η πολιτική της. Παράλληλα, αυτοί οι υπερβολικοί στόχοι και η υπέρβασή τους οδηγούν την οικονομία τουλάχιστον στη στασιμότητα, αν όχι σε έναν νέο κύκλο συρρίκνωσης. Και φυσικά, όλα αυτά τα νούμερα και τα σχέδια περί ανάπτυξης θα έχουν την ίδια τύχη με όλα τα αντίστοιχα προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.

Σχόλια

Exit mobile version