Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Με όχημα την ποίηση (φ.296)

Με όχημα την ποίηση (φ.296)

Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

 

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)

 

Δον Κιχώτης

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ άλογό του
το αχαμνό, του Θερβάντες ο ήρωας περνάει.
και πίσω του, στο στωικο γαϊδούρι του καβάλα,
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κ’ αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…
Στο πέρασμά του απ’ τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελλό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού – κ’ ειρωνικά γελάνε.
Ω ποιητή! Παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι ανθρώποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:

Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κ’ οι Σάντσοι ακολουθάνε!

 

Τα κορίτσια του παλιού καιρού

Κορίτσια του παλιού καιρού, Αθηναΐς, Ειρήνη:
μορφές, μέσα στη μνήμη μου, χιμαιρικές κι ωραίες,
σα ρόδινες σ’ ακίνητα βάλτων νερά νυμφαίες,
τον τόπο αφότου αφήσατε, τι να ’χετε απογίνει,
κορίτσια του παλιού καιρού, Αθηναΐς, Ειρήνη;

Ποιοι τάχα να σας χαίρουνται, σε ποια να ζείτε ξένα,
ω σεις που με μαγεύατε, παιδί, στην επαρχία,
όπως μαγεύουν έναστρης νυχτιάς την ησυχία
γλυκειές φωνές που τραγουδάν τραγούδια ευτυχισμένα,
ποιοι τάχα να σας χαίρουνται, σε ποια να ζείτε ξένα;

Σα να’ρθαν και σας πήρανε κουρσάρικα καράβια,
ουτ’ ένα μήνυμα από σας δεν ήρθε τώρα χρόνια!
Ρημάξανε τα σπίτια σας – κι απ’ τα ψηλά μπαλκόνια
μόνες οι γριές οι βάγιες σας κοιτάνε προς τα βράδυα:
σα να ’ρθαν και σας πήρανε κουρσάρικα καράβια…

 

Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι

Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
που γέρασαν και τώρα, λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα,
σαπίζουν στ’ ακρολίμανα δεμένα.

Τα φορτηγά καράβια: που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπείρων τα πελάγη
απ’ του Μουρμάνσκ την παγερή τη θάλασσα
ίσαμε του Αμαζόνα τα τενάγη.

Τους ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
μ’ υπομονή κι αγάπη – για τα εγγόνια τους
(είτε γι’ αυτούς;-) μικρά φτιάνουν καράβια,

και δεν μπορούνε πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
και, άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι,
σαν κάτι τις να χάσανε κυττάνε…

Σχόλια

Exit mobile version