Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Mε όχημα την ποίηση: Του Φου (712-770)

Mε όχημα την ποίηση: Του Φου (712-770)

Πόλεμος

Χτες βράδι η Κυβέρνηση διάταξε να καταταχτούνε
στο στρατόν όλα τα δεκαοχτάχρονά μας παλληκάρια:
πρέπει να υπερασπιστούνε την πρωτεύουσα. Ω μητέρες!
Ω παιδιά! Μην κλαίτε έτσι! Κλαίοντας έτσι,
θ’ αρρωστήσετε. Όταν τα δάκρυα παύουν πια να τρέχουν,
τα κόκκαλα σπάζουν. Λύπηση γη ή ουρανός δεν έχουν!

Μάθατε πως στο Σαντούνγκ διακόσιες περιοχές ερημώθηκαν,
πως χιλιάδες χωράφια δε γνωρίζουνε πια παρά μονάχα
μια φυτεία: τα βράχια; Σαν τα σκυλιά σκοτώνονται οι άντρες,
σαν πουλάδες κυνηγιούνται οι γυναίκες…

Αν φανταζόμουν ως ποιο σημείο η τύχη των αγοριών είναι άθλια,
δε θα ’χα για παιδιά μου παρά μόνο κορίτσια…
Τ’ αγόρια στον κόσμο έρχονται κάτω απ’ τη χλόη για να θαφτούν.
Ακόμη βλέπεις, στις αχτές της Γαλάζιας Θάλασσας, εκείνων
τα κόκκαλα που πριν πολλά χρόνια σκοτωθήκαν.
Είναι κατάλευκα και γυαλίζουν και κείτονται στην άμμο,
οι ψυχές νέων και γέρων ενώνονται μαζί για να θρηνήσουν.
Όταν πέφτει η βροχή, και το φθινόπωρο τους παγωμένους
ανέμους του φυσά, οι φωνές τους δυναμώνουν τόσο
που καταλαβαίνω καλά γιατί η θλίψη μπορεί να σκοτώσει (…)
Τα πουλιά όνειρα αγάπης κάνουν όταν η παλίρροια τα παρασέρνει
οι πυγολαμπίδες πρέπει να φωτίζονται μόνες τους μες στο σκοτάδι.
Γιατί ο άνθρωπος να σκοτώνει άνθρωπο για να μπορέσει να ζήσει;
Μάταια στενάζω, όταν τα σκέφτομαι όλ’ αυτά,
ενώ έξω κυλά, μαύρο, κατάμαυρο ποτάμι, η νύχτα.

Φθινοπωρινή Νύχτα

Φθινοπωρινή νύχτα στο αρχηγείο, κ’ εγώ
μ’ ένα βουτούνγκ αλύγιστο για συντροφιά μου,
ν’ αναπαυτώ ήρθα. Το κερί μου λυώνει,
και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ήχοι
σάλπιγγας μου θυμίζουνε πως τέλος
δε θα βρη ποτέ ο πόλεμος. Το φεγγαρόφως
γιομάτο είναι ομορφιά, μα εγώ μονάχα,
αγρυπνώ για να το βλέπω και να κλαίω
γι’ αυτήν την έλλειψη ειδήσεων απ’ το σπίτι
μου• αδιάκοπα πολεμώντας, ποιος το ξέρει οι
δρόμοι αν ποτέ θα ξανανοίξουμε και πότε;
Δέκα χρόνια προσφυγικής ζωής και, τώρα,
σ’ αυτό το παλιό σπίτι μιας στιγμής ειρήνη.

 

Πέρα από τα σύνορα

                  9

Σα στρατιώτης, επί δέκα ή παραπάνω
χρόνια, έχω κάποια υπόληψη• η τιμή
μου απαγορεύει να ’μαι καθώς άλλοι
που προνόμια γυρεύουν• τώρα, οι μάχες
μαίνονται στους κεντρικούς κάμπους,
όπως κι ο πόλεμος στα σύνορα, ενάντια
στους ντόπιους• μια εποχή, σαν τούτη,
ένας στρατιώτης έχει να σκέφτεται άλλα
πολλά, κι όχι βαθμούς κ’ εύκολη ζωή• με αμάχη
σε κάθε κατάλυμα, πώς να το μπορέση
να μη νικηθή από την ίδια του την πίκρα;

Μετάφραση: Άρης Δικταίος

Σχόλια

Exit mobile version