Η επανεμφάνιση μιας παλιάς στρατηγικής. Του Γιάννη Τσούτσια

Στις αρχές της εβδομάδας παρουσιάστηκε η τακτική δημοσκόπηση της GPO για το Mega στην εκπομπή Ανατροπή του κ. Πρετεντέρη. Ανάμεσα στις πολλές παραμέτρους που αξιολογήθηκαν, οι εκτιμήσεις για τον βαθμό αισιοδοξίας των πολιτών, την πρόθεση ψήφου, τον καταλληλότερο πρωθυπουργό κ.λπ., συζητήθηκαν ως συνήθως. Όμως, για πρώτη φορά, δόθηκε έμφαση και στα ευρήματα μιας λιγότερο προβεβλημένης ερώτησης: «Πιστεύετε ότι πρέπει να υπάρχει πολιτικός χώρος ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ;» Οι ερωτηθέντες, λοιπόν, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, απάντησαν: Ναι & Μάλλον Ναι: 64,7%, Όχι & Μάλλον Όχι: 31,4%. Μάλιστα ο δημοσιογράφος υπογράμμισε την πολιτική βαρύτητα αυτού του ευρήματος, τροφοδοτώντας ανάλογα τη συζήτηση μεταξύ των προσκεκλημένων του. Κατά τις δημοσκοπήσεις, λοιπόν, ο μεσαίος χώρος, αναζητά τον εκφραστή του! Δείγμα κι αυτό, πως ξανανοίγει η συζήτηση για τον «κεντρώο χώρο», προάγγελος σεναρίων για την ανασύσταση της Kεντροαριστεράς, που με τη σειρά της, είναι η προϋπόθεση για την αναβίωση του παραδοσιακού διπολισμού. Μια παλιά πολιτική στρατηγική, δηλαδή, επανεμφανίζεται δειλά- δειλά στο προσκήνιο.
Η υποστροφή του κοινωνικού ριζοσπαστισμού και η σταδιακή απομάκρυνση του επίκεντρου της πολιτικής ζωής από τον αντιμνημονιακό άξονα, είναι η αιτία των παραπάνω. Η κάμψη των διαθέσεων είναι εμφανής. Η συγκυρία δίνει στο συστημισμό περιθώρια περαιτέρω ανασύνταξης. Να αξιοποιήσει κάθε ψήγμα τεχνητής αισιοδοξίας από τη δόση του Δεκέμβρη, (κονιορτοποιώντας εντωμεταξύ, θεσμούς και πολιτικά δικαιώματα) και να σχεδιάσει πιο μακροπρόθεσμες στρατηγικές. Υπό αυτήν την έννοια, το διασωστικό σχέδιο ευθυγράμμισης του συντηρητισμού υπό τον Σαμαρά, δεν είναι πλέον η μόνη εκδοχή επιβίωσης του πολιτικού συστήματος. Η κεντροαριστερή προοπτική (που συνδέεται και ταυτόχρονα συγκρούεται με το σχέδιο Σαμαρά), μπορεί να αποτελέσει όχημα συστημικής ανασυγκρότησης για την επόμενη φάση. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει πρώτα να νοηματοδοτηθεί η κατασκευή του μεσαίου χώρου, ώστε στη συνέχεια να μπορέσει να αντιστοιχηθεί και πολιτικά. Πρέπει, δηλαδή, να περιγραφεί ο «χώρος», που μετά θα χρήζει στελέχωσης και εκπροσώπησης. Πράγμα, που όπως φαίνεται, έχει αντιληφθεί ο κ. Πρετεντέρης. Και ο κ. Λοβέρδος επίσης, που άρχισε τις περιοδείες. Και το ημιθανές ΠΑΣΟΚ, που τώρα υιοθετεί, πέρα από την κυβέρνηση και τη θεωρία των άκρων, θέτοντας διακριτικά στον ένα πόλο τον Σαμαρά και φωτίζοντας στον άλλο τον ΣΥΡΙΖΑ. Και η σε κρίση ευρισκόμενη ΔΗΜΑΡ, που συντηρείται στο παιχνίδι. Και οι κάθε λογής εκσυγχρονιστές, που εξωθούνται (κυρίως από εξωθεσμικά κέντρα), να επανέλθουν στο πολιτικό και μηντιακό προσκήνιο.
