Αρχική στήλες με όχημα την ποίηση Mε όχημα την ποίηση: Ουΐλιαμ Κάλλεν Μπράυαντ (1794 – 1878)

Mε όχημα την ποίηση: Ουΐλιαμ Κάλλεν Μπράυαντ (1794 – 1878)

Η Σφαγή της Χίου

Μην κλαις της Χίου τα σφαγμένα τα παιδιά·
Το αίμα τους, χυτό απ’ το τούρκικο σπαθί,
Μάταια στα Ουράνια δε στέλνει ανακραξιά
Για γδικιωμό, να πέσει στου φονιά την κεφαλή.
Κόκκινος χείμαρρος ζεστός κι αν κύλαε φουσκωμένος,
Στων -που τα ουράνια ανάφτανε – φλογών το μεταξύ,
Για καθεμιά ρανίδα, να, ένας αρματωμένος,
Χώρα να λευτερώσει ή να πεθάνει, θα φανεί.
Και για καθένα πτώμα, στη θάλασσα ριχτό
Τσιμπούσι για να στήσουν λεπιδωτά κοπάδια,
Θε να καλοχορτάζει κατοστάδα απ’ τον εχτρό
Σε γλέντι τα πετούμενα βουνίσια σμάρια.
Λιτές η Ελλάδα τελετές, πικρές θα ορίσει
Τιμής στη μέρα αυτή, στο μάκρος τής ακτής της,
Μέχρι που ο κρίκος σου ο στερνός ν’ αναρριγήσει
Και πια, αλυσίδα τής σκλαβιάς, ξετυλιχτείς της.

Το Ελληνόπουλο

Παν’ οι λαμπροί οι Έλληνες τού παλιού καιρού,
Λαμπροί σε δέμας και μυαλό·
Τα οστά τους γίναν’ ένα με τη μούχλα ομού,
Η σκόνη τους στον άνεμο.
Οι μορφές μονάχα που σε πέτρα ζωντανή
Λάξεψαν, αντέξαν’ στων ετών την ξόδεψη
Και, σκόρπιες με τις στάχτες τους, δείχνουνε πόση
Η προ πολλού καιρού χαμένη η μεγαλότη.
Χλωρές ακόμα κει οι μυρτιές – λες απ’ το χτες
Γλυκαναβρύζουν νάματα·
Ανθούν απ’ των ρηγών την τέφρα λουλουδιές,
Με προαιώνια άλματα.
Σμιλεύει κείθε η φύση τώρα ευγενικά
Το ανθρωπινό το φρύδι έτσι, όπως παλιά·
Κι άχρι αντιγράφει την πολεμική μορφή
Που ’χε στων Πλαταιών τη δίνη ανδρεία ριχτεί.
Μικρέ! Οι πρώτες σου βλεψιές παράδεισό τους
Γυρέψαν’ στης Ελλάδας τα ουράνια:
Έβαψε ο αγέρας της το σκούρο μάγουλό σου
Σ’ άναψε η λιακάδα της τα μάτια·
Έχουνε πιει τα αυτιά σου των δάσων δοξαριές,
Παλιοί ποιητές που τις ακούσαν’, ειν’ πρηχτές
Οι φλέβες σου απ’ των ημιθέων το αίμα, που
Καρώνει μες στα χώματα της χώρας σου.
Λεύτερο πια το έθνος σου – κι ας άργεψε πολύ·
Το πρωταδέρφι σου ριχτό –
Ριχτό προτού το πνεύμα σου το άχθος του αισθανθεί,
Τον ανυπόφερτο ζυγό.
Μαραζωμένη η Ελλάδα και ξεθρονισμένη
Βλέπει τη νιότη της σε εσέ ξανανιωμένη:
Ξεβλάσταρο απ’ το πολύ παλιό το αμπέλι,
Που στην ισκιάδα του βουβαίνονταν τα έθνη.

Μετάφραση: Νίκος Λάιος

Σχόλια

Exit mobile version