Έτσι, ο μετα-μνημονιακός πολιτικός κύκλος, ψηλαφεί μια νέα τροχιά. Έως σήμερα, η διάσωση του κρισιογόνου πολιτικού συστήματος ανατέθηκε στον Σαμαρά. Με δεδομένη την απαξίωση και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, σχεδιάστηκε επειγόντως η ανασύσταση του φιλελεύθερου χώρου, εξαναγκάζοντας κάθε του παραλλαγή σε ευθυγράμμιση (π.χ. εκσυγχρονιστές, μαζί και η ΔΗΜΑΡ), σ’ ένα συντηρητικό μέτωπο, ικανό να αντιπαρατεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ (κύριο εκφραστή της αμφισβήτησης) και σε κάθε πολιτικό αίτημα αλλαγής. Κρίσιμο στοίχημα υπήρξε η διάχυση του κοινωνικοπολιτικού προτύπου της Δεξιάς και η δυσφήμηση κάθε άλλης εναλλακτικής. Προηγήθηκε δηλαδή, ο βομβαρδισμός της κοινωνίας με εκβιαστικά διλήμματα, (δόση, ευρώ) με στόχο την οριοθέτηση του δεξιού χώρου, στη συνέχεια ενέθηκε η θεωρία των «άκρων» και εξαπολύθηκε η στρατηγική της έντασης με στόχο τον ΣΥΡΙΖΑ (για την αποτροπή της εξάπλωσής του προς το «μεσαίο χώρο») και τελευταία επιχειρείται η μετάθεση του επίκεντρου της πολιτικής ζωής από το πνεύμα ενός ήδη διαψευσμένου ρεαλισμού, στο δόγμα του νόμου και της τάξης.
Τώρα, για να επανέλθουμε στα δημοσκοπικά ευρήματα του κ. Πρετεντέρη, αναζωπυρώνονται οι ενδείξεις, πως επανέρχεται και το σχέδιο της Κεντροαριστεράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται όχι μόνον η πύκνωση των δημόσιων εμφανίσεων κάποιων πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ (με την αντίστοιχη ενθάρρυνση των ΜΜΕ) αλλά και η επίμονη επικοινωνιακή αποστασιοποίηση της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ από ορισμένα κυβερνητικά μέτρα. Το σκηνικό δείχνει να «ανοίγει», για να επανακάμψει προς τους κλασικούς πυλώνες του πολιτικού συστήματος (Ν.Δ.-Κεντροαριστερά), με στόχο, σε επόμενη φάση, να αντιμετωπισθεί οριστικά η ασταθής ισορροπία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. (την οποία, ο Σαμαράς, για τους δικούς του λόγους, επεδίωξε) και επιπλέον, να ακυρωθεί το ενδεχόμενο ανάδυσης ενός άλλου διπολισμού, μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσής Αυγής. Φυσικά, η Ν.Δ. του Σαμαρά αντιμάχεται αυτήν την εξέλιξη. Το σχέδιο ευθυγράμμισης του μνημονιακού χώρου και της σταδιακής ανανέωσής του υπό τον Σαμαρά, γι’ αυτήν παραμένει. Γι’ αυτό και οι διαφωνίες στελεχών της κυβέρνησης με τον -σημιτικής προέλευσης- υπουργό Οικονομικών, που ολοένα και κλιμακώνονται.
Την ίδια ώρα, στην άλλη πλευρά, η ανάδυση αυτών των σχεδιασμών, συνιστά ομολογία αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η στρατηγική αντίθεση προς το πολιτικό σύστημα, αντί να βαθαίνει και να αναδεικνύεται, μεταπίπτει σε «γεωγραφική» διεκδίκηση του μεσαίου χώρου και σε πολιτικές παραμερισμού προς κάθε κατεύθυνση. Από τον Μάιο μέχρι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ συστέλλεται. Φαντάζεται ότι μπορεί να ενσωματώνει αυτονόητα και να εκφράζει την πολυδιάστατη αμφισβήτηση, χωρίς όμως και να απαντάει στις ανάγκες της για συγκρότηση και προσανατολισμό.
Και το χειρότερο; Την ώρα που όλοι επεξεργάζονται σχέδια για την επόμενη φάση, αυτός παραμένει καθηλωτικά στον απόηχο των αποτελεσμάτων του Μαΐου και λικνίζεται, χωρίς πυξίδα, σε μια θάλασσα δυσανάγνωστων και αρνητικών εξελίξεων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!